soultse

Μεγάλωσε στην Ανατολική Γερμανία, ζει στο Βερολίνο και, διάσημος πια σε όλο τον κόσμο, εξακολουθεί να γράφει για την παλιά του πατρίδα. Δεν «ενοποιήθηκε», λέει με τη Δυτική Γερμανία, αλλά «προσχώρησε» σε αυτήν. Στο τελευταίο του βιβλίο, «Αδάμ και Εβελιν», ένα ζευγάρι της Ανατολικής Γερμανίας βρίσκεται ξαφνικά το 1989 αντιμέτωπο με την απαγορευμένη Δύση και τους θησαυρούς της

«Πολύ πιο εντυπωσιακή από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου την 9η Νοεμβρίου του 1989 ήταν η 9η Οκτωβρίου στη Λιψία. Ηταν η πρώτη μεγάλη διαδήλωση με περίπου 70.000 κόσμο, δύο μέρες μετά την 40ή επέτειο της ίδρυσης της ΛΔΓ. Ηταν απίστευτο που ξαφνικά δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι έπαψαν να φοβούνται και διαδήλωσαν χωρίς βία. Πρέπει να το πούμε αυτό. Διαφορετικά, θα ήταν καταστροφή. Ολοι ήξεραν ότι αυτό θα καθόριζε τα πράγματα: είτε μια λύση όπως τέσσερις μήνες νωρίτερα στην πλατεία Τιενανμέν του Πεκίνου ή μια πλήρης αλλαγή της χώρας. Τότε, δεν σκεφτόμουν καθόλου, όπως και οι περισσότεροι, μια ενδεχόμενη ενοποίηση με το άλλο γερμανικό κράτος, μου φαινόταν αδύνατο. Αυτό που θέλαμε ήταν μια αναμορφωμένη ΛΔΓ, θέλαμε να δημιουργήσουμε μια εντελώς διαφορετική χώρα».

της Παρής Σπίνου

Είκοσι επτά χρόνων ήταν ο Ινγκο Σούλτσε όταν έπεσε το Τείχος του Βερολίνου. Μεγαλώνοντας στη Δρέσδη της Ανατολικής Γερμανίας και έχοντας σπουδάσει κλασική φιλολογία, ονειρευόταν να ταξιδέψει την Ελλάδα και την Ιταλία, όμως ούτε μέχρι το Βερολίνο δεν μπορούσε να πάει. Τώρα εκεί ζει κι έρχεται αρκετά συχνά στη χώρα μας. Αυτή τη φορά, καλεσμένος του Ινστιτούτου Goethe, για να παρουσιάσει το προτελευταίο του βιβλίο «Αδάμ και Εβελιν», που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη, σε μετάφραση Γιώτας Λαγουδάκου.

Από τους πιο σημαντικούς Γερμανούς συγγραφείς της γενιάς του, πολυβραβευμένος και πολυμεταφρασμένος, με δράση στο θέατρο και τη δημοσιογραφία, ο Σούλτσε συχνά-πυκνά επανέρχεται με τα βιβλία του στο κοσμοϊστορικό γεγονός που άλλαξε όχι μόνο τη Γερμανία αλλά και όλη την Ευρώπη.

Έτσι, και με αυτό το μυθιστόρημα μάς μεταφέρει τέλη καλοκαιριού του 1989 στη λίμνη Μπάλατον, σε ένα παράξενο σκηνικό διακοπών, όταν ξαφνικά η Ουγγαρία ανοίγει τα σύνορά της και η απαγορευμένη Δύση με όλους τους πειρασμούς της βρίσκεται πολύ κοντά. Ο 51χρονος συγγραφέας επανεφευρίσκει τον μύθο του Αδάμ και της Εύας, δημιουργώντας μια κωμικοτραγική αλληγορία για το προπατορικό αμάρτημα και την είσοδο στον θαυμαστό σύγχρονο κόσμο.

