Photo: Menelaos Myrillas / Fosphotos.com

Photo: Menelaos Myrillas / Fosphotos.com

του Γιώργου Λακόπουλου

Από όλα τα φαινόμενα του δημοσίου βίου εσχάτως, το πιο αξιοπρόσεκτο είναι οι περιφερόμενοι πρώην αξιωματούχοι των κομμάτων εξουσίας της Μεταπολίτευσης. Άνθρωποι που αν δεν υπήρχαν δε θα μπορούσε κανείς να τους φανταστεί, επανεμφανίζονται με τη νοοτροπία που τους ανέδειξε: δεν τους νοιάζει πού πάει το όχημα – αρκεί να κάθονται οι ίδιοι στο τιμόνι. Έχουν λύσεις και απαντήσεις για όλα, ασκούν κριτική σε όλους και κάνουν υποδείξεις για τα πάντα, ρίχνοντας ανάμεσα και καμιά κλάψα. Τάχα, για τα λάθη τους. Απλώς για να παίρνουν τους άλλους από μπροστά.

Πρόκειται για φαινόμενο όχι και πολύ ευχάριστο και πάντως όχι ελπιδοφόρο για μια χώρα κατ’ ουσίαν θύμα του πολιτικού προσωπικού της, που υπήρξε κατώτερο της εμπιστοσύνης του λαού της. Γεννημένοι στη δεκαετία του 1950 οι περισσότεροι, δεν έκαναν πολιτική – έκαναν καριέρα. Και είχαν φτάσει στο σημείο να αισθάνονται παντοδύναμοι και αιώνιοι στον καιρό τους. Μερικοί μάλιστα από τύχη βρέθηκαν στο ένα κόμμα. Κάλλιστα θα μπορούσαν να είναι και στο άλλο.

Το καλύτερό τους ήταν να αλλάζουν εσωκομματικά πουκάμισα και να λιβανίζουν τον εκάστοτε αρχηγό -στα δυο μεγάλα κόμματα- για να τον σιχτιρίσουν στη συνέχεια και να επιδιώξουν κάποιο αξίωμα με τον επόμενο. Χωρίς ιδιαίτερες σπουδές και γνώσεις, χωρίς κουλτούρα και επαγγελματική ταυτότητα, ανέβηκαν με το ασανσέρ υπηρεσίας στην οροφή της εξουσίας. Πολλοί από αυτούς, από την εφηβεία τους σχεδόν, έκαναν μόνο ένα πράγμα: διοικούσαν άλλους ανθρώπους. Κατ’ απονομήν και όχι κατ’ αξίαν. Κάτι σαν κυβερνάνθρωποι.

Οι περισσότεροι αποκαταστάθηκαν κοινωνικά. Μερικοί έβγαλαν και λεφτά. Όλοι πέρασαν καλά. Και οι δικοί τους καλύτερα. Τα παιδιά τους φοίτησαν σε ιδιωτικά σχολεία και μετά την έκαναν για το εξωτερικό. Οι οικογένειές τους προσφεύγουν μόνο στα πανάκριβα ιδιωτικά νοσοκομεία. Το ντύσιμό τους κοστίζει κάθε φορά όσο ένας μισθός. Έμαθαν να σιτίζονται σε εστιατόρια με κατά κεφαλήν δαπάνη όσο ένα μεροκάματο – χρεώνοντας, ενίοτε, είτε το υπουργείο τους με «έξοδα παράστασης», είτε τους συνδαιτυμόνες τους.

