«Απουσία». Εργο του Νίκου Κρανάκη από την ατομική έκθεση «Desert Landscapes». Αίθουσα τέχνης ena contemporary, Βαλαωρίτου 9Γ, Κολωνάκι. Διάρκεια έκθεσης: έως 10 Νοεμβρίου.

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ

Σ​​το βιβλίο του «Το σύγχρονο κρητικό ιστορικό τραγούδι» (1979), ο Ερατοσθένης Καψωμένος γράφει πως οι μαντινάδες είναι «η μόνη κατηγορία μέσα σ’ όλη τη δημοτική μας ποίηση που δεν παρουσιάζει αισθητή κάμψη. Αντίθετα παρουσιάζει τη μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα στις καινούριες συνθήκες, χάρη στο πνεύμα πρωτοτυπίας και αυτοσχεδιασμού που χαρακτηρίζει την παράδοση του είδους». Με την πεποίθηση αυτή συνάδουν όσα γράφει ο Μανόλης Μακρής στο βιβλίο «Τα παραδοσιακά τραγούδια της Ολύμπου Καρπάθου» (2007): «Ηδη από τη γενιά των πατέρων μας, ίσως και πιο μπροστά, η μαντινάδα (ως εναργής και επίκαιρη προσωπική έκφραση) επεκράτησε εντελώς στην παραδοσιακή διασκέδαση, ενώ το παραδοσιακό πολύστιχο τραγούδι έπαψε να παρουσιάζει ενδιαφέρον. Κρατήθηκε μέσα στα έθιμα των διασκεδάσεων ως απολίθωμα».

Κανένα ίχνος αυτοσχεδιαστικής πρωτοτυπίας πάντως, και καμία σχέση με το πνεύμα του δημοτικού γενικότερα, δεν έχουν οι μαντινάδες που προσφέρονται σε πολιτικούς, με εορταστική ή επετειακή αφορμή. Αλλες μαντινάδες εντούτοις, σημερινές, και πρωτότυπες είναι και χαριτωμένες. Αρκετές δημιουργήθηκαν στη λιγόχρονη μεσοβασιλεία των SMS. Στο βιβλίο «Συλλογή ευχετήριων δίστιχων SMS: Η κινητή τηλεφωνία και η κρητική λαϊκή παράδοση» (2007), ο Ανδρέας Λενακάκης συγκέντρωσε υπερτετρακόσια δείγματα αυτής της μικροτέχνης, που φαντάζομαι ότι θα έχει επεκταθεί στο φέισμπουκ και στο τουίτερ. Μια γεύση: «Οσες χιλιάδες μπαλοθιές στην Κρήτη έχουν παίξει, / τόσες χαρές και πιο πολλές η μοίρα να σου πέψει».

Οι μαντινάδες των κινητών είναι πρωτοξάδερφα των στιχουργημάτων που απαρτίζουν την «Εντυπη Λαϊκή Ποίηση», που ανθεί ιδιαίτερα στην Κάρπαθο, σαν συνέχεια κατά κάποιον τρόπο της εξαιρετικής καρπαθιακής δημιουργίας καθαυτό δημοτικών τραγουδιών. Μπορεί και οι δύο αυτές μορφές έμμετρου λαϊκού λόγου να προέρχονται από τον κόσμο της προφορικότητας, από την ανάμνησή του ίσως, υπάρχουν όμως μόνο στον κόσμο της γραφής. Δεν επιζητούν να μεταδοθούν στοματικά, προφορικά, αλλά διά της γραφής: καταγραφόμενες στην οθόνη του κινητού (ή του υπολογιστή) ή δημοσιευόμενες σε τοπικές εφημερίδες. Από κοινού όλες οι νεότερες εκδοχές έμμετρου λαϊκού λόγου θα μπορούσαν να στεγαστούν κάτω από τον τίτλο «Σύγχρονη Εντυπη και Ηλεκτρονική Λαϊκή Ποίηση» που προτείνει ο Γιώργος Ι. Θανόπουλος στο βιβλίο «Ελληνική λαϊκή ποίηση: Από το δημοτικό τραγούδι στη σύγχρονη έντυπη και ηλεκτρονική λαϊκή ποίηση» (2014).

Η εφημεριδογραφική στιχουργική, συγχρόνως λαϊκή αλλά και επώνυμη, αφού υπογράφεται, έχει πολύχρονη παράδοση στην Κάρπαθο, όπως δείχνουν οι σχετικές μελέτες του Μηνά Αλεξιάδη, λ.χ. το άρθρο του «Η έντυπη λαϊκή ποίηση στην Κάρπαθο: Μορφή – λειτουργία – σημασία» (εμπεριέχεται στο βιβλίο «Καρπαθιακή Λαογραφία: Οψεις του λαϊκού πολιτισμού», 2001). Οι ρίζες της είναι η ανώνυμη δημοτική λαϊκή ποίηση, ένα δείγμα της οποίας, με τίτλο «Εις τον σεισμόν της Καρπάθου (26 Ιουν. 1924)», στεγάζεται στα «Δημοτικά τραγούδια Καρπάθου» του Μ.Γ. Μιχαηλίδου Νουάρου (α΄ έκδ. 1928): Η αρχή του: «Ω λοϊσμέ κατέ [β]ασε, καρδιά μου βάσταξέ τα, / τα πάθη μας τα φετινά τραγούδια σύνταξέ τα». Και εδώ το έμμετρο αφήγημα αθροίζει ομοιοκατάληκτα δίστιχα.