Ο ήρωάς του, ο Αδάμ, είναι εξαιρετικός ράφτης. Οι γυναίκες τον αγαπούν γιατί τις κάνει ελκυστικές κι αυτός τις ποθεί όταν τις βλέπει με τα κομψά φορέματά του. Η Εβελιν, η σύντροφός του, τον πιάνει επ’ αυτοφώρω να την απατά με ένα από τα μοντέλα του μια ζεστή μέρα του Αυγούστου του 1989. Τότε αποφασίζει να φύγει με έναν Δυτικογερμανό ξάδερφό της και το κόκκινο Πασάτ του για τη λίμνη Μπάλατον κι από εκεί για την ελευθερία. Ο Αδάμ την ακολουθεί με το παλιό του Βάρτμπουργκ έχοντας σκοπό να τη μεταπείσει. Αναπόφευκτα και οι δυο ανακαλύπτουν την απαγόρευση και τον πειρασμό, την αγάπη και τη γνώση και βέβαια τη νοσταλγία του δικού τους παραδείσου.

Ο Σούλτσε αφηγείται μια μικρή ανθρώπινη ιστορία σε μια γκρίζα ζώνη, στο μεταίχμιο ενός συνταρακτικού γεγονότος. Ο Αδάμ δυσφορεί με την εποπτεία, τη ρουφιανιά, την έλλειψη ελευθερίας, όμως βολεύεται στη σιγουριά του ανατολικογερμανικού παραδείσου. Η Εβελιν ονειρεύεται τον δυτικογερμανικό παράδεισο, ωστόσο εγκλωβίζεται σε έναν κόσμο μαζοποίησης, ανταγωνισμού, υπερκατανάλωσης…

• Οι σχέσεις και οι συμπεριφορές που περιγράφετε ανάμεσα στον Αδάμ και την Εβελιν, στον άντρα και τη γυναίκα, είναι «αρχετυπικές»;

«Κάτω από το επίπεδο της καθημερινότητας υπάρχει πάντα η ιστορία του Αδάμ και της Εύας και η κάθε κατάσταση φέρει ένα φορτίο ερωτήσεων: Τι είναι γνώση; Τι είναι αμαρτία; Τι είναι καλό και τι κακό; Τι είναι πειρασμός; Τι είναι αυτοδιάθεση; Υπάρχει αιώνια ζωή; Μπορεί να υπάρξει παράδεισος; Κι αν ναι, πού βρίσκεται, πώς μπορούμε να φτάσουμε εκεί; Ο Αδάμ θέλει να μείνει στη χώρα του, επειδή η δουλειά του ως ράφτη –είναι ταυτόχρονα τεχνίτης και καλλιτέχνης− πηγαίνει πολύ καλά. Ιδιαίτερα πολιτικοποιημένος, επιθυμεί να αλλάξει την Ανατολική Γερμανία. Η Εβελιν δεν μπορεί να σπουδάσει στην Ανατολική Γερμανία, ψάχνει κάτι που να σημαίνει εκπλήρωση και ελπίζει να το βρει στη Δυτική Γερμανία. Αλλά ακόμα κι εκείνη διστάζει».

• Σε τι εξυπηρετεί η τόσο εκτεταμένη χρήση διαλόγων στο μυθιστόρημά σας. Γίνεται πιο άμεσο, πιο ζωντανό;

«Σκοπός μου ήταν, όσο προχωρά η ανάγνωση, να μετατοπίζεται σιγά σιγά η προοπτική. Στην αρχή βλέπουμε τον κόσμο με τα μάτια του Αδάμ, στο τέλος με τα μάτια της Εβελιν. Αυτή η ρήξη στη φόρμα ήταν σημαντική για μένα. Σκέφτηκα ότι στη μέση, εκεί που επιτελείται η πραγματική μετάβαση, χρειάζονται πολλοί διάλογοι. Ύστερα θυμήθηκα ότι και τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1989 όλα ήταν υπό συζήτηση, όλα έπρεπε να τα εξετάσει και να τα αποφασίσει κανείς εκ νέου. Έτσι, για τους χαρακτήρες δεν υπήρχε καμία άλλη δυνατότητα εκτός από το να συζητούν μεταξύ τους. Αυτό καθόρισε την εξέλιξη της ιστορίας».

