Συνέντευξη τύπου παραχώρησε σήμερα ο Τομέας Παιδείας και Έρευνας της ΔΗΜΑΡ προκειμένου να παρουσιάσει τις θέσεις του για το σχέδιο «Αθηνά» του Υπουργείου Παιδείας και τις προτάσεις του για την αναδιοργάνωση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Τις θέσεις του Τομέα Παιδείας και Έρευνας παρουσίασαν ο Δημήτρης Κυρτάτας, καθηγητής στο Παν. Θεσσαλίας, η Μάνια Μαύρη, επίκουρη καθηγήτρια στο Παν. Αιγαίου, ο Γιώργος Μιαούλης, καθηγητής στο ΑΤΕΙ Πειραιά και η Μαρία Ρεπούση, καθηγήτρια στο ΑΠΘ, βουλευτής Α΄ Πειραιώς της ΔΗΜΑΡ, υπεύθυνη του Τομέα Παιδείας και Έρευνας.
Αναφορικά με τις θέσεις της για το σχέδιο «Αθηνά» η ΔΗΜΑΡ θεωρεί ότι:
Α) Η αναδιάρθρωση των ΑΕΙ είναι εξαιρετικά σοβαρή υπόθεση και δεν μπορεί να είναι στην αποκλειστική αρμοδιότητα της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας. Χρειάζεται η ενεργοποίηση των θεσμικών οργάνων όπως το ΕΣΥΠ και η ΑΔΙΠ τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ερωτήθηκαν καν.
Β) Το συγκεκριμένο σχέδιο ΑΘΗΝΑ δεν μπορεί να ισχύσει με έκδοση Προεδρικού Διατάγματος. Η συζήτηση και η ψήφισή του στην Βουλή είναι αναγκαία. Ζητάμε από το Υπουργείο Παιδείας να αναθεωρήσει την απόφαση του για έκδοση Π.Δ και να εισαγάγει την πρόταση στην κοινοβουλευτική διαδικασία.
Στην διάρκεια της διαβούλευσης η ΔΗΜΑΡ θα υποβάλλει συγκεκριμένες προτάσεις βελτίωσης του σχεδίου Αθηνά στην κατεύθυνση της ενίσχυσης του ακαδημαϊκού χαρακτήρα, της αναδιάρθρωσης, της απομάκρυνσης από πελατειακές και κομματικές λογικές και της αντιστοίχησης με τις αναπτυξιακές ανάγκες της χώρας.
Ο τομέας Παιδείας της ΔΗΜΑΡ δίνει στην δημοσιότητα μια πλήρη πρόταση αναδιάρθρωσης των ΑΕΙ που αναπτύσσεται σε τρεις φάσεις που μπορούν να ξεκινήσουν ταυτόχρονα:
1) Εφαρμογή της βάσης του «10» και συγχώνευση ή και κατάργηση των τμημάτων που πάνω από το 50% των σπουδαστών δεν έχουν την βάση του 10.
2) Δημιουργία κοινοπραξιών ανά περιφέρεια που περιλαμβάνουν Πανεπιστήμια, ΑΤΕΙ και Ερευνητικά Κέντρα στη βάση της συνάφειας γνωστικών αντικειμένων, της γεωγραφικής τοποθεσίας, της συνδιαχείρισης υποδομών και της αποτελεσματικότερης αξιοποίησης του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού
3) Εσωτερική αναδιάρθρωση των Ιδρυμάτων σε μεγάλες σχολές και τμήματα που να ανταποκρίνονται στις επιστημονικές και κοινωνικές εξελίξεις.