Ορισμένοι ξόδευαν τον μισό προϋπολογισμό που είχαν στη διάθεσή τους για δημόσιες σχέσεις – για να γίνουν γνωστοί. Τον υπόλοιπο για να βρουν άκρες στο σύστημα. Έτσι έφεραν την πολιτική στο σημερινό χάλι. Αν την αποστρέφονται οι πολίτες είναι γιατί την απαξίωσαν με τη συμπεριφορά τους. Αν φυσάει αέρας στα πανιά της ναζιστικής ακροδεξιάς, είναι γιατί η πρόκληση πολλών, της μεταπολιτευτικής πολιτικής τάξης, ξεπέρασε τα όρια. Και σε κάθε περίπτωση η ελληνική χρεοκοπία προσήλθε με τις υπογραφές τους – ή την αδιαφορία τους στις υπογραφές άλλων. Η αδιαφάνεια και η ατιμωρησία, η συναλλαγή και η ασυνέπεια είναι έργο των χειρών τους.

Αλλά τότε κυκλοφορούσαν καβάλα στο άλογο και ένιωθαν άτρωτοι. Καταναλώνοντας τους επαίνους που η ασυλλόγιστη δημοσιογραφία τους εξασφάλιζε, είτε από ιδιοτέλεια, είτε από αφέλεια, είτε από κομματική αλληλεγγύη και συχνά επειδή παραπλανήθηκε. Κάποιοι από αυτές τις γενιές πολιτικών έκαναν συχνά περισσότερα για ένα «παραπολιτικό» και μια φωτογραφία σε μια εφημερίδα, για μια παρουσία σε ένα «παράθυρο» από όσα έκαναν για τα περιεχόμενα του χαρτοφυλακίου τους. Όσο για την επανεκλογή τους, έκαναν τα πάντα.

Όλοι; Όχι. Αλλά οι λίγοι που ξεχώρισαν ήταν από τους υπόλοιπους δακτυλοδεικτούμενοι και συνήθως έβγαιναν στην άκρη, παραμερισμένοι από το ίδιο τους το κόμμα. Μερικοί τα παράτησαν. Σε κάθε περίπτωση όσοι τίμησαν το αξίωμα και τον ρόλο τους αφήνοντας έργο -και, ενδεχομένως, αδικήθηκαν από τη λαϊκή ψήφο- φαίνονται από μακριά. Όπως φαίνονται και οι άλλοι οι καπάτσοι και οι ευέλικτοι. Οπότε δεν χρειάζονται συστάσεις για κανέναν. Άλλωστε, όλοι γνωρίζονται σ’ αυτή τη χώρα και ξέρει ο καθένας από πού κρατάει η σκούφια του άλλου και ποια είναι η διαδρομή του. Όπως επίσης ξέρει και ποιους σκελετούς κρύβει στην ντουλάπα του.

Μετά ήλθαν τα διαδοχικά κόμματα της λαϊκής οργής και τους ξέβρασαν στην άκρη της πολικής σκηνής – με τη δημόσια περιφρόνηση μόνο στοιχείο που τους συνδέει με το παρελθόν τους. Είτε κατάφεραν να μπουν στη Βουλή είτε όχι, αυτές οι γενιές πολιτικών δέχθηκαν την πιο ηχηρή λαϊκή αποδοκιμασία που υπήρξε ποτέ για πολιτικούς, σε τόσο μεγάλη κλίμακα.

Κάποιοι δεν μπορούν πλέον να κυκλοφορήσουν στον δρόμο. Αλλά παρότι ξεχασμένοι -άλλος δέκα, άλλος πέντε, άλλος λιγότερα χρόνια- εξακολουθούν να αισθάνονται μέρος του συστήματος, να θεωρούν την απουσία τους προσωρινή και την παρουσία τους επιβεβλημένη. Λίγοι είναι που δικαίως προσπαθούν να υπερασπιστούν κάτι γιατί το πίστεψαν. Μετρημένοι στα δάκτυλα – και, κατά κανόνα, δεν ενδιαφέρονται να επιστρέψουν.

