Του Χρήστου Μηχαηλίδη
Εγκλωβισμένος στη σκληρή καθημερινότητά του. Αποκομμένος από την κοινωνία. Εγκαταλειμμένος από τους πολιτικούς και τα κόμματα, ανεπιθύμητος από τα μίντια. Ο σημερινός φτωχός Ελληνας δεν έχει πού να στραφεί παρά μόνο στον εαυτό του, στη μοίρα του και σε συσσίτια!
Η Μαριαλένα Ασιτζή, 35 χρόνων, προσέχει την κόρη της που παίζει στο Αλσος Παγκρατίου. Εχει αρχίσει στη Βουλή η συζήτηση για το «3ο Μνημόνιο». Την ρωτώ εάν παρακολουθεί τις συζητήσεις. Μου λέει, «όχι, δεν δίνω καμιά σημασία». Παράξενο, σκέφτομαι. Διότι ούτε και αυτοί που συζητούν τώρα στο Κοινοβούλιο δίνουν σημασία σε ανθρώπους σαν τη Μαριαλένα, που είναι βυθισμένοι στη σιωπή τους.
Εξι μήνες πριν, ήταν γραμματέας σε ναυτιλιακή εταιρεία στον Πειραιά – μία από τρεις. Απολύθηκε μαζί με άλλη μία. Τώρα, κάνει την μπέιμπι-σίτερ. Και στην καλύτερη περίπτωση εισπράττει 200 ευρώ τον μήνα. Για να συμπληρώσει το εισόδημά της, ψάχνει και για άλλες δουλειές. Του ποδαριού που λέμε. Κάνει και σιδέρωμα σε σπίτια. Ο άνδρας της είναι δάσκαλος και ο μισθός δεν «καλύπτει» τον μήνα.
«Μέχρι πριν από μερικά χρόνια θεωρούσα ότι ανήκαμε στη μεσαία τάξη. Τώρα ξέρω ότι είμαστε φτωχοί» λέει…
Ο Ελληνας δεν την προφέρει εύκολα αυτήν τη λέξη. Ντρέπεται να πει ότι είναι φτωχός διότι, όπως επισημαίνει ο Διονύσης Τσάμης, 43, υπάλληλος ασφαλιστικού γραφείου, η φτώχεια αποκαλύπτει «κάποια δική μου αδυναμία, κάποια δική μου ανικανότητα». Ακόμα χειρότερα, την θεωρεί κατάντια. Στίγμα. «Σαν τη φυματίωση». «Αν μπορούσαν, θα έφτιαχναν μια Σπιναλόγκα και για μας».
Η ύπαρξή τους είναι ενοχλητική για τους «άλλους». Αλλά και οι ίδιοι δεν θέλουν τα μάτια άλλων επάνω τους.
Η πλειονότητα αυτών των ανθρώπων είναι ήδη εκτός κοινωνίας.
Πρόσφατη έρευνα της Κάπα Research έδειξε ότι το 1/3 των Ελλήνων ζει με λιγότερα από 470 ευρώ μηνιαίως. Αλλά και το 60% του «υπόλοιπου πληθυσμού» δηλώνουν ότι ζουν με τον φόβο πως μπορεί μια μέρα να ξυπνήσουν φτωχοί.
Ο επικοινωνιολόγος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας ερευνών ALCO, Κώστας Παναγόπουλος, επισημαίνει ότι με τα υπάρχοντα στοιχεία για την ανεργία και τη φτώχεια, είναι να απορεί κάποιος «πώς δεν έχει γίνει λαϊκή επανάσταση εδώ και ενάμιση χρόνο». Ισως, λέει, διότι ο κόσμος προσπαθεί να επιβιώσει. Δουλεύει όπου βρει «και υπάρχει αδήλωτο εισόδημα ακόμα».
Ο κ. Νίκος Χ. είναι 72 ετών, συνταξιούχος εκπαιδευτικός. Μένει με τη σύζυγό του Μαρία σε ένα μικρό διαμέρισμα στου Ζωγράφου. Εχουν δύο παιδιά, παντρεμένα, που δυσκολεύονται πολύ. Το ένα, είναι χωρίς δουλειά εδώ και 8 μήνες. «Κρατάμε περίπου 60 ευρώ τον μήνα με τη γυναίκα μου για τα φάρμακά μας και τα υπόλοιπα τα δίνουμε όλα στα παιδιά», λέει. Δεν τολμώ να τον ρωτήσω πώς τρέφονται οι ίδιοι, διότι το βλέπω: είναι στην ουρά για το καθημερινό συσσίτιο της Εκκλησίας!
Φασολάδα έχει σήμερα. Απομεσήμερο Τετάρτης. Χαμηλά στην Πειραιώς, κοντά στην πλ. Κουμουνδούρου. Κάθε μεσημέρι 1.500 άνθρωποι, σκυθρωποί, θα πάρουν το φαΐ τους. Κανένας από αυτούς, όμως, δεν πρόκειται να πάει στο Σύνταγμα να διαμαρτυρηθεί. Να φωνάξει. Να διεκδικήσει…
Το βλέμμα μου δεν ξεκολλά από τον κ. Νίκο. Κοιτάει συνέχεια χαμηλά. Ιδίως όταν απλώνει τα χέρια για να πάρει τα δύο «ταπεράκια» και τα ψωμάκια. Η γυναίκα του δεν πάει ποτέ στο συσσίτιο.
