του Χρήστου Κάτσικα
Αρκετά χρόνια τώρα, στην ελληνική εκπαίδευση, παγιώνεται ένα μεγάλο αγεφύρωτο χάσμα μέσα στο μαθητικό πληθυσμό. Χάσμα στις βαθμολογίες (10.000 αριστούχοι από τη μια και 210.000 υποψήφιοι κάτω από τη βάση από την άλλη), χάσμα στις προσδοκίες! Άλογα κούρσας και ουραγοί!
Παράδοξο και πρωτότυπο; Τι συμβαίνει; Σα να αντανακλά η ίδια η κοινωνία πάνω στην κίνηση των βάσεων. Μια κοινωνία όπου οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι και οι πλούσιοι πλουσιότεροι. Και στη μέση σμπαραλιασμένα τα μεσαία στρώματα.
Από την άλλη φαίνεται καθαρά ότι έχει συντελεστεί αθέατα αλλά σταθερά μια σημαντική αλλαγή στους υποψήφιους. Δίπλα στα «άλογα κούρσας» με τα 18άρια και τα 19άρια που τινάζουν τις βάσεις στον αέρα διαμορφώνονται οι ουραγοί, μια μεγάλη ομάδα (ίσως η μεγαλύτερη μετά τη μεταπολίτευση) παιδιών, κυρίως από τα λαϊκά στρώματα (γόνοι αγροτών, εργατών, μικρουπαλλήλων κλπ) οι οποίοι έχουν γυρίσει την πλάτη στην σχολική εκπαίδευση σαν απάντηση στο γεγονός ότι η τελευταία δεν έχει έχει πλέον να τους προσφέρει αυτό που απλόχερα, στο πεδίο των επαγγελματικών προοπτικών, πρόσφερε στο παρελθόν.
Το τέλος της κινητικότητας σβήνει τις προσδοκίες
Πριν από περίπου 30 χρόνια, την Ακαδημαϊκή χρονιά 1981/82, σύμφωνα με τις αντιλήψεις της συντριπτικής πλειοψηφίας των φοιτητών – τριών που απάντησαν στην ερώτηση «νομίζετε ότι στη σημερινή ελληνική κοινωνία τα άτομα έχουν τη δυνατότητα να μεταπηδούν σε μια κοινωνική τάξη ανώτερη από αυτή στην οποία βρίσκονται οι γονείς τους;» η καταφατική απάντηση συγκέντρωσε συνολικά το 95% των φοιτητών/τριών.
Διαπιστώθηκε μάλιστα ότι δεν υπήρχε στην απάντηση αυτή σχέση ανάμεσα στην κοινωνική προέλευση των φοιτητών και στην αντίληψή τους για τις πιθανότητες κοινωνικής ανόδου. Στην ίδια έρευνα, η οποία διεξήχθη την περίοδο εκείνη από την πανεπιστημιακό Ιωάννα Λαμπίρη – Δημάκη, τονίζεται κι ένα άλλο εξ ίσου σημαντικό εύρημα.
Στην ερώτηση «με ποιους τρόπους επιτυγχάνεται η κοινωνική άνοδος στη σημερινή ελληνική κοινωνία;» φοιτητές και φοιτήτριες θεωρούσαν την περίοδο αυτή, την μόρφωση κύριο μέσο κοινωνικής ανόδου, εννοώντας, βέβαια ότι οι πανεπιστημιακές σπουδές, ειδικότερα, συντελούν στην κοινωνική άνοδο.
Πρόκειται, βέβαια, για πεποίθηση που «χρώσταγε» τα οικοδομικά υλικά του σχηματισμού της σε εκείνη την περίοδο (και ακόμη προγενέστερα) στην οποία, πράγματι, η εκπαίδευση διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στην ένταξη εκατοντάδων χιλιάδων νέων από όλα τα κοινωνικά στρώματα στις πολλαπλές νέες θέσεις εργασίας που «αναφύονταν» κατά χιλιάδες.
Γιατί ως γνωστόν στη χώρα μας, στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, μέχρι και τις αρχές περίπου της δεκαετίας του ΄80, η αναδιάρθρωση της Ελληνικής οικονομίας, το «άνοιγμα» του δημόσιου τομέα και η διόγκωση του τριτογενούς τομέα, των υπηρεσιών κ.λπ. έδωσαν την ευκαιρία στον εκπαιδευτικό μηχανισμό να διαδραματίσει κυριαρχικό ρόλο στην ένταξη χιλιάδων νέων παιδιών εργατών και φτωχών αγροτών, της βασανισμένης ελληνικής υπαίθρου, στις νέες θέσεις του καταμερισμού εργασίας.
