Σήμερα Σάββατο, αρχές Σεπτέμβρη του 2022, τρεις του μήνα για την ακρίβεια, ένα ιστορικό θέατρο στην Μόσχα, το Θέατρο των Εθνών, θα έχει κατεβασμένα τα ρολά και μεσίστια την σημαία κι όλα του τα σύμβολα.
Θα αποχαιρετά αυτόν τον άνθρωπο που άλλαξε τον ρου της Ιστορίας, τον πολιτικό μιας υπερδύναμης με την πλούσια αίσθηση του χιούμορ, το γλυκό βλέμμα, το μειλίχιο ύφος, έναν ηγέτη αγαστών προθέσεων, τον ηγέτη που κατανοούσε τα προβλήματα που του κληρονόμησαν γενιές απόμακρων προκατόχων του και επιχείρησε να αλλάξει ό,τι ονειρευόταν προς το καλύτερο τόσο για την χώρα του όσο και για την παγκόσμια κοινότητα.
’Ίσως και να ήταν από τους ελάχιστους ηγέτες που αδιαφορούσαν για την πρόσδεση στο απόμακρο θώκο κάτι που συνοψίζεται από μία και μόνο φράση της συζύγου του: «Αυτά τα έξι χρόνια πέρασαν σαν μια εργάσιμη ημέρα».
Άλλωστε στην τελευταία ομιλία με την ιδιότητα του ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης, 25η Δεκεμβρίου 1991 είχε πει επί λέξει:
«Η μοίρα το θέλησε πως όταν έγινα αρχηγός του κράτους, ήταν ήδη πασιφανές πως κάτι πήγαινε στραβά σε αυτή τη χώρα. Είχαμε αφθονία στα πάντα: γη, πετρέλαιο, αέριο και άλλους φυσικούς πόρους, κι ο θεός μας προίκισε με ευφυΐα και ταλέντο — και παρ’ όλ’ αυτά ζούσαμε πολύ χειρότερα από τον κόσμο σε άλλες βιομηχανικές χώρες και το χάσμα διαρκώς μεγάλωνε.
Ο λόγος ήταν προφανής ήδη για καιρό: η κοινωνία μας ήταν πιασμένη στην αρπάγη του γραφειοκρατικού συστήματος. Καταδικασμένη να υπηρετεί την ιδεολογία και να κουβαλάει το βαρύ φορτίο της κούρσας των εξοπλισμών, πιεζόταν αφόρητα. Όλες οι προσπάθειες να εφαρμοστούν μεταρρυθμίσεις με μισή καρδιά, κι έγιναν πολλές, απέτυχαν η μια μετά την άλλη. Η χώρα έχανε κάθε ελπίδα. Δεν μπορούσαμε να συνεχίσουμε να ζούμε έτσι. Έπρεπε να αλλάξουμε τα πάντα ριζικά. Για αυτόν τον λόγο, ποτέ δεν μετάνιωσα που δεν χρησιμοποίησα τη θέση μου του Γενικού Γραμματέα απλά για να ”βασιλέψω” για μερικά χρόνια.
Εγκαταλείπω το αξίωμά μου με ανησυχία — αλλά και με ελπίδα, με πίστη σε εσάς, στη σοφία σας και στην πνευματική σας δύναμη. Είμαστε οι κληρονόμοι ενός σπουδαίου πολιτισμού, και η αναζωογόνηση και η μεταμόρφωση μας για να αποκτήσουμε σύγχρονη και αξιοπρεπή ζωή εξαρτάται από όλους και τον καθένα μας».
Κατά ένα λες και συντονισμένο τρόπο τόσο η παγκόσμια κοινότητα όσο και ο ετερόκλητοι εθνολογικά πληθυσμιακά λαοί της παραπαίουσας αυτοκρατορίας, μαζί με τα γραφειοκρατικά κρατικά γρανάζια που λειτουργούν ως αρνητές κάθε εξέλιξης του γύρισαν την πλάτη. Αυτά τα γρανάζια έχουν δημιουργήσει με τα χρόνια ένα διεφθαρμένο μηχανισμό που λειτουργεί ως «παράλληλο κράτος» μέσα στην ρωσική κοινωνία και την διέρχεται οριζόντια.