Ακριβώς τα πάθη της 5ης Οκτωβρίου 1944 συντάσσουν σε έμμετρο λόγο τα λαϊκά τραγούδια που δημοσιεύονται στο βιβλίο του Ντίνου Αντ. Μελά «Ιστορία του Επαναστατικού Απελευθερωτικού Κινήματος Καρπάθου – 5 Οκτωβρίου 1944» (2012) και στο δοκίμιό του «Επαναστατικό Κίνημα Καρπάθου (5 Οκτωβρίου 1944) και καρπαθιακή λαϊκή ποίηση» (εμπεριέχεται στον τόμο «Κάρπαθος και λαογραφία: Β΄ Διεθνές Συνέδριο Καρπαθιακής Λαογραφίας (Κάρπαθος, 26-29 Σεπτεμβρίου 2001)» (2003). «Ασφαλώς», γράφει ο Μελάς, «δεν πρέπει να έχομε την αξίωση από τη δημοτική ποίηση να μας δώση την πλήρως ελεγμένη και διασταυρωμένη πληροφορία τουλάχιστον στις λεπτομέρειες του ιστορικού γεγονότος. Αυτό είναι έργον της Ιστορίας. […] Η δημοτική ποίηση μας δίνει αυτό που αισθάνθηκε η λαϊκή ψυχή, δηλαδή την εικόνα της λαϊκής συγκίνησης, χωρίς καμιά δέσμευση από καμιά ιστορική πηγή».

Ορισμένα από τα στιχουργήματα είναι σύγχρονα με το ιστορικό συμβάν που αφηγούνται, όπως ένα του Εμμ. Πρεάρη, που δόθηκε στην Αθηνά Ταρσούλη το 1946. Η έγνοια του στιχουργού είναι να απαθανατίσει το γεγονός με γλώσσα απλή, δημοτικά σεμνή, δίχως τις ρητορικές αποστροφές ενός αυτοδιεγειρόμενου επίπλαστου ενθουσιασμού. Αν είναι να διδάξουν οι στίχοι, ας διδάξουν με την καθαυτό εξιστόρησή τους, δεν χρειάζονται υψηλότονες παραινέσεις και λεκτικά στολίσματα: «Ακούσατε, μωρέ παιδιά, / τα νέα τα καρπάθικα, / που φύγασιν οι Γερμανοί / από τον τόπο μοναχοί; / Τσι οι Ιταλοί που μένουσι, / ακούστε τι παθαίνουσι: / Σηκώνουνται οι Μενετές, / ’παναστατούσι μοναχές, / βγάζουσι μία διαταγή, / μαζί με την επιτροπή, / να συμφωνήσομ’ όλοι, / με τη διτσή τους γνώμη. / Να διώξουμε τους Ιταλούς, / στρατιώτες τσ’ αξιωματικούς, / για να λευτερωθούμε, / που δεν τους νταγιαντούμε». Τα υπόλοιπα έγιναν όπως τα λέει το τραγούδι, για να επαναλάβω εδώ, ίσως με κάποια ασέβεια ή υπερβολή, όσα έγραψε ο Κλοντ Φοριέλ προλογίζοντας το «Τραγούδι του Διάκου», που συντέθηκε ελάχιστα μετά το μαρτυρικό τέλος του αγωνιστή.

Ολα τα τραγούδια για την εξέγερση των Μενετών και γενικά της Καρπάθου, συγκαιρινά ή μεταγενέστερα, όπως του Μιχαήλ Χατζή-Μηνά Λειβαδιώτη, που δεν παραλείπει να καταχερίσει τους δωσίλογους («ήταν πολλοί που φόραγαν τη μαύρη πουκαμίσα, / τους πατριώτες τους καλούς πολύ εβασανίσα»), του παπα-Γιώργη Κωνσταντινίδη, του Αριστείδη Παπουτσάκη και του Βάσου Ευ. Γεραπετρίτη, είναι επώνυμα. Ανήκουν σε συγκεκριμένους λαϊκούς ποιητάρηδες ή σε ανθρώπους που συγκινήθηκαν βαθιά και θέλησαν να αποτυπώσουν τη συγκίνησή τους στο χαρτί – γιατί είπαμε πως είμαστε πια στον χάρτινο πολιτισμό, της γραφής, λίγες δεκαετίες πριν από την επέλαση του γυάλινου πολιτισμού.

Μολονότι υπάρχουν «ορισμένες ανακρίβειες, αφέλειες, περιττολογίες», όπως διαπιστώνει και ο Ντίνος Μελάς, ή και γλωσσικές αστοχίες, και μολονότι η ημιλόγια-ημιδημώδης ρητορική του στερεοτυπικού πατριωτισμού αφήνει τα αποτυπώματά της, τα τραγούδια αυτά, οι ρίμες και τα συντομότερα, αποτελούν μαρτυρίες της ιστορίας αλλά και της ψυχικής και πνευματικής ανταπόκρισης των λαϊκών ανθρώπων στις ιστορικές κορυφώσεις. Θέλουν να αφηγηθούν μια σπουδαία στιγμή της καρπαθιακής ιστορίας. Και την αφηγούνται με πληρότητα, τιμιότητα και ικανοποιητική πιστότητα. Στην περίπτωσή τους δεν νοείται ζύγισμα με τα αυστηρά σταθμά της λογοτεχνίας.

Λέω απλώς το εξής: Χωρίς να ξέρω πρόσωπα και γνωρίζοντας λιγοστά για τα πράγματα, διάβασα πρώτα τα τραγούδια για το Κίνημα της 5ης Οκτωβρίου 1944. Και ένιωσα τον κόσμο του. Ακολούθησε, για την κατανόηση πια των συνθηκών, το διάβασμα ιστοριογραφικών σελίδων. Αλλά και μόνο στα έμμετρα λαϊκά μικροαφηγήματα αν είχα μείνει, στην αθώα ευθύτητά τους, η γεύση θα ήταν πλήρης. Και θα ήταν γεύση αρετής και ελευθερίας.

Via : www.kathimerini.gr