4) Αξιολόγηση των υποδομών, των διοικητικών Υπηρεσιών, του διδακτικού και Ερευνητικού έργου και παρακολούθηση της επαγγελματικής αποκατάστασης των αποφοίτων.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της πρότασης για την αναδιάρθρωση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης του Τομέα Παιδείας και Έρευνας της ΔΗΜΑΡ:
Θέσεις του Τομέα Παιδείας και Έρευνας της ΔΗΜΑΡ για την αναδιάρθρωση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης
Στόχος της Επιτροπής Θέσεων της ΔΗΜΑΡ για την αναδιάρθρωση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση είναι η επεξεργασία μιας πρότασης που θα συμπεριλάβει την τριτοβάθμια εκπαίδευση και έρευνα στο σύνολό της, Πανεπιστήμια, ΤΕΙ και Ερευνητικά Κέντρα στην Ελλάδα.
Η πρόταση της Επιτροπής αποτελείται από τέσσερις ενότητες
1. Κριτήρια αναδιαμόρφωσης του ακαδημαϊκού χάρτη
2. Πλήθος Ιδρυμάτων στην Επικράτεια
3. Φάσεις αναδιοργάνωσης του ακαδημαϊκού χάρτη
4. Αξιολόγηση του νέου ακαδημαϊκού χάρτη
1.Κριτήρια αναδιαμόρφωσης του ακαδημαϊκού χάρτη
Βασική αρχή οποιασδήποτε αναδιοργάνωσης είναι ο καθορισμός των κριτηρίων βάσει των οποίων θα πραγματοποιηθεί αυτή. Προτείνονται τα παρακάτω πέντε (5) κριτήρια:
1)Κ.1. Χωροταξία Πανεπιστημίων & ΤΕΙ: Είναι προφανής η ανάγκη χωροταξικού εξορθολογισμού του ακαδημαϊκού χάρτη και η ανάγκη συγκέντρωσης τμημάτων και σχολών ενός Ιδρύματος σε μία, το πολύ δύο πόλεις, έτσι ώστε να περιοριστεί το φαινόμενο του ενός μόνου τμήματος σε μια πόλη και να υπάρχει δυνατότητα δημιουργικής αλληλεπίδρασης μεταξύ περισσότερων τμημάτων και καλύτερης αξιοποίησης των υποδομών. Η εξασφάλιση των στοιχειωδών προϋποθέσεων ενός ακαδημαϊκού περιβάλλοντος δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θυσιαστεί στο βωμό της εξυπηρέτησης κακώς εννοούμενων «τοπικών συμφερόντων».
2)Κ.2. Κοινοπραξίες Πανεπιστημίων, ΤΕΙ & Ερευνητικών Κέντρων: Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να προταχθεί η δημιουργία Κοινοπραξιών Πανεπιστημίων, ΤΕΙ και Ερευνητικών Κέντρων στη βάση της συνάφειας γνωστικών αντικείμενων, της γεωγραφικής τοποθεσίας, της συνδιαχείρισης υποδομών και της αποτελεσματικότερης αξιοποίησης του διδακτικού & ερευνητικού προσωπικού. Αν λάβει κανείς υπόψη ότι τα μέλη ΔΕΠ είναι περίπου 12.000, οι Καθηγητές των ΤΕΙ 1.800 και οι ερευνητές 800, καταλαβαίνει εύκολα ότι η κινητικότητα του
ακαδημαϊκού προσωπικού, στο πλαίσιο μιας κοινοπραξίας, είναι σημαντική σε επίπεδο λειτουργίας και οργάνωσης. Η πρόταξη των κοινοπραξιών εμπεριέχει συγχωνεύσεις ιδρυμάτων όπου αυτές κριθούν απαραίτητες.
Οι κοινοπραξίες δεν θα εξαντλούνται μόνο σε «εκπαιδευτικές» δράσεις, αλλά θα επεκταθούν και σε άλλες δραστηριότητες (όπως, π.χ., κοινά προγράμματα σπουδών, κοινές υποδομές, κοινοί ερευνητικοί στόχοι κλπ). Το πλαίσιο λειτουργίας τους θα καθορίζεται από τα Ιδρύματα και τα Ερευνητικά Κέντρα τα οποία θα ανήκουν στην κοινοπραξία. Η δημιουργία μιας κοινοπραξίας θα αποφασίζεται με Προεδρικό Διάταγμα. Η οργάνωση, τα όργανα διοίκησης και η λειτουργία τους θα προσδιορίζονται με νομοθετική ρύθμιση.