«Ήταν πολύ μπροστά από την εποχή τους», υπογραμμίζει ο διάσημος Λετονός σκηνοθέτης Άλβις Χέρμανις , συμπληρώνοντας ”δεν πρόκειται για μια ιστορία για την πολιτική, αλλά για ένα καταπληκτικό παντρεμένο ζευγάρι που έμελλε να αλλάξει τον κόσμο και με πολλούς τρόπους μπροστά από την εποχή του. Για την αγάπη, τα όνειρα και τις απογοητεύσεις τους”.
Η παραγωγή έγινε από τον Χέρμανις, ο οποίος ήταν και ο σκηνοθέτης της παράστασης, η οποία που ανέβηκε στο Κρατικό Θέατρο των Εθνών και παρουσιάστηκε στο κοινό με τον λιτό τίτλο «Γκορμπατσόφ», στο οποίο τους ρόλους ερμήνευαν οι Γεβγκένι Μιρόνοφ και Τσουλπάν Χαμάτοβα.
Έτσι, 12 χρόνια μετά την πρεμιέρα της παράστασης ”Ιστορίες του Σουκσίν”, που ταξίδεψε στον μισό κόσμο, συγκέντρωσε πολλά βραβεία και εξακολουθεί να είναι sold out όπου παρουσιάζεται, ήρθε η σειρά του «Γκορμπατσόφ» (μπορείτε να παρακολουθήσετε όλη την παράσταση με αγγλικούς υπότιτλους και στο τέλος του βίντεο της παράστασης, το κοινό και τους ηθοποιούς να χειροκροτούν τον παρευρισκόμενο στην πρεμιέρα της 10ης Οκτωβρίου 2021, «Γκόρμπυ»).
Οι παραστάσεις διήρκεσαν ως τις 21 Μαρτίου 2023, οπότε και η Χαμάτοβα διέφυγε από τη Ρωσία στη Λετονία έχοντας υπογράψει προηγουμένως δύο εκκλήσεις προς τις Αρχές καλώντας τες να σταματήσουν τις εχθροπραξίες στην Ουκρανία και να ξεκινήσουν ειρηνευτικές συνομιλίες. Η ίδια φοβόταν να επιστρέψει στη Ρωσία για να μην «χάσει την συνείδησή της» και «να μην πάει στη φυλακή».
Συνειδητοποιώντας ότι η πολιτική προσωπικότητα του Γκορμπατσόφ αξιολογείται διφορούμενα, οι δημιουργοί του έργου αφαίρεσαν σκόπιμα τις δραστηριότητες του Μιχαήλ Σεργκέγιεβιτς από το 1985 έως το 1991 από την αφήγηση. Η περίοδος που ήταν επικεφαλής της ΕΣΣΔ περιγράφεται με μια φράση από τον Ράισα Μαξίμοβνα: «Αυτά τα έξι χρόνια πέρασαν σαν μια εργάσιμη ημέρα».
«Μια μέρα πιαστήκαμε από το χέρι και πήγαμε να περπατήσουμε το απόγευμα. Και συνεχίσαμε να περπατάμε έτσι όλη μας τη ζωή», είχε πει για τη σύζυγό του Ραΐσα, σε μια συνέντευξή του στο αμερικανικό περιοδικό Βόγκ το 2013.
Το έργο αποτελείται από ιστορίες για τις ρίζες τους, την παιδική ηλικία, τη νεολαία, την οικογενειακή ζωή, τις σημαντικές πράξεις του Μιχαήλ Σεργκέγιεβιτς στο δρόμο για τη θέση του αρχηγού του κράτους, τις δημόσιες δραστηριότητες της Ράισα Μαξίμοβνα, τη σοβαρή ασθένεια και τον θάνατό της.