• Οι απολαύσεις που μπορεί να αγοράσει το χρήμα είναι ο σύγχρονος πειρασμός;

«Ο Σωκράτης περπατούσε στην αθηναϊκή αγορά λέγοντας πόσα πολλά πράγματα υπάρχουν που δεν τα χρειάζεται. Εγώ, αντίθετα, χαίρομαι όταν με το χρήμα μπορεί κανείς να αποκτήσει κάτι που κάνει τη ζωή του πιο ωραία, πιο πλούσια: ένα γεύμα σε εστιατόριο, καλά παπούτσια, βιβλία που αλλάζουν την ύπαρξή μας, δίσκους κ.λπ. Το ερώτημα είναι μόνο: Είναι προνόμιο αυτό; Κι αν ναι, ποιες οι συνέπειες; Όταν αγοράζουμε, πολύ συχνά δεν σκεφτόμαστε πώς κατασκευάστηκαν τα προϊόντα: Από ένα σνίτσελ γαλοπούλας μέχρι ένα πουκάμισο ή ένα κινητό τηλέφωνο. Μπορούμε να προσδιορίσουμε πόσοι “σκλάβοι” δουλεύουν ώστε να ζούμε, όπως ζούμε σήμερα για παράδειγμα στη Γερμανία; Δεν γίνεται αυτό να το απωθούμε διαρκώς, είναι αναγκαίο να δράσουμε. Υπάρχει πολιτική, κοινωνική ευθύνη εδώ».

• Πώς το κοινωνικό και πολιτιστικό περιβάλλον όπου μεγαλώσατε διαμόρφωσε την ταυτότητά σας και σας καθόρισε ως συγγραφέα;

«Δύσκολα μπορώ να απαντήσω στο ερώτημα αυτό. Όταν ήμουν γύρω στα δεκατρία, ήθελα να γίνω διάσημος όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, για να μη χρειαστεί να πάω στον στρατό. Πίστευα ότι το γράψιμο θα με βοηθούσε, επειδή τότε στη ΛΔΓ οι συγγραφείς θεωρούνταν πολύ σημαντικοί και επίσης, δεν είχα το ταλέντο να γίνω ποδοσφαιριστής. Επιχείρησα λοιπόν από πολύ νωρίς να γράψω, όμως μέχρι τα 13 δεν είχα τίποτα να επιδείξω. Μόνον όταν σταμάτησα να ψάχνω να βρω τη δική μου φωνή, κατάφερα να γράψω. Ήταν το 1993 στην Αγία Πετρούπολη, στη Ρωσία».

• Ποιες είναι οι αναμνήσεις σας από την πτώση του Τείχους; Τελικά στο Βερολίνο βρήκατε τον παράδεισό σας;

«Πολύ πιο εντυπωσιακή από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου την 9η Νοεμβρίου του 1989 ήταν η 9η Οκτωβρίου στη Λιψία. Ήταν η πρώτη μεγάλη διαδήλωση με περίπου 70.000 κόσμο, δύο μέρες μετά την 40ή επέτειο της ίδρυσης της ΛΔΓ. Ήταν απίστευτο που ξαφνικά δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι έπαψαν να φοβούνται και διαδήλωσαν χωρίς βία. Πρέπει να το πούμε αυτό. Διαφορετικά, θα ήταν καταστροφή. Όλοι ήξεραν ότι αυτό θα καθόριζε τα πράγματα: είτε μια λύση όπως τέσσερις μήνες νωρίτερα στην πλατεία Τιενανμέν του Πεκίνου είτε μια πλήρης αλλαγή της χώρας.