Οι πανεπιστημιακοί τίτλοι και τα διπλώματα αποκτούν την ίδια περίοδο τη λειτουργία που είχαν παλαιότερα οι «τίτλοι ευγενείας» για την κατάληψη μιας ευνοημένης επαγγελματικής θέσης και φυσικά μαγνητίζουν, ιδιαίτερα, εκείνα τα τμήματα του πληθυσμού που προσπαθούν να «σπρώξουν» τα παιδιά τους – μέσω της εκπαίδευσης – στην «άλλη» πλευρά του λόφου, εκεί όπου απουσιάζει η χειρωνακτική εργασία, η ανασφάλεια και τα χαμηλά εισοδήματα.
Η εκπαίδευση για τους φτωχούς και μεσαίους αγρότες της εποχής ήταν μια επένδυση για τα παιδιά τους προστατευμένη από τον πληθωρισμό που φλόγιζε την ελπίδα να τα δουν να περάσουν στην άλλη όχθη, στα μεσαία και ανώτερα στρώματα. «Να φύγει», «να σπουδάσει», «να γίνει δάσκαλος, γιατρός, καθηγητής, δημόσιος υπάλληλος», «χορτάρι να βοσκήσω, αλλά να σπουδάσει». Η ιδεολογία της κοινωνικής ανόδου αποκτά αυτή την περίοδο μια άνευ προηγουμένου εμβέλεια.
Εικοσιοκτώ χρόνια αργότερα, σήμερα, τα πράγματα έχουν αλλάξει σημαντικά. Μιλάμε για ανατροπή στις καταστάσεις, στα δεδομένα και στις πεποιθήσεις. Το «κλειδί του παραδείσου», το Πανεπιστήμιο, που την προηγούμενη περίοδο πρόβαλε σαν το σκαλοπάτι που έπρεπε ν’ ανέβουν τα παιδιά των λαϊκών οικογενειών για να «αποκατασταθούν – εξασφαλιστούν», δεν υπάρχει πια.
Τα πτυχία έχουν χάσει την αποτελεσματικότητα που είχαν στο παρελθόν ως μέσα επαγγελματικής προώθησης, καθώς η ολοένα και αυξανόμενη ανεργία «σαρώνει» όλων των ειδών τους τίτλους, ιδιαίτερα όταν δεν συνοδεύονται από υψηλή καταγωγή, «δίκτυο σχέσεων – γνωριμιών» και «κληρονομικά δικαιώματα».
Ακόμη παραπέρα. Σε αντίθεση με το παρελθόν όχι μόνο το παιδί μιας εργατικής ή αγροτικής οικογένειας με το πτυχίο της φιλολογίας ή κάποιου τμήματος του Παντείου ή της Νομικής δεν έχει εγγυημένη επαγγελματική προοπτική αλλά και το παιδί μιας οικογένειας εκπαιδευτικών ή δημοσίων υπαλλήλων ή μικροεμπόρων με το πτυχίο στο χέρι είναι πιθανόν να έχει καθοδική κοινωνική κινητικότητα, να βρεθεί, δηλαδή, σε χειρότερη θέση επαγγελματικά, κοινωνικά, οικονομικά από τους γονείς του οι οποίοι είχαν πετύχει ανοδική κοινωνική τροχιά στην προηγούμενη γενιά.
Είναι απαραίτητο να σημειώσουμε εδώ ότι αυτή η πραγματικότητα σημαίνει και την αναίρεση οποιασδήποτε εγγυημένης δυνατότητας ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας μέσα από την πρόσβαση στον εκπαιδευτικό μηχανισμό, γεγονός που οδηγεί στη σταδιακή διάλυση των παραδοσιακών αντιλήψεων που συγκροτούνταν γύρω από τον εκπαιδευτικό μηχανισμό.
Ακυρώνεται έτσι ένα ολόκληρο φάσμα κοινωνικών προσδοκιών, συγκροτημένο εδώ και αρκετές δεκαετίες για τη δυνατότητα εργασιακής απασχόλησης μέσα από την πρόσβαση στην εκπαίδευση και τα διαπιστευτήριά της. Οι προσδοκίες, βέβαια, αυτές την τελευταία 15ετία δέχθηκαν απανωτά χτυπήματα από την εργασιακή αβεβαιότητα, την ετεροαπασχόληση, υποαπασχόληση, μισθολογική υποβάθμιση.