3)Κ.3. Επικαιροποίηση Γνωστικών Αντικειμένων και δημιουργία σχολών: Τα ελληνικά ΑΕΙ οφείλουν να ξανασκεφθούν ανά ίδρυμα και συνολικά τα γνωστικά αντικείμενα που υπάρχουν στα προγράμματα σπουδών. Υπάρχει αφενός μια πληθώρα τμημάτων που δεν αντιστοιχούν σε διεθνώς καθιερωμένα γνωστικά αντικείμενα, υπάρχουν αφετέρου εκτεταμένες αλληλεπικαλύψεις. Ταυτόχρονα, υπάρχουν πολλά τμήματα στο ίδιο ΑΕΙ με διαφορετικό τίτλο και παρεμφερή έως και όμοια γνωστικά αντικείμενα ενώ απουσιάζουν σύγχρονα ή και διεπιστημονικά γνωστικά αντικείμενα. Συνολικά η κατεύθυνση πρέπει να είναι ο περιορισμός των εξειδικευμένων αντικειμένων και ο προσανατολισμός σε «ευρύτερα» και επιστημολογικά σαφέστερα γνωστικά αντικείμενα, ενώ ο τεχνολογικός τομέας πρέπει να οδηγεί σε συγκεκριμένα επαγγέλματα, σε επίπεδο προπτυχιακών σπουδών. Η αναδιάταξη των κλασικών σχολών που υπάρχουν στα ελληνικά ΑΕΙ και η δημιουργία νέων μεγάλων σχολών με συγγενή γνωστικά αντικείμενα πρέπει επίσης να απασχολήσει την αναδιάρθρωση των ΑΕΙ.
4)Κ.4. Ενίσχυση της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης: Η αναδιάρθρωση του ακαδημαϊκού χάρτη πρέπει να συμβάλει στην αναγκαία στροφή της ελληνικής κοινωνίας προς την ενίσχυση της παραγωγικής προσπάθειας, της οικονομικής ανάπτυξης, και της καινοτομίας. Πρέπει να συμβάλει αποφασιστικά στην ανάπτυξη του όλου συστήματος επαγγελματικής εκπαίδευσης (τεχνολογικό λύκειο, μεταλυκειακή εκπαίδευση, κατάρτιση), στον εξορθολογισμό της πυραμίδας των επαγγελμάτων και την ανάπτυξη της δια βίου μάθησης. Η αναδιάρθρωση αυτή πρέπει να συνδυαστεί με την αναδιάρθρωση της οργάνωσης των επαγγελματικών δικαιωμάτων και της αγοράς εργασίας μέσω της ανάπτυξης του Εθνικού Πλαισίου Προσόντων (ΕΠΠ). Το ΕΠΠ σε εφαρμογή του Ευρωπαϊκού ΠΠ (που έχει υιοθετηθεί και από την UNESCO) μπορεί να δώσει ουσιαστικές δυνατότητες κινητικότητας στα επαγγέλματα, τόσο οριζόντιας μετακίνησης σε συγγενείς κλάδους, όσο και κάθετης ανέλιξης.
5)Κ.5. Τριτοβάθμια Εκπαίδευση & Ανάπτυξη Η Γ΄/θμια εκπαίδευση θα πρέπει να συνδεθεί με την έξοδο της χώρας από την κρίση και την ανάπτυξή της. Κάτι τέτοιο θα επηρεάσει σημαντικά την συνολική διάρθρωση των ΑΕΙ, τον αριθμό των εισακτέων σε σχολές και τμήματα, καθώς και την βιωσιμότητα αυτών. Στο τέλος αυτής της διαδικασίας είναι σημαντικό να έχουν προσδιορισθεί τομείς που θα πρέπει να ενισχυθούν όπως, π.χ., η ναυτιλία, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας κλπ., και να βρεθούν τρόποι περιορισμού του φαινομένου της εξαγωγής επιστημονικού δυναμικού που έχει σπουδάσει με κρατική δαπάνη στην Ελλάδα.