Τότε, δεν σκεφτόμουν καθόλου, όπως και οι περισσότεροι, μια ενδεχόμενη ενοποίηση με το άλλο γερμανικό κράτος, μου φαινόταν αδύνατο. Αυτό που θέλαμε ήταν μια αναμορφωμένη ΛΔΓ, όχι μια Ομοσπονδιακή. Μόνο στα τέλη του Νοέμβρη κατάφερα να πάω για μερικές ώρες στο Δυτικό Βερολίνο – είχαμε πολλή δουλειά στην Ανατολική Γερμανία, θέλαμε να δημιουργήσουμε μια εντελώς διαφορετική χώρα…»

• Υπάρχουν στιγμές που νιώθετε νοσταλγία για την Ανατολική Γερμανία και τη Δρέσδη; Ένα είδος χαμένου παράδεισου;

«Όχι, καθόλου. Δεν θέλω να γυρίσω πίσω. Ωστόσο, πολλά από εκείνα που υπήρχαν τότε θα μπορούσαν να αποτελέσουν εναλλακτικές λύσεις, επίκαιρες ακόμα και σήμερα. Γιατί οι γιατροί να είναι επιχειρηματίες; Γιατί πρέπει μια ασφαλιστική εταιρεία να αποδίδει κέρδη στους μετόχους της; Γιατί το νερό και το ρεύμα να ιδιωτικοποιούνται; Τα ερωτήματα είναι πολλά. Για να τα θέσει κανείς όμως δεν χρειάζεται να προέρχεται από την Ανατολική Γερμανία».

• Με την πτώση του Τείχους υπήρξε αισιοδοξία για το μέλλον της επανενωμένης Γερμανίας αλλά και της Ευρώπης. Σήμερα;

«Το πρόβλημα είναι ότι στη Γερμανία δεν υπήρξε ενοποίηση αλλά προσχώρηση της Ανατολικής στη Δυτική. Η Ανατολική δέχτηκε τη Δυτική Γερμανία. Ωστόσο, στη Δυτική Γερμανία δεν δόθηκε η ευκαιρία να θέσει ερωτήματα στον ίδιο της τον εαυτό, να τον εξετάσει και να δεχτεί και κάποια πράγματα από την Ανατολική. Έτσι, ξαφνικά είχαμε τους “νικητές της Ιστορίας”. Ο,τι είχε κάνει η Ανατολική Γερμανία ήταν λάθος, ό,τι είχε κάνει η Δυτική ήταν σωστό. Τώρα λοιπόν θα γινόταν μόνο ό,τι ήταν σωστό. Το αποτέλεσμα είναι ότι η Ανατολική Γερμανία θα εξαρτάται και στο μέλλον από τις τονωτικές ενέσεις της Δυτικής. Κάποιοι κέρδισαν απ’ αυτό, το πλήρωσε η πλειονότητα. Την περίοδο 1989-90 την αντιλαμβάνομαι ως την εποχή κατά την οποία γεννήθηκαν όλα όσα σήμερα θεωρούμε αυτονόητα. Στην Ευρώπη σταματήσαμε να αναρωτιόμαστε ποιες εναλλακτικές λύσεις υπάρχουν για το σημερινό status quo. Οι οικονομολόγοι καθορίζουν τι είναι σωστό και τι λάθος. Κι αυτό έβλαψε σοβαρά τη δημοκρατία. Πρέπει και πάλι να συνειδητοποιήσουμε ότι μπορούμε να διαμορφώσουμε τον κόσμο, πρέπει να ξαναγίνουμε “ζώον πολιτικόν”».

• Για τους περισσότερους η σημερινή κρίση στην Ευρώπη δεν είναι μόνο οικονομική αλλά και των αξιών που συνδέονται με τη δημοκρατία. Συμφωνείτε;

«Ναι, οπωσδήποτε. Πρέπει να επανακτήσουμε την πολιτική μας συνείδηση και να αναρωτηθούμε: Ποιος κερδίζει από αυτό; Ποιον συμφέρει; Φυσικά, η πολιτική ηγεσία της Ελλάδας και η κοινωνία είναι πρωτίστως υπεύθυνες για όσα συμβαίνουν στη χώρα. Δεν πρέπει, ωστόσο, όπως γίνεται στο ποδόσφαιρο, να πάρουμε το μέρος της δικής μας ομάδας και να δεχτούμε να μας στρέφουν τον έναν εναντίον του άλλου. Πρόκειται για το πάνω και το κάτω, δηλαδή ποιος στη Γερμανία και ποιος στην Ελλάδα κερδίζει από αυτή την κατάσταση και ποιος την πληρώνει. Σκέφτομαι πως μια ιδέα περί δικαιοσύνης θα ήταν στην προκειμένη περίπτωση πολύ σημαντική. Ο πληθυσμός της Γερμανίας πρώτος επλήγη από αυτή την πολιτική που επέβαλλε για χρόνια ντάμπινγκ. Πολλοί δεν μπορούν πια να ζήσουν από τη δουλειά τους κι αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους η Γερμανία κάνει τόσες πολλές εξαγωγές. Πρέπει να αμφισβητήσουμε κατ’ αρχήν το σχήμα της ανάπτυξης και να αναλογιστούμε τι είναι σημαντικό για μας, τι είναι αυτό που ως κοινωνία θέλουμε πραγματικά».