Κάτι για το τέλος για να μην ξεχνιόμαστε. Η μπαταρία που φόρτιζε την πρώτη μεταπολιτευτική δεκαετία τη σχέση με το σχολείο και τη γνώση των παιδιών από τα λαϊκά στρώματα είχε δυο πόλους: Ο ένας πόλος συνδέονταν με το γεγονός ότι η αριστερά είχε διεισδύσει βαθειά στη νεολαία και μαζί είχε διεισδύσει και η καλή της σχέση με τα «γράμματα». Ένα μεγάλο τμήμα των μαθητών της περιόδου εκείνης, όσοι κατάφερναν και ξέφευγαν από τους φανερούς και ενισχυμένους ταξικούς φραγμούς, θεωρούσαν τη γνώση δύναμη ανατροπής που συνδέονταν με ένα νήμα με τα «πληθωριστικά» όνειρα για αλλαγή του κόσμου. Γι αυτό ένα μεγάλο τμήμα τους θριάμβευε σχολικά.
Ο άλλος πόλος συνδέονταν με το γεγονός ότι οι εκπαιδευτικοί τίτλοι οδηγούσαν κατευθείαν σε εργασία. Αυτό πριμοδοτούσε τις προσδοκίες καθώς «άναβε» το πράσινο φως για «επαγγελματική αποκατάσταση» σε ένα τοπίο κοινωνικής κινητικότητας.
Σήμερα; Οι αριστερές ιδέες εδώ και χρόνια είναι ακόμη αδύναμες μέσα στη νεολαία και μαζί η εμπιστοσύνη για τη γνώση. Την ίδια στιγμή η διευρυμένη ανεργία των πτυχιούχων και οι το «βάθος» των μισθών αφοπλίζουν τις διαθέσεις και σβήνουν τις προσδοκίες.
Μ. Βρετανία: Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση απέτυχε να βελτιώσει την κοινωνική κινητικότητα
Αντίστοιχη τηρουμένων των αναλογιών φαίνεται να διαγράφεται η κατάσταση στη Μεγάλη Βρετανία. Περισσότερο από μισός αιώνας μεταρρυθμίσεων δεν έχουν βελτιώσει την κοινωνική κινητικότητα στη Βρετανία, σύμφωνα με έναν από τους ειδικούς της χώρας στο θέμα της ισότητας.
Αντίθετα, οι νέοι άνθρωποι που προέρχονται από λιγότερο ευκατάστατες οικογένειες και μπαίνουν στην αγορά εργασίας έχουν λιγότερο καλές προοπτικές από αυτές των γονιών τους, ακόμα και των παππούδων τους παρά το γεγονός ότι έχουν μεγαλύτερα προσόντα.
Αυτό υποστηρίζει ο Δόκτωρ John Goldthorpe, κοινωνιολόγος στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, σε πρόσφατο άρθρο του στον The Guardian. 0 Πανεπιστημιακός Καθηγητής επισημαίνει ότι ελάχιστα έχουν αλλάξει στη βρετανική κοινωνία από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, κυρίως επειδή οι πιο προνομιούχες οικογένειες χρησιμοποιούν τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά τους πλεονεκτήματα για να διασφαλίσουν ότι τα παιδιά τους θα παραμείνουν στην κορυφή της κοινωνικής κλίμακας.
Τα νέα δεδομένα προσφέρουν ένα απογοητευτικό συμπέρασμα, σχετικά με την επικρατούσα άποψη που ευνοείτο από τις διαδοχικές κυβερνήσεις, σύμφωνα με το οποίο η βελτίωση στην πρόσβαση στην εκπαίδευση έχει υπάρξει ένα ισχυρό όπλο στην προώθηση της κοινωνικής κινητικότητας στη Βρετανία.
«Οι διαδοχικές κυβερνήσεις , που έχουν στόχο την αύξηση της κινητικότητας θεωρούν την εκπαιδευτική πολιτική το βασικό μέσο για αυτό το σκοπό», παρατηρεί ο Goldthorpe. «Παρόλη τη μεταρρύθμιση, οι ανισότητες στις ευκαιρίες κινητικότητας έχουν παραμείνει αναλλοίωτες».
Ο Goldthorpe και οι συνάδελφοί του στο τμήμα κοινωνικής πολιτικής και παρέμβασης του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, ανέλυσαν την κοινωνική καταγωγή , την εκπαίδευση και το ιστορικό επαγγελματικής απασχόλησης 30.000 ανδρών και γυναικών γεννημένων τις δεκαετίες 40,50,60, 70 και 80. Η δουλειά τους δείχνει ότι οι άνθρωποι που γεννήθηκαν στη Βρετανία τις δεκαετίες 70 και 80 τείνουν να έχουν λιγότερη κινητικότητα προς τα επάνω από ότι οι γονείς και οι παππούδες τους, ενώ ένας αυξανόμενος αριθμός ανδρών και γυναικών άρχισαν να κατρακυλούν στην κοινωνική κλίμακα. Αποδίδουν την αυξανόμενη κινητικότητα από τη δεκαετία του 50 και το 70 σε μια μεγάλη έκταση των διαχειριστικών επαγγελμάτων κατά τη διάρκεια μιας περιόδου την οποία ο Goldthorpe ονομάζει « η χρυσή περίοδος της κοινωνικής κινητικότητας»
Αλλά, αντίστροφα, τα συμπεράσματα που προέκυψαν από τη μελέτη της πορείας αυτής της γενιάς, δείχνει ότι ένας αυξανόμενος αριθμός των παιδιών τους είναι τώρα σε υψηλό κίνδυνο να πέσουν από την κοινωνική σκάλα.