2. Πλήθος Ιδρυμάτων στην Επικράτεια
Με βάση τα παραπάνω κριτήρια και λαμβάνοντας ακόμη υπόψη τα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά της χώρας, τη σημερινή δομή του ακαδημαϊκού χάρτη της Ελλάδας, την ιστορικότητα των ιδρυμάτων και τις ανάγκες για αναδιαμόρφωση, προτείνεται να υπάρχουν το πολύ έντεκα (11) Κοινοπραξίες Ιδρυμάτων, που θα αποτελούν ενιαίες οργανωτικά ενότητες και θα συμπεριλαμβάνουν και τα ερευνητικά κέντρα. Η παρούσα πρόταση δεν υποκαθιστά μια «τεχνική μελέτη», αλλά παρουσιάζει, τις δυνατότητες που προκύπτουν από την εφαρμογή του συστήματος των κριτηρίων της 1ης ενότητας.
•Μια κοινοπραξία Ιδρυμάτων (Πανεπιστημίων, ΤΕΙ και Ερευνητικών Κέντρων) ανά «εκπαιδευτική» περιφέρεια εκτός από την Αττική όπου προτείνονται δύο.
Ως «εκπαιδευτικές περιφέρειες» θεωρούνται γεωγραφικές ενότητες, με συγκεκριμένα πληθυσμιακά, οικονομικά, κοινωνικά χαρακτηριστικά, στα πλαίσια των οποίων εξειδικεύεται και ασκείται το σύνολο των δράσεων της εκπαιδευτικής πολιτικής. Οι ενότητες αυτές δεν βρίσκονται κατ’ ανάγκη σε αντιστοίχιση με τις υπάρχουσες διοικητικές ή γεωγραφικές περιφέρειες (σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί και να ισχύει αυτό) και στον ορισμό τους λαμβάνονται υπόψη το σύνολο των παραμέτρων που επηρεάζουν την περιφερειακή διάσταση της εκπαιδευτικής πολιτικής. Ο ακριβής προσδιορισμός των «εκπαιδευτικών περιφερειών» θα προκύψει κατά τη φάση υλοποίησης της συνολικής αναδιαμόρφωσης του ακαδημαϊκού χάρτη και σε συνεργασία με τις υπόλοιπες βαθμίδες της εκπαίδευσης (πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια).
3. Φάσεις αναδιοργάνωσης του ακαδημαϊκού χάρτη
Η αναδιοργάνωση του ακαδημαϊκού χάρτη προτείνεται να γίνει σε τρεις (3) φάσεις. Οι φάσεις είναι διακριτές, δεν είναι όμως διαδοχικές και μπορούν εν μέρει να αρχίσουν αμέσως και να αλληλοεπικαλύπτονται χρονικά.
Φάση Ι: Άμεσες Διοικητικές & Χωροταξικές Αλλαγές.
Στην Φάση αυτή με κριτήρια βιωσιμότητας τμημάτων (αριθμός μελών ΔΕΠ, επάρκεια γνωστικών αντικειμένων και διασπορά εκπαιδευτικών μονάδων) θα πραγματοποιηθούν συγχωνεύσεις τμημάτων. Κάτι τέτοιο συνεπάγεται διοικητικές αλλαγές και κυρίως οικονομίες κλίμακας σε επίπεδο διαχείρισης των υποδομών και αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού (ΔΕΠ & διοικητικοί υπάλληλοι). Πρέπει να ληφθεί πρόνοια προκειμένου να διατηρηθεί μια λογική ισορροπία μεταξύ των τμημάτων των Πανεπιστημίων και ΤΕΙ. Ως Φάση Ι, η ΔΗ.ΜΑΡ. θεωρεί την τρέχουσα φάση των αλλαγών, με συγκεκριμένα όμως κριτήρια. Ένας πρώτος εξορθολογισμός μπορεί να προκύψει με την εισαγωγή της βάσης του «10» και την κατάργηση των τμημάτων που σε ποσοστό πάνω από 50% των θέσεων μένουν κενές.