• Πιστεύετε ότι η πολιτική της Ανγκελα Μέρκελ για την Ελλάδα και τις χώρες του Νότου είναι στη σωστή και δίκαιη κατεύθυνση;

«Αν όντως ισχύει ότι στην Ελλάδα μόνο το 40% του κόσμου έχει πρόσβαση στη φαρμακευτική περίθαλψη, όπως αναφέρθηκε στη γερμανική τηλεόραση, τότε είναι σαφές πως αυτός ο δρόμος είναι λάθος. Η όλη κατάσταση μου θυμίζει το παιχνίδι της Μονόπολης: από ένα σημείο και μετά είναι ξεκάθαρο ποιος θα κερδίσει και ποιος θα χάσει. Τα δάνεια προφανώς ελάχιστα ωφελούν, πρέπει να αλλάξουν οι κανόνες του παιχνιδιού. Αλλά και στη Γερμανία ο ιδιωτικός πλουτισμός δεν ήταν ποτέ τόσο μεγάλος όσο είναι τώρα, το ίδιο και το δημόσιο χρέος. Τα μισά από τα γερμανικά νοικοκυριά, τα φτωχότερα, κατέχουν μόλις το 1% του πλούτου. Το θέμα είναι η δημιουργία καινούργιων φορολογικών νόμων και η εφαρμογή τους, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο».

• Στην Ελλάδα ζούμε την τρομοκρατία των νεοναζιστών, τη δολοφονία του Π. Φύσσα, αλλά και την προσαγωγή της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής στη Δικαιοσύνη. Ορισμένοι μιλούν για μια νέα Δημοκρατία της Βαϊμάρης.

«Στη Γερμανία ο Χίτλερ θα μπορούσε πιθανώς να είχε αναχαιτιστεί αν τα κόμματα της Αριστεράς ήταν ενωμένα και δεν πολεμούσαν το ένα το άλλο. Και αν το μεγάλο κεφάλαιο είχε χαλιναγωγηθεί από το δημοκρατικό κράτος. Ακόμα χειρότερα, οι Σύμμαχοι απάλλαξαν τον Χίτλερ από εκείνα τα χρέη από τα οποία δεν είχαν απαλλάξει τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Το πρόβλημα δεν είναι προς το παρόν (!) οι νεοναζί, αλλά η στάση των δημοκρατών. Αυτοί πρέπει κατονομάσουν τα κακώς κείμενα και να προτείνουν λύσεις, με ευθύνη και λογική».

 INFO: Ο Ινγκο Σούλτσε θα βρίσκεται στο Γερμανικό Ινστιτούτο Goethe της Θεσσαλονίκης τη Δευτέρα 7/10 στις 8 μ.μ. (Βασ. Ολγας 66). Την επόµενη µέρα, Τρίτη 8/10, την ίδια ώρα θα συνομιλήσει με τη συγγραφέα Λένα Διβάνη στο Ινστιτούτο Goethe της Αθήνας (Οµήρου 14).

* Στη μετάφραση της συνέντευξης από τα γερμανικά συνεργάστηκε η Γιώτα Λαγουδάκου, η οποία έχει μεταφράσει τα έργα του «Αδάμ και Εβελιν», «Καινούργιες ζωές», «33 στιγμές ευτυχίας».

Via : www.efsyn.gr