″Ο Γκορμπατσόφ έχει εξαιρετική αίσθηση του χιούμορ. Αυτός και η Ράισα Μαξίμοβνα πάντα κορόιδευαν ο ένας τον άλλον. Για μένα ήταν μια αποκάλυψη. Παλιότερα, η σχέση τους μου φαινόταν επισήμως προσχηματική. Ήταν όμως αληθινή αγάπη, απτική αίσθηση, χιούμορ, αστεία. Οι άνθρωποι που ξέρουν να αγαπούν τους γείτονές τους έτσι ξέρουν να αγαπούν και τους ανθρώπους και την πατρίδα τους», τους αναγνωρίζει η Χαμάτοβα.
«Υπάρχει μια κυριολεκτική σχέση μεταξύ των Παραμυθιών του Σούκσιν και του Γκορμπατσόφ», αφηγείται ο σκηνοθέτης και των δυο παραστάσεων, «Πριν από περίπου δέκα χρόνια, η Χαμάτοβα με πήρε τηλέφωνο από τη Μόσχα στη Ρίγα. Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ την επισκέφθηκε στο καμαρίνι της μετά την παράσταση και εκείνος του έδωσε το τηλέφωνό του. Για περίπου είκοσι λεπτά της μίλησε για το χωριό του, για τα νιάτα του, για την οικογένειά του. Χρόνια αργότερα, μου ήρθε η ιδέα να ανεβάσω ένα θεατρικό έργο με δύο από τους αγαπημένους μου καλλιτέχνες – τον Μιρόνοφ και την Χαμάτοβα- και να παίξουν τον Μιχαήλ και την Ράισα Γκορμπατσόφ».
Από την αρχή, μια κρεμάστρα παλτών με κοστούμια στέκεται στο καμαρίνι, οι χαρακτήρες αλλάζουν ρούχα, φορούν τα σακάκια τους, χρησιμοποιώντας ολόκληρη τη συλλογή, συχνά γνωστή από τις ιστορικές φωτογραφίες – και έτσι πάει η ζωή. Από φόρεμα σε φόρεμα…
Δύο εξαιρετικές ιστορικές προσωπικότητες που τις υποδύονται δύο εξαιρετικοί ηθοποιοί στις παραλλαγές τους σχετικά με το θέμα της ζωής της οικογένειας Γκορμπατσόφ.
Υπάρχουν διάφορες επιλογές για την αντιμετώπιση της ιστορίας και του Γκορμπατσόφ και της Ράισα. Η μεταβλητότητα της υποκριτικής εδώ είναι ένα εσωτερικό συνώνυμο της ιστορικής μεταβλητότητας (ο χαρακτήρας πρόσωπο και η μάσκα).
Με πολλά χρόνια υποκριτικής φιλίας και συνεργασίας, με πολλούς ρόλους ντουέτο που έπαιξαν προσφέρουν στην Χαμάτοβα και στον Μιρόνοφ την εγγύτητα και την αμοιβαία κατανόηση: καταλαβαίνουν και αγαπούν ο ένας τον άλλον στη σκηνή.
Όπως και οι χαρακτήρες τους. Είναι φίλοι και ο γάμος για τη γενιά στην οποία ανήκαν οι Γκορμπατσόφ είναι πάνω από όλα φιλία, συνεργασία και υποστήριξη. Υπάρχει μια στιγμή στην παράσταση: Η Ράισα γράφει στον Μίσα σε ένα επαγγελματικό ταξίδι ότι της λείπει σωματικά, σαν άντρας. Αλλά αυτή είναι κυριολεκτικά μια στιγμή, μια φράση που εξηγεί πολλά.
Λένε λοιπόν για τη ζωή τους. Η απόλαυση της Ράισα για τη Μόσχα και την όπερα και η χαρά του Μιχαήλ για αυτήν, τη Ράισα, που δεν τον προσέχει από φιλοσοφική άποψη.