Η σκοτεινή πλευρά της χρυσής περιόδου είναι ότι περισσότερα άτομα σήμερα βιώνουν την κοινωνική κατάβαση και λιγότεροι μια κοινωνική άνοδο , και οι αριθμοί των πρώτων έχουν αυξηθεί» λέει ο Goldthorpe. « Μια κατάσταση αναδύεται η οποία είναι αρκετά καινούρια στη βρετανική ιστορία. Οι νεοι άνθρωποι που μπαίνουν στον κόσμο της εργασίας σήμερα, αντιμετωπίζουν πολύ λιγότερο ευνοικές προοπτικές κινητικότητας από ότι οι γονείς τους ή οι παππούδες τους. Ο Goldthorpe, επίτιμος του κολλεγίου Nuffield της Οξφόρδης επινόησε το ταξικό σχήμα Goldthorpe , το οποίο οδήγησε στη δημιουργία του ευρέως γνωστού εθνικού στατιστικού συστήματος κοινωνικο-οικονομικής ταξινόμησης.
Η διάλεξή του θα βοηθήσει να συνεχιστεί η δημόσια συζήτηση σχετικά με τα ταξικά σχίσματα στη βρετανική κοινωνία. Το Σάββατο, ο σύμβουλός της κοινωνικής κινητικότητας της κυβέρνησης, Allan Milburn, πρόεδρος της Επιτροπής Κοινωνικής Κινητικότητας και Παιδικής Φτώχειας, προειδοποίησε στην εφημερίδα Guardian ότι υπάρχει κίνδυνος η Βρετανία να γίνει «μόνιμα διαχωρισμένη» σαν αποτέλεσμα της αυξανόμενης ανισότητας μεταξύ των γενεών.
Ο Milburn είπε: « Ανατράφηκα να πιστεύω ότι όταν κολλήσεις στο σχολείο θα προχωρήσεις στη ζωή. Δυστυχώς υπάρχουν συναρπαστικές πληροφορίες που υπονοούν ότι μπορεί να μην είναι πια έτσι. Η διάλεξη του Goldthorpe ενισχύει αυτή την άποψη. «Υπάρχουν καλοί λόγοι να πιστεύουμε ,πράγμα που είναι συνεπές με την ψυχολογική θεωρία της αποστροφής της απώλειας, ότι οι γονείς και τα παιδιά τους ενδιαφέρονται περισσότερο να αποφύγουν την κινητικότητα προς τα κάτω από το να επιτύχουν την κινητικότητα προς τα πάνω».
Έτσι, οι γονείς σε πιο πλεονεκτικές ταξικά θέσεις, θα ανταποκριθούν σε όποια επέκταση ή μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος, χρησιμοποιώντας τους δικούς τους ανώτερους πόρους-οικονομικούς, πολιτιστικούς και κοινωνικούς, όσο χρειάζεται για να βοηθήσουν τα παιδιά τους να διατηρήσουν μια ανταγωνιστική άκρη στο σύστημα και κατ’ επέκταση, αργότερα και στην αγορά εργασίας. «Η πηγή της ισχυρής αντίστασης στην αλλαγή οφείλεται στο ισχυρό κίνητρο να αποφύγουν να χάσουν την τάξη τους και ο συνήθης κατάλληλος τρόπος να το κάνουν αυτό».
Αν είναι να αλλάξουν τα πράγματα, λέει ο Goldthorpe οι κυβερνήσεις πρέπει να εστιάσουν σε πολιτικές που θα πάνε πέρα από το να προωθούν την οικονομική ανάπτυξη. Η αλλαγή θα πρέπει να περιλαμβάνει νέες πρωτοβουλίες για να αυξήσουν τη χρηματοδότηση για έρευνα, για να βελτιώσουν την υποδομή της χώρας και να αυξήσουν την ποιότητα των δημόσιων υπηρεσιών».
Σύμφωνα με τον Goldthorpe αυτό που μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την εκπαιδευτική πολιτική είναι περιορισμένο. «Το να περιμένουμε από το εκπαιδευτικό σύστημα από μόνο του να παράσχει λύση στο πρόβλημα της ανισότητας των ευκαιριών σημαίνει να επιβληθεί ένα μεγάλο βάρος πάνω του. Αυτό που χρειάζεται είναι μια ολόκληρη σειρά από οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές».
Via : www.efsyn.gr