Του Παντελή Μπουκάλα
Θυμώνουμε. Πικραινόμαστε. Ντρεπόμαστε. Και φοβόμαστε. Χωρίς να το κρύβουμε πια. Κοκαλώσαμε μετά το καρτέρι των χρυσαυγιτών στο Πέραμα, εναντίον μελών του ΚΚΕ, και τη δολοφονία του αριστερού, αντιφασίστα μουσικού της χιπ χοπ Παύλου Φύσσα, που έπεσε μαχαιρωμένος στην καρδιά από δεδηλωμένο οπαδό της νεοναζιστικής αγέλης, σε άλλο καρτέρι στο Κερατσίνι. Και πια φοβόμαστε περισσότερο. Για τον κίνδυνο που απειλεί τη ζωή όσων αντιδρούν λόγω ή έργω στη δράση ενός μορφώματος που αποκτά όλο και σαφέστερα γνωρίσματα συμμορίας, στα πρότυπα των προπολεμικών ναζιστών της Γερμανίας, και επιπλέον βρίσκει μιμητές που δεν είναι ανάγκη να είναι μέλη της Χ.Α., απλώς αναγνωρίζονται σε αυτήν και ακολουθούν το παράδειγμά της – περίπου όπως συμβαίνει με την Αλ Κάιντα.
Φοβόμαστε για τις μαχαιριές στο σώμα της ήδη στενεμένης δημοκρατίας. Για τον πολιτισμό της καθημερινότητάς μας, που τον απειλεί το ερπετό του μίσους για οτιδήποτε ξένο ή διαφορετικό: στο χρώμα, τη γλώσσα, το ντύσιμο, τη θρησκεία. Γέμισε ο τόπος τρομαγμένους. Γιατί πρώτα αφέθηκε να γεμίσει μελανοχίτωνες τρομοκράτες από τις συνένοχα ραθυμούσες διωκτικές αρχές, από την αργοπορούσα Δικαιοσύνη και από μεγάλη μερίδα του πολιτικού κόσμου, που περισσότερο νοιάζεται πώς θα κερδίσει οπαδούς κλείνοντας το μάτι στους θιασώτες της Χ.Α., όπως γείτονας σε γείτονα, παρά για την ανάσχεση του νεοφασισμού και του ρατσισμού. Και δεν πρέπει να αποσιωπήσουμε ή να υποβαθμίσουμε τη σοβαρή ευθύνη μερίδας (μεγάλης και πάλι) του έντυπου και του ηλεκτρονικού Τύπου στη σχετική νομιμοποίηση της φιλοναζιστικής ακρο-ακροδεξιάς, μέσα από την ανάδειξη της ατζέντας της και την προβολή των στελεχών της ως καλών καγαθών ηρώων του λάιφ στάιλ. Ένα κόμμα που αλαζονεύεται ότι τυγχάνει αντισυστημικό ευνοείται στα όρια της πρόκλησης από πολλούς και ποικίλους μηχανισμούς του συστήματος. Κι αυτά δεν γίνονται βέβαια «από καλή καρδιά» αλλά βάσει του νόμου της αντιπαροχής. Πού να χρωστάει άραγε η Χ.Α. τη φανερή οικονομική της άνεση και έναντι ποίων υπεσχημένων εκδουλεύσεων την απέκτησε;
Μαυρίζει η ψυχή μας στη σκέψη πως ένα τμήμα του κράτους ενδέχεται να κατασκεύασε και να επέβαλε σαν επικράτος τα τάγματα εφόδου. Μαυρίζει με την εκπόρθηση του κέντρου της πολιτικής ζωής από ό,τι χυδαιότερο, σκαιότερο, περισσότερο απαίδευτο και εντέλει ανθελληνικότερο (με τους όρους που το ίδιο το υπό κατασυκοφάντηση και σφετερισμό ελληνικό πνεύμα μάς υπαγορεύει) εμφανίστηκε σαν κομματικό σχήμα στα μεταπολιτευτικά χρόνια· το ΛΑΟΣ, η ΕΠΕΝ και τα ομοειδή φαίνονται πια καρικατούρες, παρότι ακριβώς η νομιμοποίηση της ακροδεξιάς με την προσφορά κυβερνητικών θέσεων σε στελέχη του ΛΑΟΣ οδήγησε στη χαλάρωση των κριτηρίων, στην ύπνωση του δημοκρατικού ενστίκτου και στην εξοικείωση με το αδιανόητο. Και ματώνει ο νους προσπαθώντας να καταλάβει πώς αυτό το χυδαιότερο και πλέον ανάγωγο βρήκε τέτοια ανταπόκριση στο κοινωνικό σώμα.