«Είναι πολλοί που δεν αντέχουν και στέλνουν φίλους ή συγγενείς», μου λέει η εκ των υπευθύνων του προγράμματος «Αποστολή», κ. Μαίρη Πίνη. «Ολοι τους είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, δικοί μας άνθρωποι, που αν τους δεις πιο κάτω στον δρόμο, δεν θα καταλάβεις ποτέ ότι βασίζονται στα συσσίτια για την καθημερινή τους διατροφή».
«Ο φτωχός πολίτης σήμερα είναι σε κατάσταση απαισιοδοξίας. Βλέπει περισσότερο τη ματαιότητα της δράσης παρά την αποτελεσματικότητά της. Αρα, τοποθετείται σε κατάσταση πολιτικής απραξίας. Προτάσσοντας την επιβίωσή του, εγκλωβίζεται σε αυτήν τη στάση», λέει ο Λευτέρης Κουσούλης, πολιτικός επιστήμονας και αρθρογράφος.
Και όμως, αυτό το αδιέξοδο του φτωχού μοιάζει να αφήνει αδιάφορα τα πολιτικά κόμματα. Είναι μακριά τους. Το ατενίζουν από απόσταση. Γιατί;
«Διότι τα κόμματα γενικεύουν και θεωρούν ότι θα πάρουν την ψήφο του πολίτη μέσω αυτής της γενίκευσης μόνο. Δεν τους ενδιαφέρει μία ειδική πολιτική, για μία οικογένεια, ας πούμε, στο χωριό ή στην πόλη, τι κάνει ο πατέρας, τι δουλειά έχουν τα παιδιά, πώς τα βγάζουν πέρα» απαντά.
Το ότι οι φτωχοί, όπως και όλοι οι πολίτες, μπορούν να αλλάξουν τη μοίρα τους μέσω της ψήφου τους ακούγεται μάλλον ως αστείο.
«Η ψήφος, για να έχει νόημα, πρέπει να έχει αντίκρισμα και τη Δευτέρα το πρωί. Τώρα εξαντλείται τη νύχτα των εκλογών», απαντά κοφτά ο κ. Κουσούλης.
Την ίδια απάθεια απέναντι στον φτωχό άνθρωπο εκδηλώνουν και τα μέσα ενημέρωσης, τα οποία επίσης διαλαλούν ότι είναι κοντά στον απλό πολίτη. Ποιον πολίτη εννοούν;
«Σίγουρα όχι τον φτωχό άνθρωπο που μοιάζει με τον καθημερινό πολίτη της διπλανής πόρτας», λέει ο επικοινωνιολόγος Κώστας Παναγόπουλος.
«Τους ενδιαφέρει η εικόνα ενός εξαθλιωμένου ανθρώπου ή μιας δεκαμελούς οικογένειας, αλλά δεν θα δώσουν ποτέ βήμα σε κάποιον που η φτώχεια του δεν είναι ορατή, διότι τότε θα βλέπαμε ότι αυτός ο φτωχός μοιάζει σε μας και αυτό θα μας τρόμαζε».
Ο Λευτέρης Κουσούλης, πάλι, πιστεύει ότι τα ΜΜΕ «δεν ενδιαφέρονται για τους πραγματικούς ανθρώπους, αλλά για την κατακρεουργημένη εικόνα των μη πραγματικών ανθρώπων!».
Δεύτερη μέρα στο συσσίτιο. Ο κ. Νίκος δεν φάνηκε. «Θα αρρώστησε», λέει ένας εθελοντής. Ο κ. Π.Δ. «συνελήφθη» να μπαίνει δεύτερη φορά στην ουρά. «Μα πήρες πριν», του παρατηρεί μια εθελόντρια. «Δεν χόρτασα», απάντησε εκείνος ντροπαλά.
«Κάτσε να πάρουν όλοι και άμα περισσέψει, έλα για δεύτερη μερίδα», του λέει η κοπέλα και ο κ. Π. κάνει πίσω με συγκινητική διακριτικότητα. Τη συζήτηση ακούει ένα νέο παιδί, ο Στέλιος, 23 χρόνων, φοιτητής στη Γεωπονική. «Ελάτε», λέει στον κ. Π., «πάρτε το δικό μου γιατί έχω έλκος, τα φασόλια με πειράζουν, μου φτάνει μόνο το ψωμί, ελάτε», και του δίνει το ταπεράκι του!
Παρακάτω, στα παγκάκια, κάποια μικρά παιδιά που πήγαν στο συσσίτιο αμέσως μετά το σχολείο έχουν βγάλει τα βιβλία και κάνουν τα μαθήματά τους. Είναι τα μόνα χαμογελαστά πρόσωπα που βλέπεις. Κι ίσως τα γράμματα, η μάθηση, είναι η μόνη ελπίδα για να ξεφύγουν κάποτε από αυτήν την «κακή μοίρα» της φτώχειας…