Η Ράισα είναι πικάντικη, περιποιημένη, κοκέτα. «Ποτέ σε ολόκληρη τη ζωή μου δεν την έχω δει απεριποίητη», λέει ο Γκορμπατσόφ. Λοιπόν, είναι αλήθεια, δεν είναι μόνο αυτή, αυτή τη φορά είναι έτσι, αυτή η γενιά είναι έτσι – δεν τριγυρνούσαν στο σπίτι τσακισμένα: ένας συνδυασμός, ένα καλσόν, μια φούστα, μια μπλούζα. Αλλά η κοκέτα Ράισα («Πάντα σου άρεσε να ντύνεσαι καλά») μέχρι θανάτου έβαζε ετικέτες στα καλσόν της: τι κοστούμι να φορέσεις…
Ο γέρος Γκορμπατσόφ θα μιλήσει για αυτά τα καλσόν στο φινάλε, τακτοποιώντας τα πράγματα. Οι μικρές χειρονομίες είναι σημαντικές: πώς ισιώνει το κασκόλ του όταν πηγαίνει σε μια συνάντηση και της δίνει ένα κουμπί.
Αλλά το όλο θέμα, όλη η απόλαυση εδώ δεν είναι στο ντύσιμο, ούτε σε μια ποικιλία βιρτουόζων μεταμορφώσεων, όλη η γοητεία, η γοητεία και η έμπνευση της παράστασης είναι σε κάτι άλλο – σε λεπτές διαβαθμίσεις και διαβαθμίσεις, σε προεκτάσεις στη νότα, προς λήψη, και όχι στην ίδια τη νότα.
Στην ατελείωτη ποικιλία των συναισθημάτων του συντρόφου και των σχέσεων με τον ρόλο, στον αέρα των θεατρικών αλλαγών όπως πρέπει. Μερικές φορές, βγάζοντας την περούκα του και αφήνοντας μόνο τη χαρακτηριστική πλαστικότητα των χεριών του, ο Μιρόνοφ αποδεικνύεται πολύ πιο Γκορμπατσόφ από όταν φοράει περούκα και γυαλιά: η ψυχολογική ακρίβεια λειτουργεί. Και στο τέλος, όταν βάζουν μια μάσκα πορτρέτου του γέρου Μιχαήλ
Σεργκέγιεβιτς, προσέχεις πόσο παρόμοια είναι η φωνή. Όχι ένα πρόσωπο – μια φωνή. Αλλά ακουγόταν έτσι σε όλη την παράσταση… Στην πραγματικότητα, η μάσκα στο τέλος δεν αλλάζει τίποτα, και αυτό είναι το κύριο αποτέλεσμα της υποκριτικής διαδρομής.
Ο Μιρόνοφ δρα περισσότερο, η Χαμάτοβα κάποια στιγμή σχεδόν μετενσαρκώνεται: τα μάτια της έχουν ήδη βουρκώσει και η μύτη της Ράισα κοκκινίζει ευαίσθητα από εμπειρίες… Πρέπει να παίξει, είναι πολιτικός. Μπορεί να είναι ο εαυτός της και να μην παίζει.
Οι μικρές χειρονομίες είναι σημαντικές: πώς ισιώνει το κασκόλ του όταν πηγαίνει σε μια συνάντηση και της δίνει ένα κουμπί.
Ο σκηνοθέτης δεν προσπαθεί να δώσει όλο το φάσμα των θεμάτων και των ερωτήσεων που σχετίζονται με το όνομα «Γκορμπατσόφ», είναι αδύνατο: ο Γκορμπατσόφ παραμένει μέχρι σήμερα αντικείμενο παθιασμένων συζητήσεων, μίσους και αγάπης. Η σύγχρονη Ρωσία εξακολουθεί να είναι χωρισμένη σε πεισματάρηδες οπαδούς του Γκορμπατσόφ, σκληρούς θαυμαστές του Γέλτσιν και σε «πιστούς Πουτινίτες».
Η σκηνοθετική μαεστρία με πονηριά και σοφία παραλείπει τις στάσεις απέναντι στον Γκορμπατσόφ στη Ρωσία και πέρα από τα σύνορά της, παρακάμπτει γενικά την πολιτική, επιλέγοντας ένα πρόσωπο ως ενότητα της παράστασης.