Φάση ΙΙ: Προσδιορισμός της γεωγραφικής διάταξης των Εκπαιδευτικών μονάδων των ΑΕΙ.
Με κριτήρια εκπαιδευτικής πολιτικής, δημογραφικά, γεωγραφικά, αναπτυξιακά και της υπάρχουσας υποδομής, θα πρέπει να προσδιοριστούν οι εκπαιδευτικές περιφέρειες και οι πόλεις στις οποίες θα εδρεύουν οι κοινοπραξίες Ιδρυμάτων.
Η Φάση αυτή είναι ιδιαίτερα δύσκολη, στο μέτρο που θα υπάρξουν μετακινήσεις εκπαιδευτικών μονάδων και φοιτητών. Θα πρέπει να προσδιοριστεί το χρονικό πλαίσιο στο οποίο θα πραγματοποιηθούν οι αλλαγές (να μην ξεπερνά τα 5 χρόνια) και θα πρέπει να εξασφαλιστεί ότι η μετακίνηση των φοιτητών δεν θα αποτελέσει τροχοπέδη στην ολοκλήρωση των σπουδών τους.
Για τον παραπάνω λόγο προτείνεται να δοθούν υποτροφίες ολοκλήρωσης σπουδών στους φοιτητές. Εκτιμούμε ότι το κέρδος από τα λειτουργικά έξοδα της αναδιοργάνωσης θα είναι μεγαλύτερο από το κόστος υποστήριξης των φοιτητών. Γενικά το θέμα της Φοιτητικής Μέριμνας πρέπει να συζητηθεί εκ νέου με σκοπό, μέσω των προτεινόμενων αλλαγών, να υπάρξει ένα σύστημα μέριμνας αντίστοιχο με των υπολοίπων ευρωπαϊκών πανεπιστημίων.
Θα πρέπει βέβαια σε κάποιες περιπτώσεις να ληφθεί υπόψη και το κριτήριο της «τοπικής ιδιαιτερότητας», π.χ. τμήματα όπως η ιχθυοκαλλιέργεια δεν πρέπει να μεταφερθούν σε κάποια άλλη πόλη πέρα από το Μεσολόγγι.
Φάση ΙΙΙ: Αναδιάταξη γνωστικών αντικειμένων και δημιουργία σύγχρονων σχολών, αποκατάσταση επικαλύψεων (περιορισμός των τμημάτων ανά γνωστικό αντικείμενο στη χώρα)
Βασικός στόχος είναι η παραπάνω αναδιάρθρωση να οδηγήσει άμεσα ή πολύ σύντομα σε πτυχία λίγων γνωστικών αντικειμένων. Θα πρέπει δηλαδή να υπάρχουν τμήματα χωρίς επικαλύψεις, με κατευθύνσεις (προκειμένου να υπάρχει και εξειδίκευση) και το βασικό πτυχίο πρέπει να ανήκει σε μια γνωστική περιοχή ή να αντιστοιχεί σε ένα επάγγελμα.
Υιοθετώντας διεθνή πρότυπα, όπως ακολουθούνται σε περισσότερες από 50 χώρες στον κόσμο, προτείνεται η υιοθέτηση των τριών κύκλων σπουδών. Συγκεκριμένα στον 1ο κύκλο των Βασικών Σπουδών να προσφέρονται προπτυχιακά προγράμματα 3 -4 ετών, στον 2ο κύκλο να γίνεται εξειδίκευση (άρα προπτυχιακά προγράμματα με πολύ εξειδικευμένο αντικείμενο θα πρέπει να προσφέρονται σε μεταπτυχιακό επίπεδο) και στον 3ο κύκλο σπουδών να υπάρχει μόνο η ερευνητική διάσταση.
