ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΣΙΑΚΑΛΟΥ

ομότιμου καθηγητή Παιδαγωγικής ΑΠΘ

Δεν ξέρω να παίζω χαρτιά, δεν έχω ιδέα από τους κανόνες που διέπουν αυτά τα παιχνίδια, και, φυσικά, ούτε από τα τεχνάσματα που χρησιμοποιούν οι έμπειροι παίχτες για να μπερδέψουν τους αντιπάλους και να κερδίσουν. Ετσι, η «μπλόφα» παρέμεινε άγνωστη λέξη και αδιανόητη συμπεριφορά στις σχέσεις μου με τους άλλους ανθρώπους, τόσο στη μακρόχρονη πολιτική δραστηριότητά μου όσο και στην προσωπική μου ζωή.

Και σήμερα αναρωτιέμαι ειλικρινά αν είναι αυτός ο λόγος που με κάνει να αισθάνομαι ξένος με κάποια χαρακτηριστικά της τακτικής μας στη διαπραγμάτευση με τους ευρωπαίους εταίρους. Οπως π.χ. είναι οι δηλώσεις του υπουργού μας των οικονομικών στο γερμανικό περιοδικό STERN δύο μέρες πριν από τις διαβουλεύσεις με το Eurogroup, ότι η καγκελάριος Μέρκελ «είναι με διαφορά, η πιο έξυπνη πολιτικός στην Ευρώπη», ο Γερμανός ομόλογός του, κ. Σόιμπλε, «αναμφιβόλως (είναι) ο μοναδικός Ευρωπαίος πολιτικός με πνευματική ουσία, ένας πιστός ευρωπαϊστής και βαθιά φεντεραλιστής», και, τέλος, «οι Γερμανοί είναι οι καλύτεροι Ευρωπαίοι, σαφώς καλύτεροι από τους Γάλλους ή ακόμη και από εμάς τους Ελληνες».

Δυσκολεύομαι να αντιληφθώ τις πολιτικές διαπραγματεύσεις για θέματα τεράστιων οικονομικών συμφερόντων ως μια υπόθεση ανταλλαγής πνευματωδών (ψεύτικων) φιλοφρονήσεων, και ιδιαίτερα όταν αυτές εντέλει καταγράφονται στη συνείδηση των άλλων, υποτιμητικά, ως «συμπεριφορά λεβαντίνων εμπόρων» ή, κοινώς, «γλείψιμο». Πιστεύει κανείς ότι χρειάζονται οι Αριστεροί να μάθουν και να υιοθετήσουν αυτές τις συμπεριφορές για να μπορέσουν να κυβερνήσουν; Δεν είναι η ειλικρίνεια και η ντομπροσύνη οι αρετές που έβλεπαν σε αυτούς με σεβασμό οι αντίπαλοι, ακόμη και οι βασανιστές τους;

Οι γνώσεις μου για την οικονομία περιορίζονται στην πολιτική οικονομία, όπως τη μαθαίνει κανείς μελετώντας τα σχετικά έργα του Μαρξ. Από εκεί και πέρα πενιχρή είναι η σχέση μου με την καθημερινότητα του χρηματιστηρίου, των τραπεζών και των ομολόγων. Ετσι, κατάφερα στη ζωή μου από τη μια μεριά να δυσκολεύομαι ακόμη και να βγάλω χρήματα από τα ΑΤΜ, και από την άλλη να αντιλαμβάνομαι και να προβλέπω γιατί σε μια εποχή τεράστιας συσσώρευσης χρηματιστηριακού κεφαλαίου απειλούνται με ιδιωτικοποίηση οι δρόμοι, οι γέφυρες, τα αεροδρόμια, τα λιμάνια, οι σιδηρόδρομοι, η εκπαίδευση. Και να γνωρίζω επίσης, γιατί αυτή η μορφή οικονομίας «νομοτελειακά» καταστρέφει τη ζωή δισεκατομμυρίων ανθρώπων, γεννάει πολέμους και παρεμποδίζει την πορεία του κόσμου προς μια ανθρώπινη κοινωνία.