Ή μάλλον δύο άτομα. Και, παραδόξως, εμφανίζει τη χώρα σ’ ένα μόνο σκηνικό για το ντουέτο του Μιχαήλ και της Ράισα. Αυτό το κάνει πολύ άμεσα, φέρνοντας στον ψηλό ασβεστωμένο τοίχο από τούβλα σε όλο του το πλάτος και ύψος – τον πολιτικό χάρτη της ΕΣΣΔ.
Το ένα έκτο του κόσμου κοκκινίζει πάνω από τα κεφάλια των ηρώων, κι όμως εξακολουθεί να είναι μόνο το υπόβαθρο στο οποίο ζουν οι άνθρωποι, ακόμα κι αν αυτός είναι ήδη Πρόεδρος, και αυτή είναι η πρώτη Κυρία.
Ναι, η χώρα είναι ένα υπόβαθρο και η πολιτική είναι απλώς ένα υπόβαθρο, «μια συνεχής εργάσιμη ημέρα», στην οποία, σύμφωνα με τη Ράισα Μαξίμονβα, συγχωνεύτηκαν έξι χρόνια διακυβέρνησης του Γκορμπατσόφ.
Όπως στον «Μπρόντσκι» με τον Μπαρίσνικοφ για τον μεγάλο ποιητή, στο ”Λευκό Ελικόπτερο ”, όπου ο Μπαρίσνικοφ έπαιζε τον μεγάλο Πάπα Ιωάννη Παύλο Β’, έτσι και τώρα μια παράσταση για έναν μεγάλο πολιτικό, παίζεται από ηθοποιούς πρώτου μεγέθους. Όταν οι μεγάλοι παίζουν τους μεγάλους, είναι πολύ λιγότερο απαραίτητο να μιμηθείς τη σημασία της προσωπικότητας, η ιδέα εδώ είναι απλή, όπως οι συγγενείς μηχανισμοί όλων αυτών των παραστάσεων, όπου δεν κρύβονται ούτε η ανοιχτή θεατρική κίνηση ούτε το μοναδικό υποκριτικό χάρισμα.
Στο τελετουργικό της εξόδιας ακολουθίας, ο Πρόεδρος Πούτιν δεν θα παραβρεθεί «λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων»….
Στις 26 Φεβρουαρίου 2022 – δύο μόλις μέρες μετά την εισβολή στην Ουκρανία- εκδόθηκε μία σαφέστατη ανακοίνωση του Ιδρύματος Γκορμπατσόφ: «Όσον αφορά τη στρατιωτική επιχείρηση της Ρωσίας στην Ουκρανία που άρχισε την 24η Φεβρουαρίου, υπογραμμίζουμε την ανάγκη να σταματήσουν το ταχύτερο οι εχθροπραξίες και να αρχίσουν άμεσα ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις. Δεν υπάρχει τίποτε πολυτιμότερο στον κόσμο από τις ανθρώπινες ζωές». Ανακοίνωση του Ιδρύματος Γκορμπατσόφ, 26η Φεβρουαρίου 2022. Φαίνεται πως ο Γκορμπατσόφ είτε όταν ήταν εν ζωή είτε θεατρικό έργο, θα καταδιώκει τον Πούτιν….
Ομάδα ειδικών του ΟΗΕ έφθασε χθες στο συγκρότημα του ουκρανικού πυρηνικού σταθμού της Ζαπορίζια προκειμένου να αποτιμήσει τον κίνδυνο μιας διαρροής ραδιενέργειας αφού καθυστέρησαν για αρκετές ώρες λόγω βομβαρδισμών κοντά στην περιοχή των εγκαταστάσεων.