Οι περισσότεροι όμως σπεύδουν να «παρέμβουν» και κλαψουρίζουν για την αδικία που τους έγινε από τον λαό που δεν κατάλαβε ότι τον έσωσαν, το κάνουν για να κρατήσουν ανοικτούς τους δρόμους της επιστροφής τους. Δεν έχουν συναίσθηση της ολισθηρής πλευράς του παρελθόντος τους – και επιμένουν. Δεν αντιλαμβάνονται ότι απέτυχαν και το καλύτερο που έχουν να κάνουν είναι να σιωπούν.

Για κάποιους από αυτούς κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς κάνουν στην καθημερινότητά τους -αυτοί που έσπευδαν να ενημερώσουν και πού κατούρησαν- πώς ζουν και πού κινούνται. Το βέβαιο είναι ότι οι περισσότεροι δεν ασκούν κάποια εμφανή βιοποριστική δραστηριότητα. Ζουν όμως καλά, όπως και πρώτα. Κάποιοι -όσο απίστευτο και αν ακούγεται- έχουν ακόμη στη διάθεσή τους προσωπικό και υποδομές του κράτους: αστυνομικούς να τους προστατεύουν, οδηγούς και βάλε. Και κατά κανόνα προσπαθούν να διατηρήσουν επικοινωνία με το σύστημα που τους εξέθρεψε στο παρελθόν. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει αντιδραστική και αντιλαϊκή θέση που να μην υιοθετήσουν, κατά περίπτωση.

Η εναλλαγή της κλάψας με το θράσος, δημιουργούν ένα νέο είδος ρεβανσισμού που αναζητά ευκαιρία να ξεσπαθώσει. Άλλοι δεν έχουν καν συνείδηση τι έκαναν και άλλοι είναι έτοιμοι να το ξανακάνουν. Δηλώνουν με το «όπλο παρά πόδα» αντί να χαθούν διακριτικά από το προσκήνιο. Αναζητούν χωρίς συναίσθηση των πεπραγμένων τους κερκόπορτα για να ορμήσουν ξανά στην κεντρική σάλα. Ποντάρουν στη διαπίστωση ότι ο λαός έφερε στη θέση τους χειρότερους σε πολλές περιπτώσεις. Χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι ο βίος και η πολιτεία τους κατέστησε τον Άδωνη κριτή των πάντων και τον Βορίδη κεντρικό πολιτικό παράγοντα. Η λαϊκή αποστροφή στις συμπεριφορές τους έστειλε το κάθε σούργελο, με ακραία συμπεριφορά, στο Κοινοβούλιο.

Αλλά το χειρότερο από όλα είναι ότι στην πραγματικότητα, με τη μεθόδευση της επανόδου τους, οι πρώην κυβερνάνθρωποι προσπαθούν να κόψουν τον δρόμο στην επόμενη γενιά πολιτικών που περιμένει στα κόμματά τους τη σειρά τους. Στα δυο κυβερνητικά κόμματα της μεταπολίτευσης, αλλά και στη σημερινή Αριστερά, υπάρχουν άνθρωποι που αν μη τι άλλο έχουν την αθωότητα που έχασαν οι προηγούμενοι και δικαιούνται να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους, με την ιδεολογική σημαία του ο καθένας. Άλλος με το ΠΑΣΟΚ, άλλος με τη Ν.Δ., άλλος με τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ, άλλος με κάτι πιο φρέσκο και καινούριο, να δώσουν στην πολιτική άλλη ταυτότητα και να κριθούν και αυτοί με τη σειρά τους. Το πολιτικό σύστημα δεν πρέπει να αλλάξει κόμματα για να σωθεί από την απειλή των άκρων. Πρέπει να αλλάξουν πρόσωπα τα κόμματα.

Για χάρη αυτών των νέων προσώπων, των πολιτικών του μέλλοντος, οι ορέξεις των πρώην αξιωματούχων που κυκλοφορούν ανάμεσά μας ανερυθρίαστα, πρέπει να κοπούν – είτε βρίσκονται στη Βουλή σήμερα είτε όχι. Με ονοματεπώνυμο αν χρειαστεί.

Via : www.protagon.gr