του Παντελή Μπουκάλα
Στην Ευρώπη ανήκουμε κι εμείς, νοητικά περισσότερο παρά συναισθηματικά, μια και ο ομφάλιος λώρος που μας συνδέει με την Ανατολή δεν έχει κοπεί ακόμα – ευτυχώς. Μοιραζόμαστε λοιπόν τα κακά της «Γηραιάς» και τα χειρότερά της. Στα καλά της, όσα υπάρχουν, δεν είναι βέβαιη η συμμετοχή μας. Και δεν μιλάω για τα οικονομικά οφέλη, ορατά στη δανεική καθημερινότητά μας, αλλά για τη συμβολή μας στη διαμόρφωση ενός ελκυστικότερου ευρωπαϊκού προσώπου· μάλλον απόντες είμαστε, πνευματικά και πολιτικά, με άλλοθι την κληρονομιά μας. Εν πάση περιπτώσει, όπως και άλλοι λαοί, σιτιστήκαμε και εμείς με κρέας αλόγου, σαν θύματα ενός επιπλέον διατροφικού σκανδάλου οφειλόμενου στις σταθερές εμπορικές αξίες: τον κυνισμό και την απληστία.
Οπως μάθαμε δίχως έκπληξη, στην αγορά μας εισήχθησαν αρκετοί τόνοι μεταμφιεσμένου αλογίσιου κρέατος, πλην παραμένει άγνωστο πόσοι εξ αυτών εισήχθησαν και στο πεπτικό μας σύστημα με την ετικέτα του βοδινού ή του ζαρκαδίσιου, υποχρεώνοντάς μας να πορευτούμε βάσει του δόγματος «του Ελληνος ο στόμαχος ζυγόν δεν υποφέρει». Ε, μπορεί τα βόλια της απαξίωσης να πέφτουν μονόπλευρα, από Βορρά προς Νότο, μπορεί σαν ελεεινοί μπαγαπόντηδες να καταγγέλλονται μόνο Ελληνες, Ιταλοί, Κύπριοι, άντε και Ισπανοί, αλλά και οι φιλόνομοι Βόρειοι δεν αντιτάσσουν πεισματικό «όχι» στην απάτη. Το μερίδιό τους σε κομπίνες εις βάρος καταναλωτών και επίσημων οργάνων δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από το ποσοστό των «μαφιόζων» Νοτίων, που είναι, λέει, επιρρεπείς στην παρανομία, μάλλον επειδή τα κύτταρά τους κολυμπούν στη νοσογόνο ουσία μεσογειίνη.
Οπως λοιπόν εμείς βαφτίζουμε ελληνικά τα βουλγαρικά ή τα αλβανικά αμνοερίφια (τα φυρομίτικα τα περνάμε δύο φορές στην κολυμβήθρα), με την ψευδαίσθηση ότι το πιστοποιητικό σωστής εθνικότητας που τους δίνουμε, μια σημαιούλα επί του μηρού, αποτελεί και πιστοποιητικό υψηλής ποιότητας, οι αδελφοί μας Ολλανδοί, Γερμανοί, Βέλγοι και λοιποί βαφτίζουν βουν τον ίππον, ποιος ξέρει με τι ταϊσμένον, και μας τον σερβίρουν. Οπως βάφτισαν υγιέστατες τις τρελές αγελάδες και μας τις σέρβιραν κι αυτές, για να ’χουμε υλικό στις μελέτες μας περί της ψυχοπαθολογίας των ζώων και, επιτέλους, να συμπληρωθούν οι μελέτες του Αριστοτέλη «Περί ζώων γενέσεως», «Περί ζώων μορίων» κτλ. Και γαϊδουρινή υπομονή να έχει κανείς, και μουλαρίσιο πείσμα, θα δυσκολευόταν να σχηματίσει τον πλήρη χάρτη της ενδοευρωπαϊκής αγυρτείας.
Από συνειρμό σε συνειρμό, ωστόσο, νά που ανεβήκαμε στην Ακρόπολη, εν έτει 1827. Πάνω στον Βράχο, οχυρωμένοι, Ελληνες και φιλέλληνες. Ο κλοιός των Τούρκων ασφυκτικός. Ας δούμε πώς περιγράφει τα πράγματα στην «Ιστορία του Τακτικού Στρατού της Ελλάδος από της πρώτης συστάσεώς του κατά το 1821 μέχρι των 1831», που εκδόθηκε το 1837, ο Χρήστος Βυζάντιος, αγωνιστής του ’21, συγγραφέας και φαλαγγάρχης της αθηναϊκής Εθνοφυλακής έως τον θάνατό του, το 1877: «Εις όλας ταύτας τας κακουχίας οι φιλέλληνες, όντες ολιγώτερον συνειθισμένοι των Ελλήνων και εις ξένον κλίμα, δεν αντέσχον· αλλ’ οι μεν αυτών απέθνησκον καθημερινώς, οι δε κατήντησαν εις κατάστασιν ελεεινήν ως σκελετά.