Παρακάτω προτείνονται:
•οι σχολές που θα πρέπει να έχουν οι Κοινοπραξίες ιδρυμάτων σε επίπεδο Πανεπιστημίων και ΤΕΙ. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να έχουν όλα τα ιδρύματα τις σχολές αυτές, αλλά ότι στην Ελλάδα θα πρέπει να υπάρχει σε μια “λογική” αναλογία το σύνολο αυτών των σχολών στα Πανεπιστήμια & ΤΕΙ. Κατά περίπτωση κάποιο Ίδρυμα θα μπορεί να συνενώνει σχολές. Τα κριτήρια συγκρότησης των σχολών (απαιτούμενος αριθμός διδασκόντων, απαιτούμενος αριθμός μελών ΔΕΠ, υποδομές,κλπ.) θα προσδιορισθούν στην Φάση ΙΙ.
Το γνωστικό αντικείμενο τμημάτων & σχολών, αποτελεί αντικείμενο μελέτης μηνών. Εδώ η επιτροπή προχωρά σε μια πολύ συνοπτική και ενδεικτική πρόταση για την οργάνωση των σχολών και των τμημάτων που πρέπει να περιλαμβάνουν.
– Για τα Πανεπιστήμια
1)Σχολή Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Επιστημών .
2)Σχολή Θετικών Επιστημών .
3)Σχολή Οικονομικών Επιστημών .
4)Σχολή Νομικής.
5)Πολυτεχνική, Γεωπονική Σχολή και Δασολογική Σχολή.
6)Σχολή Επιστημών Αγωγής, όπως επίσης και οι Σχολές Φυσικής Αγωγής.
7)Σχολή Επιστημών Υγείας.
– Για τα ΤΕΙ
1)Σχολή Διοίκησης & Οικονομίας
2)Σχολή Τεχνολογικών Εφαρμογών.
3)Σχολή Καλλιτεχνικών Σπουδών.
4)Σχολή Επαγγελμάτων Υγείας & Πρόνοιας.
5)Σχολής Διατροφής, Τεχνολογίας τροφίμων και Γεωπονίας.
4. Αξιολόγηση του νέου ακαδημαϊκού χάρτη
Στόχος της συγκεκριμένης πρότασης είναι η αναδιαμόρφωση του ακαδημαϊκού χάρτη. Για να είναι αποτελεσματική μια τέτοια μεταρρύθμιση απαιτείται η παρακολούθηση – αξιολόγηση του νέου συστήματος.
Είναι αναγκαίο να ενεργοποιηθεί και να ενισχυθεί η ΑΔΙΠ, θα πρέπει όμως να εξασφαλισθεί η θέσπιση ενός απλού συστήματος παρακολούθησης, το σύντομο χρονικό διάστημα ολοκλήρωσης των αξιολογήσεων και το χαμηλό κόστος αξιολόγησης των τμημάτων.
Το Σύστημα αξιολόγησης πρέπει να αποτελείται από λίγους δείκτες, ομαδοποιημένους στις εξής ενδεικτικές κατηγορίες:
• Αξιολόγηση των Υποδομών και των Διοικητικών Υπηρεσιών
• Αξιολόγηση του Διδακτικού & Ερευνητικού Έργου
• Παρακολούθηση της Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Αποφοίτων
Προτείνεται η εξωτερική αξιολόγηση των τμημάτων να γίνεται με την κατάλληλα σταθμισμένη περιοδικότητα, ενώ το κόστος θα μπορούσε να μειωθεί σημαντικά κάνοντας χρήση Τεχνολογιών Πληροφορίας & Επικοινωνίας.