του Σταύρου Τζίμα
Ηταν πέντε χρόνων ο Γιώργος Τακτικός, όταν μια νύχτα οι γονείς του τον επιβίβασαν στα παράλια της Χίου σε μια βάρκα για να καταλήξουν όλοι μαζί πρόσφυγες στην έρημο του Σινά…
Σήμερα, στα 78 του παρακολουθεί την ιστορία να γράφεται αντιστρόφως. Με πόνο ψυχής βλέπει τα καραβάνια των κατατρεγμένων από τη Μέση Ανατολή να αποβιβάζονται στα παραλία των νησιών και ο νους του πάει πίσω, στο δικό του μακρύ και δύσκολο ταξίδι προς το άγνωστο. Ο κ. Τακτικός, από το χωριό Κουρούνια της Χίου, ήταν ένας από τις 30.000 και πλέον Ελλήνων από τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου που στην Κατοχή έφυγαν, άλλοι πρόσφυγες στη Συρία ενώ άλλοι έφτασαν μέχρι και τη νότια Αφρική, για να γλιτώσουν από την πείνα και τον πόλεμο. Οπως και τώρα, έτσι και τότε: βάρκες, πνιγμοί στη θάλασσα, βαγόνια τρένων ασφυκτικά γεμάτα, καταυλισμοί, στερήσεις. Μόνο η κατεύθυνση της διαδρομής άλλαξε. Τότε οι ανθρώπινες ροές κατευθύνονταν από την Ελλάδα προς τη Συρία, τώρα κινούνται από εκεί προς τα εδώ. «Η πείνα και ο φόβος δεν παλεύονται, ο πόνος του πρόσφυγα είναι μεγάλος», λέει καθώς ξεδιπλώνει στην «Κ» τις δικές του αναμνήσεις από την «οδύσσεια» των ξεριζωμένων Ελλήνων της εποχής εκείνης.
Φθινόπωρο του 1942. Η Ελλάδα έχει υποδουλωθεί απ’ άκρη σ’ άκρη, η πείνα θερίζει τα μεγάλα αστικά κέντρα και στα νησιά τα πράγματα κάνει ακόμα χειρότερα ο ναυτικός αποκλεισμός στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο γενικότερα από το βρετανικό ναυτικό.
Η φυγή καθίσταται μονόδρομος για όσους μπορούσαν και για τους κατοίκους των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου (Σάμος, Ικαρία, Χίος, Λέσβος, Λήμνος κ.ά.) ήταν πιο εύκολη, λόγω της γειτνίασης με τα παράλια της Τουρκίας.
«Ημουν πέντε χρόνων. Υπήρχε μεγάλη φτώχεια και πείνα στο νησί. Ηταν Νοέμβριος του 1942 και τα πράγματα χειροτέρευαν. Ο πατέρας αποφάσισε να φύγουμε για να σωθούμε. Κλέψαμε μαζί με άλλους δύο νεαρούς μια βάρκα που είχαν επιτάξει οι Γερμανοί και μια νύχτα η οικογένειά μου, πατέρας, μητέρα και η μικρότερη αδελφή μου, μαζί με άλλες δύο οικογένειες συγχωριανών περάσαμε με δυσκολία απέναντι στο Τσεσμέ. Στην ακτή που βγήκαμε, μας μάζεψε ένας ορθόδοξος ιερέας, ο παπα-Ξενάκης, που συγκέντρωνε τους πρόσφυγες και τους πήγαινε σ’ ένα άσυλο όπου τους φρόντιζαν ανθρωπιστικές οργανώσεις. Πρώτα ο ιερέας έκανε κομμάτια τη βάρκα για να μην τη βρει η τουρκική ακτοφυλακή και μας στείλουν πίσω με το ίδιο σκάφος…».
Επειτα από παραμονή τριών μηνών στο Τσεσμέ και τη Σμύρνη, με ευθύνη του Γενικού Στρατηγείου της Μέσης Ανατολής, μεταφέρθηκαν –αυτό γινόταν με όλους του πρόσφυγες που αποβιβάζονταν από την Ελλάδα στην Τουρκία– στο ισοπεδωμένο σήμερα Χαλέπι της Συρίας, απ’ όπου γινόταν η διασπορά προς την Παλαιστίνη, τον Λίβανο, τη χερσόνησο Σινά, αλλά και χώρες της Κεντρικής και Νότιας Αφρικής.
«Μείναμε στο Χαλέπι εννέα μήνες σε καταυλισμούς και εκεί πήγα πρώτη φορά στο σχολείο. Τρώγαμε καλά, μας φρόντιζαν οι Βρετανοί. Μετά μας μετέφεραν μέσω Σουέζ στην έρημο του Σινά. Εκεί ήταν τέσσερις καταυλισμοί με Ελληνες πρόσφυγες από τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Μείναμε σε καλές συνθήκες διαβίωσης ενάμιση χρόνο και επιστρέψαμε όταν τελείωσε ο πόλεμος…».
Τη ίδια, περίπου, διαδρομή ακολούθησε και η 84χρονη σήμερα Δέσποινα Σιταρά από το χωριό Καλλιμασιά της Χίου. Μόνο που εκείνη και η οικογένειά της, όπως αφηγείται στην «Κ», από το Χαλέπι πήγαν στον Λίβανο και στην Αίγυπτο και όταν ο Ρόμελ πλησίαζε στο Κάιρο τους φόρτωσαν, 1.200 άτομα, σε πλοίο και μέσω του Αντεν έφτασαν στο Βελγικό Κογκό, απ’ όπου επέστρεψαν μετά τον πόλεμο. Χαλέπι, Λωρίδα της Γαζας, Σινά, αλλά και Αφρική, ήταν οι βασικοί προορισμοί των Ελλήνων προσφύγων τότε, ενώ ένας σημαντικός αριθμός εγκαταστάθηκε στην Κύπρο. Αλλά δεν ήταν μόνο Ελληνες στην Κατοχή που από το Αιγαίο έφθαναν στη Μέση Ανατολή για να σωθούν. Πολωνοί, Σέρβοι και πολλοί Εβραίοι της Ευρώπης διέσχιζαν τον «ελληνικό άξονα», προς τη σωτηρία. «Προσπαθούμε να βοηθήσουμε όσο μπορούμε αυτούς τους δυστυχισμένους ανθρώπους, τους νιώθουμε και τους πονάμε», τονίζουν στην «Κ» η Δέσποινα Σιταρά και ο Γιώργος Τακτικός. «Εκ πείρας», όπως λένε…
Via : www.kathimerini.gr