Η έλλειψις ουσιώδους τροφής ήτον δι’ αυτούς το δεινότερον από όλα τα άλλα· όθεν ήρχισαν να τρώγουν το κρέας των φορτηγών ζώων, τα οποία ευρέθησαν εις την Ακρόπολιν. Οι δε Ελληνες έχοντες εκ προλήψεως αποστροφήν εις το κρέας των τοιούτων ζώων, κατ’ αρχάς μεν τους εμέμφοντο, μετ’ ολίγας όμως ημέρας τους εμιμήθησαν και άλλοι, όσοι μετά την ανάρρωσίν των αισθάνοντο την ανάγκην τού να αναλάβωσι τας δυνάμεις των· ακολούθως δε έτρωγον και όλοι οι άλλοι πολιορκημένοι, ώστε η οκά του κρέατος των ζώων τούτων ανέβη εις την τιμήν δραχμών τριών και τεσσάρων, του δε αλείμματος εις διπλασίαν· αλλά μόνοι οι στρατιώται των άλλων σωμάτων εδύναντο να το πορισθώσι, διότι αφ’ ου έλαβον αρκετά χρήματα όταν εισήλθον εις την Ακρόπολιν, ελάμβανον βιαίως από τους αρχηγούς των εκ διαλειμμάτων και άλλα· οι δε μη έχοντες ούτε οβολόν τακτικοί εστερούντο και αυτής της τόσον αθλίας τροφής». Kαι υποσημειώνει για το ζωικό άλειμμα, το λίπος: «Παράδοξον μας εφάνη να ιδώμεν δεκαπέντε έως είκοσι οκάδες άλειμμα να σκεπάζη τας κοιλίας ισχνοτάτων όνων, το δε κρέας των ήτο καλύτερον από των ίππων και εκείνο των ημιόνων».
Φυσικά και δεν ανακαλώ τα γραπτά του Βυζάντιου λόγω της γευσιγνωστικής παρατήρησής του. Αλλα, πολύ πιο σοβαρά, μας λέει η μαρτυρία ενός ανθρώπου που συμμετείχε στην οργάνωση της άμυνας της Ακρόπολης. Μας λέει πόσο μακριά από την αλήθεια είναι ο θρύλος για «τους Ελληνες που όταν είναι ενωμένοι» κτλ. Ενωμένοι –και εξισωμένοι– δεν πρέπει να υπήρξαν σε καμία περίοδο της ιστορίας τους, ούτε στους θριάμβους ούτε στις τραγωδίες. Ιδού, πολιορκημένοι, ζωσμένοι από τον θάνατο, και όμως κάποιοι κερδοσκοπούν, επιδιδόμενοι στον μαυραγοριτισμό, που τον γνωρίσαμε και σε επόμενη δεινή κατάσταση της Ελλάδας. Η αισχροκέρδεια δεν αφορά μόνο το κρέας. Πάλι ο Βυζάντιος: «Ούτως εν ω εν μέρος της φρουράς έμενε εν υπαίθρω, μη έχον διά τροφήν του ειμή μόνον άρτον, πολλοί άλλοι όχι μόνον είχον καταλύματα και απελάμβανον τα αναγκαία των, αλλ’ ωφελούμενοι και από την ένδειαν των άλλων επωλούσαν και διάφορα τρόφιμα εις τιμήν υπέρογκον, ως π.χ. το τυρί, τας ελαίας, το βούτυρον, προς δραχμάς 12 την οκάν».
Ειδικά με το τυρί, είχε στηθεί μια απάτη που θριαμβεύει και στις μέρες μας. Πρωταγωνιστής ο φιλάργυρος οπλαρχηγός Ιωάννης Γκούρας, φρούραρχος και υπεύθυνος για τον εφοδιασμό (αλλά και φονιάς του Ανδρούτσου). Γράφει στην «Ιστορία των Αθηνών κατά τον υπέρ ελευθερίας αγώνα» (Αίγινα, 1834) ο Διονύσιος Σουρμελής, για τον οποίο πάντως ο Βυζάντιος δεν έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση: «Ο Φρούραρχος είχε σημειώσει εις τους λογαριασμούς του παρρησιασθέντας εις την Διοίκησιν τυρόν οκάδες 6.669, και η Διοίκησις παραδεχομένη επεκύρωσεν αυτούς. Πόσος άραγε να ευρέθη εις την αποθήκην του Φρουρίου τυρός; Ουδέ μία οκά, εκτός των 40 κανδαρίων τυρού ιδιοκτησίας του μακαρίτου Σπύρου Βενάρδου, τον οποίον δυναστικώς αφήρπασεν από της οικίας αυτού ο καλός Φρούραρχος»…
Στα κακά η φυλετική μας συνέχεια είναι αυταπόδεικτη. Δεν πρέπει λοιπόν να απορούμε που σήμερα οι τιμές παραμένουν σε απαγορευτικά ύψη ενώ οι μισθοί κατρακυλάνε, ούτε που οι καλοί δήμαρχοι, πιεσμένοι ίσως από συμφεροντούχους, απαγορεύουν τη διανομή προϊόντων χωρίς μεσάζοντες. Είναι επειδή «οι Ελληνες ενωμένοι…» κτλ.
Via : www.kathimerini.gr