Για να ψευτοπαρηγορηθούμε, λέμε ο ένας στον άλλον πως δεν μπορεί, κάπου λαθεύουν οι δημοσκοπήσεις. Μόνο που και πολλές είναι πια, και από διαφορετικές εταιρείες (ώστε να αποκλείεται η «επεξεργασία» που υποθέτουμε όχι από καχυποψία αλλά χάριν αυτοπαραμυθίας), και μεγάλο διάστημα καλύπτουν – πάνω από χρόνο πια. Αν όμως τις πιστέψουμε θα πρέπει να δεχτούμε ως γεγονός πως είναι χρυσαυγίτης ο ένας στους δέκα γύρω μας – στη γειτονιά, στο χωριό, στη δουλειά, στον κινηματογράφο, στο γήπεδο, στο λεωφορείο, στην ταβέρνα, στο στοιχηματατζίδικο, στην καφετέρια. Οχι καλά και σώνει ενταγμένος. Όχι μέλος αυτοφενακιζόμενο με τη στρατιωτική του στολή, τάχα νέος και ενδυματολογικά εκσυγχρονισμένος Λεωνίδας. Οχι στρατιωτάκι σε τάγματα εφόδου, υπό τας διαταγάς των λοχαγίσκων-βουλευτών που, αφιονιζόμενοι με την ίδια τους τη θορυβοποιό εικόνα στην τηλεόραση, ανταγωνίζονται ποιος θα αναδειχθεί υβριστικότερος, βιαιότερος, αντιδημοκρατικότερος. Οχι μαυροντυμένος, κοντοκουρεμένος και μουσκουλάκιας, που έχει κουράσει τον ίδιο του τον καθρέφτη με τις ηρωικές πόζες που παίρνει ολοένα μπροστά του. Τίποτ’ απ’ όλα αυτά. Απλώς φίλος της Χ.Α. Οπαδός εξ αποστάσεως. Που μπορεί και να μη συμφωνεί με όλα όσα διαπράττουν οι χρυσαυγίτες, μολαταύτα, στις δημοσκοπήσεις, και δήθεν «για να ταρακουνήσει το σύστημα», ρίχνει υπέρ τους το εικονικό ψηφαλάκι του. Που εντέλει δεν είναι καθόλου εικονικό. Επειδή γράφει. Προκαλεί βαθιά εντύπωση. Επιδρά. Επηρεάζει. Νομιμοποιεί. Πολλαπλασιάζει.
Ένας στους δέκα λοιπόν. Μπορεί και παραπάνω. Και καμιά σημασία δεν έχει αν τάχα «συμμερίζεται κριτικά», αν «εγκρίνει εν μέρει» και όχι εν όλω την ιδεολογία και την πρακτική της Χ.Α., αν, ας πούμε, αποδέχεται τα υπέρ ξενηλασίας φανατικά κηρύγματά της, αλλά πιστεύει σαν καλός χριστιανός και γονιδιοφιλόξενος Ελληνας ότι αρκούν πεντέξι σφαλιάρες στους σκούρους «υπανθρώπους», δεν χρειάζονται μαχαιρώματα. Αλλά σ’ αυτά τα πράγματα, και σε τέτοιους σκοτεινιασμένους καιρούς, τα «εν μέρει» και τα «υπό όρους» δεν χωράνε, άλλωστε πολιτικά μεταφράζονται σε «απολύτως» και σε «ανυπερθέτως». Μπορεί να μην είναι φασίστες, ή να λένε πως δεν είναι φασίστες, όσοι πρώτα σε δύο εκλογές και ύστερα σε δεκάδες δημοσκοπήσεις υπερψήφισαν τη Χ.Α. Μπορεί να μη θέλουν να καταντήσουν φιλοναζιστές, γιατί και στην οικογένειά τους ή στο χωριό τους μέτρησαν θύματα των ναζιστικών και φασιστικών στρατευμάτων και των προθυμότατων ημεδαπών υπηρετών τους, που μεταπολεμικά αριθμήθηκαν και αυτοί στους εθνικόφρονες νικητές. Μπορεί να μην πιστεύουν πως η τωρινή Ελλάδα είναι μια Ελλαδίτσα (ή ένα ελληνώνυμο κρατίδιο σε δήθεν φιλοσοφικότερη και πάντως μεγαλοϊδεάτικη ορολογία), που για να ολοκληρωθεί ως έθνος και ως γένος πρέπει να «ανακαταλάβει» περίπου όσα εδάφη είχε υπό τον έλεγχό του ο Μεγαλέξανδρος και οι επίγονοί του ή οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες. Μπορεί να ανατριχιάζουν μπροστά στη βιαιότητα και την ωμότητα των πρωτοκλήτων του κ. Μιχαλολιάκου (που μένει συστηματικά σε κάποια απόσταση από τις δημόσιες σκαιότητες, ίσως για να επιτρέψει στους καιροσκόπους να ποντάρουν κάποια στιγμή πάνω του σαν να ποντάρουν σε μετριοπαθή, υπεύθυνο και σοβαρό, αλά Καρατζαφέρη). Μπορεί να κρύβονται και από τον εαυτό τους ή να του λένε ψέματα. Μολαταύτα, έστω με τη δημοσκοπική υποστήριξή τους, ευνοούν τους σχεδιασμούς του χρυσαυγιτισμού και νομιμοποιούν την αγελαία δράση του εις βάρος μεταναστών, εν γένει αδύναμων αλλά και πολιτικών αντιπάλων του. Άλλη μια φορά, η ανοχή είναι συνενοχή.
Via : www.kathimerini.gr