Με όλα αυτά ως δεδομένα, παρακολουθώ με απορία την εισβολή ή έστω, «προσωρινή πρόσληψη ως σύμβουλοι» στις επιτροπές διαμόρφωσης οικονομικής πολιτικής ανθρώπων, οι οποίοι τις οποιεσδήποτε ακαδημαϊκές και επαγγελματικές τους περγαμηνές τις κέρδισαν σε οργανισμούς εξυπηρέτησης, ενίσχυσης και προώθησης αυτού του απάνθρωπου οικονομικού συστήματος. Και οι οποίοι, επιπλέον, ποτέ δεν έκρυψαν το διαμετρικά αντίθετο ιδεολογικό τους προσανατολισμό. Τι συμπέρασμα μπορεί να βγάλει κανείς από το γεγονός αυτό; Ισχύει μήπως εκείνο που έλεγαν από παλιά οι αντίπαλοί τους ότι οι Αριστεροί μπορούν να είναι καλοί εργάτες, αλλά είναι πνευματικά ανίκανοι να διαχειριστούν την οικονομία και, φυσικά, να φτιάξουν μια νέα οικονομία, πιο δίκαιη και ταυτόχρονα πιο αποτελεσματική; Χρειάζονται πράγματι οι Αριστεροί στην κυβέρνηση να καταφύγουν στη βοήθεια των αντιπάλων τους για να μπορέσουν ν’ ανταποκριθούν στις στοιχειώδεις δοκιμασίες και προκλήσεις που από νωρίς γνωρίζαμε ότι θα έρχονταν;

Η έννοια της αξιοπρέπειας ήταν πάντοτε κεντρική στον τρόπο διαμόρφωσης της ζωής μου και αποτελεί επίσης κεντρική έννοια στο επιστημονικό μου έργο. Γι’ αυτό άλλωστε δεν ήταν τυχαίο ότι η πρώτη εκδήλωση της Εταιρείας Πολιτικού Προβληματισμού «Νίκος Πουλαντζάς» (του ιδρύματος του ΣΥΝ για την Πολιτική Παιδεία, στο οποίο βρέθηκα να είμαι πρόεδρος), ήταν τον Οκτώβριο του 1997 ένα συνέδριο (σε συνεργασία με το Συμβούλιο της Ευρώπης) με θέμα «Ανθρώπινη αξιοπρέπεια και κοινωνικός αποκλεισμός – Εκπαιδευτική πολιτική στην Ευρώπη». Στο συνέδριο εκείνο η έννοια «ανθρώπινη αξιοπρέπεια» συνδέθηκε με την έννοια «ελπίδα», όπως αυτή διατυπώθηκε από τον μαρξιστή φιλόσοφο Ερνστ Μπλοχ, για να αναδειχτούν από κοινού σε κινητήρια δύναμη και πλαίσιο των προοδευτικών κοινωνικών και πολιτικών διαδικασιών.

Και είναι συναρπαστική η διαπίστωση ότι όταν αυτές οι δύο έννοιες -αξιοπρέπεια και ελπίδα- υιοθετήθηκαν ως αιχμή του πολιτικού οράματος της Αριστεράς δεκαεπτά χρόνια αργότερα σε δύσκολες στιγμές, κινητοποίησαν εκατομμύρια ανθρώπους στη χώρα μας (κι ας είχαν δεχτεί το 1997 την κριτική, από ορισμένους που σήμερα διαγκωνίζονται στις κυβερνητικές θέσεις, ότι δήθεν αποτελούν «έννοιες με ασαφές περιεχόμενο» και –συνεπώς- «χωρίς αξία για την πολιτική πράξη της Αριστεράς»!). Πώς λοιπόν να κρύψει κανείς σήμερα την ανησυχία του για τον απειλητικό εναγκαλισμό της αξιοπρέπειας και της ελπίδας από την έννοια «εθνική υπερηφάνεια», και για τη βύθισή τους μέσα σε «γαλανόλευκες θάλασσες»; Πιστεύει κανείς ότι χρειάζονται οι Αριστεροί να υιοθετήσουν μια –σύγχρονη- εθνικοφροσύνη, και να εμβαπτιστούν σ’ αυτήν για να μπορέσουν να κυβερνήσουν;

Πρόκειται για ολισθήματα με αρνητικές συνέπειες για το μέλλον. Γιατί οι διαπραγματεύσεις δεν θα είναι το τέλος της Ιστορίας, ούτε ως happy end ούτε ως καταστροφή. Εχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας, και η δυσκολία των καταστάσεων επιβάλλει την αφοσίωση της Αριστεράς στις αξίες της και την εμμονή της στον ορθό λόγο.

Via : www.agelioforos.gr