Προφητικές ή όχι οι παρακάτω δηλώσεις του εκλιπόντος παραμένουν επίκαιρες όσο ποτέ:
«Αυτό είναι άλλο ένα χτύπημα της καμπάνας, μια νέα τρομερή προειδοποίηση ότι στην πυρηνική εποχή χρειάζεται νέα πολιτική σκέψη και απαιτούνται νέες πολιτικές», ήταν οι πρώτες δημόσιες δηλώσεις του Γκορμπατσόφ για το δυστύχημα στον πυρηνικό ηλεκτροπαραγωγικό σταθμό στο Τσερνόμπιλ στην Ουκρανία την 4η Μαΐου 1986, στη σοβιετική τηλεόραση.
Στην δε τελετή υπογραφής της ενδιάμεσης συμφωνίας για τον περιορισμό των πυρηνικών όπλων με τον Αμερικανό πρόεδρο Ρόναλντ Ρέιγκαν την 8η Δεκεμβρίου 1987, στην Ουάσιγκτον, ο Γκορμπατσόφ είχε δηλώσει:
«Για τους πάντες, και πάνω απ’ όλα για τις δυο μεγάλες δυνάμεις μας, η συμφωνία το κείμενο της οποίας είναι πάνω στο τραπέζι προσφέρει, επιτέλους, τη μεγάλη ευκαιρία να πάρουμε τον δρόμο που οδηγεί μακριά από την απειλή της καταστροφής. Είναι καθήκον μας να αξιοποιήσουμε πλήρως αυτή την ευκαιρία και να προχωρήσουμε μαζί προς έναν κόσμο απαλλαγμένο από τα πυρηνικά όπλα, που θα είναι καλύτερος για τα παιδιά και για τα εγγόνια μας και τα δικά τους παιδιά και τα δικά τους εγγόνια (…) προς την υπόσχεση της πλήρωσης και της πιο ευτυχισμένης ζωής, χωρίς φόβο, και χωρίς την παράλογη κατασπατάληση πόρων για όπλα καταστροφής».
Κλείνοντας, να υπενθυμίσουμε πως σήμερα στην Γερμανία, ημέρα της νεκρώσιμης ακολουθίας στην Μόσχα, οι σημαίες θα κυματίζουν μεσίστιες αποτίνοντας φόρο τιμής στον άνθρωπο που με την απόφασή του να διατάξει τον σοβιετικό στρατό να μην εμποδίσει την πτώση του Τείχους του Βερολίνου άνοιξε τον δρόμο για την επανένωση της Γερμανίας:
«Είχαμε μισό εκατομμύριο άνδρες εκεί, οπλισμένους μέχρι τα δόντια. Τη μεγαλύτερη συγκέντρωση όπλων, καλά εκπαιδευμένων στρατιωτών, αρμάτων μάχης, πυρηνικών όπλων. Αν δίναμε τέτοια διαταγή, θα ήταν λάθος, θα οδηγούσε σε καταστροφή, θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο» (συνέντευξη στο καναδικό τηλεοπτικό δίκτυο CBC, το 2009).
Πριν κάποια χρόνια, την περίοδο της Ύφεσης, ένας προκάτοχός του στην θέση του ΓΓ του ΚΚΣΕ, ο Χρουτσώφ ερωτηθείς αν λόγω της Ύφεσης θα έρθει η ώρα που θα πέσει το Τείχος του Βερολίνου, έδωσε με απόλυτη βεβαιότητα την παρακάτω αρνητική απάντηση:
«Ποτέ! Πρώτα θα πέσει η Ακρόπολη της Αθήνας και μετά το Τείχος του Βερολίνο!»
Αποχαιρετώντας λοιπόν αυτόν τον άνθρωπο που άλλαξε τον ρου της Ιστορίας, κλείνει ο μοναδικός κύκλος για ένα καταπληκτικό ζευγάρι που έμελλε να αλλάξει τον κόσμο με πολλούς τρόπους καθώς βρισκόταν μπροστά από την εποχή του. Για την αγάπη, τα όνειρα και τις απογοητεύσεις τους.
*Μιχάλης Κονιόρδος, Καθηγητής Τμήματος Διοίκησης Τουρισμού στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής