Κάλεσμα στους νέους να ενταχθούν στον «Ρήγα Φεραίο», με το άρθρο 114 του Συντάγματος, που κατέλυσε η χούντα, να υπενθυμίζει τις υποχρεώσεις των πολιτών.
Στη διάρκεια της χούντας αυτές οι δουλειές της αφισοκόλλησης τότε γίνονταν βράδυ. Μόνο τα πανό άνοιγαν ημέρα για να τα δει ο κόσμος πριν προλάβουν να τα κατεβάσουν οι ασφαλίτες. Βουτούσαμε τον σπάγκο στο νίτρο, δέναμε το πανό και το κρεμάγαμε με σύρμα από τις άκρες στο κάγκελο ή στο περβάζι στην ταράτσα ή στη σκάλα του σταθμού στα τρένα.
Βάζαμε με το τσιγάρο τη σπίθα στον σπάγκο τον εμποτισμένο με το νίτρο και αυτός λειτουργούσε σαν βραδύκαυστο φιτίλι και φεύγαμε. Ο σπάγκος καιγόταν αργά κι η σπίθα έφτανε στον κόμπο και τον έκαιγε και το πανό με το σύνθημα-κάλεσμα για αγώνα ή καταδίκης της χούντας άνοιγε όταν εμείς ήμαστε ήδη μακριά.
Ημέρα είχαν βάλει και οι Κρητικοί του Ρήγα μαγνητόφωνο με συνθήματα στην πλατεία Συντάγματος και στη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονικείς Λαμπράκηδες και Λαμπράκισσες σε καροτσάκι μωρού.
Οι Κρητικοί ήταν οι μόνοι που όταν έγινε το πραξικόπημα βγήκαν στους δρόμους στο Ηράκλειο, πιστεύοντας ότι έτσι θα γίνει και στις άλλες πόλεις της Ελλάδας, όπως ήταν συμφωνημένη η γραμμή. Δεν ακολούθησαν οι άλλες πόλεις.
Το να βγούμε στους δρόμους ήταν το αντίδοτο στην εκτροπή, έτσι είπαν, το είχε απαντήσει και ο Μίκης και η επίσημη ΕΔΑ στην ερώτηση τι θα κάνουμε αν γίνει πραξικόπημα: «Θα βγούμε στους δρόμους, θα χτυπήσουν οι καμπάνες καλώντας τον κόσμο». Οι χουντικοί τούς έπιασαν στον ύπνο και με τις πιτζάμες.
Ολοι βέβαια μιλούσαν για το επερχόμενο πραξικόπημα, αλλά ήταν τόση η σύγχυση και η ίντριγκα μετά την αποστασία, που δεν μπορούσε να βρεθεί κοινή γραμμή αντιμετώπισης της εκτροπής.
Επίσης, αρκετοί της Δεξιάς καθώς και της πτέρυγας των εξαρτώμενων από το παλάτι ήθελαν και το δήλωναν «μια έστω προσωρινή αναστολή των άρθρων του δημοκρατικού Συντάγματος για να μπει μια τάξη στο χάος και να αποφευχθεί η κομμουνιστική εισβολή».
Ακόμη θυμάμαι τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων της Δεξιάς για την κομμουνιστική απειλή. Και τότε, το να ζητάς το νόμιμο και το δημοκρατικό αυτονόητο ήταν «απειλή» για τα χαλασμένα μυαλά, το έβλεπαν σαν να ζητάς ανατροπή καθεστώτος. Στους συνοδοιπόρους έβαζαν και τον Παπανδρέου, τόση ήταν η τύφλα και η απελπισία τους.
Βεβαίως, η εκτροπή θα ήταν με ηγεσία «δικά τους παιδιά», τους στρατηγούς. Τους την έφεραν οι λοχίες και οι χαμηλόβαθμοι. Ομως ήταν τόση η φθορά του μυαλού από την αντικομμουνιστική και αντιδημοκρατική υστερία και προπαγάνδα που, στην πράξη, η απραξία τους έδειξε πως δεν τους κακοπήγε που την έκαναν τη βρόμικη δουλειά οι χαμηλόβαθμοι.
Τους πρώτους χρόνους λοιπόν η αντίσταση κατά της χούντας ήταν μηδενική από τις εκτός Αριστεράς πολιτικές δυνάμεις. Βέβαια, υπήρξαν και εξαιρέσεις, αλλά τέτοιες που να επιβεβαιώνουν τον κανόνα της βουβής αποδοχής.
Οι συλλήψεις των πρώτων ημερών είχαν κύριο στόχο την ΕΔΑ, και την ηγεσία της και τα στελέχη της. Υπήρξαν συλλήψεις και από τις άλλες πολιτικές δυνάμεις με περιορισμό κατ’ οίκον, ενώ οι της Αριστεράς στάλθηκαν στις γνωστές εξορίες στα Γιούρα, στη Λέρο, αφού πέρασαν πρώτα από τον Ιππόδρομο με άθλιες συνθήκες, με τον ξυλοδαρμό του Ηλιού και τον φόνο του Παναγιώτη Ελλή από τον ανθυπίλαρχο Κώστα Κότσαρη.
Εγιναν κι άλλοι άνανδροι φόνοι την ημέρα του πραξικοπήματος – του ανήλικου Βασιλάκη Πεσλή στην πλατεία Βικτωρίας από τον έφεδρο λοχία Λυμπέρη Ανδρικόπουλο και της Μαρίας Καλαβρού κοντά στο Ράδιο Σίτυ από τον ανθυπίλαρχο Γιάννη Αλμπάνη και άλλοι που δεν ήρθαν στην επιφάνεια και που έδειχναν τον φόβο των πραξικοπηματιών και την αβεβαιότητά τους. Δηλαδή με ένα φου από τα άλλα Σώματα, Αεροπορία, Ναυτικό ή το Παλάτι, θα έπεφταν κάτω οι λοχίες, όμως και εκεί σιγή ασυρμάτου και σιωπηρή αποδοχή.
Ετσι, με την πλειονότητα της ηγεσίας της ΕΔΑ πίσω από το σύρμα και καθηλωμένες τις λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις, το βάρος του αγώνα έπεσε στους νέους. Συγκροτήθηκαν το ΠΑΜ και το ΠΑΜ Νέων και γρήγορα, χειμώνα του 1967-1968, δημιουργήθηκε ο Ρήγας, με σπουδαστές, φοιτητές, κυρίως από τη Νεολαία Λαμπράκη και λίγα στελέχη από την ΕΔΗΝ.
Η Αριστερά ως διωκόμενη συνεχώς ήταν έτοιμη από καιρό και μαθημένη στη δουλειά κάτω από τέτοιες φασιστικές συνθήκες και αμέσως στήθηκε πολύγραφος και υποτυπώδης μηχανισμός έντυπου υλικού κατά της δικτατορίας.
Βρέθηκε και λινόλεουμ από σπουδαστές της Καλών Τεχνών και ο Μίμης Μανωλάκος σκάλισε με το ξυράφι τον πρώτο τίτλο της πολυγραφημένης εφημερίδας του Ρήγα, τον «Θούριο», ενώ ο Νικόλας Βουλέλης πρόσθεσε με το χέρι του τον υπότιτλο «Οργανο της Πανελλαδικής Αντιδικτατορικής Οργάνωσης Σπουδαστών «Ρήγας Φεραίος»». Το περίσσευμα από το λινόλεουμ έγινε και η πρώτη ύλη για την πρώτη αφίσα του Ρήγα.
Στις σχολές τότε κάθε μέρα αναγράφονταν στους τοίχους οι «διαγραμμένοι» φοιτητές-σπουδαστές, οι αριστερών βεβαίως πεποιθήσεων, με εντολή του Σπουδαστικού της Ασφάλειας, και το πανεπιστήμιο, από χώρος επιστήμης και ελευθερίας του λόγου, είχε μετατραπεί από τον εγκλωβισμό τον ασφαλίτικο σε χώρο φόβου και ασφυξίας και ένοχης σιωπής.
Πλην ελαχίστων, όπως ο περίφημος δάσκαλος Γ. – Α. Μαγκάκης, που κατήγγειλε τη δικτατορία κατά τη διάρκεια του μαθήματος στη Νομική Σχολή του ΚΠΑ και παραιτήθηκε ενώπιον των σπουδαστών του, και όπως ο Δ. Μαρωνίτης και ο Α. Μάνεσης, που αντιτάχθηκαν δημόσια στη δικτατορία, οι περισσότεροι από τις πρυτανικές αρχές έδειξαν σιωπηρή ανοχή και σε ορισμένες περιπτώσεις συνεργασία με τους χουνταίους.
Γι’ αυτό αξίζει να αναφερθώ στο φύλλο 9 του «Θούριου» του Φεβρουαρίου 1969, όπου στο κέντρο του με κόκκινο χρώμα δημοσιεύσαμε την είδηση της αυτοκτονίας του επιμελητή της Γεωπονικής στο εργαστήριο της σχολής και το σημείωμα που είχε αφήσει: «Προτιμώ να πεθάνω παρά να ζήσω γονατιστός. Οι φίλοι μου ας εκδικηθούν για τον θάνατό μου».
Αλήθεια, πόσους προσκυνημένους και γονατιστούς έβλεπε γύρω του και δεν άντεξε;
Αυτή λοιπόν ήταν η δουλειά του μηχανισμού, να δημοσιεύουμε αυτά που δεν μπορούσαν να δημοσιεύσουν οι άλλοι, να τα μοιράζουμε χέρι με χέρι και μαζί να καλούμε τον κόσμο να πολεμήσει τη δικτατορία και να υπερασπιστεί τη δημοκρατία.
Συμπλήρωμα του «Θούριου» ήταν τα τρικάκια (οι προκηρύξεις) και οι αφίσες. Επειδή και τα γύρω από τις σχολές μικροκαταστήματα με αναλώσιμα των σχολών ήταν μπλοκαρισμένα από το χαφιεδολόι, αντικαταστάθηκε το ειδικό μελάνι για το λινόλεουμ με μελάνι του ταμπόν για σφραγίδες, που το έβρισκες και στα πιο απομακρυσμένα χαρτοπωλεία.
Το μελάνι του ταμπόν έκανε πιο γρήγορη τη δουλειά και περνώντας το με πινέλο αντί για το ρολό μπορούσες πάνω στο ίδιο σκάλισμα να περάσεις εύκολα και διαφορετικού χρώματος μελάνια και ακόμη, χωρίς πιεστήριο, πιέζοντας το χαρτί με το χέρι πάνω στο λινόλεουμ, αμέσως τυπωνόταν το σχέδιο με το σύνθημα.
Ετσι προέκυψαν και οι δίχρωμες και οι τρίχρωμες αφίσες, με τόσο απλά μέσα και εύκολα μεταφερόμενα, σε μια νάιλον τσάντα μπακάλικου, να μη χτυπάει και στο μάτι, γιατί τότε, με το κάθε χτύπημα ή σύλληψη έπρεπε να είμαστε έτοιμοι για μετακόμιση σε άλλο σπίτι.
Τα σπίτια βέβαια, κυρίως γκαρσονιέρες, τα βρίσκαμε μόνοι μας – το λέω για να μη φαντασιώνεται κάποιος ότι υπήρχαν μυστηριώδη υπόγεια και οργανωμένα δίκτυα. Νέοι, παιδιά της Αριστεράς ήμασταν, ο μεγαλύτερος να ‘ταν είκοσι οκτώ χρόνων και ο μικρότερος, όπως ο Χριστάκης ο Ηλιόπουλος, δεκαπέντε, που ασφυκτιούσαμε από τη χούντα και δεν αντέχαμε να ζούμε γονατιστοί.
Τις αφίσες τις κολλάγαμε βράδυ στους τοίχους, δυο δυο. Ο ένας περνούσε την κόλλα κι έφευγε κι ο άλλος ερχόταν και πατούσε την αφίσα στον τοίχο πάνω στην κόλλα. Για ένα σύνθημα, για ένα τρικάκι, για μια αφίσα, τότε «έτρωγες» (πέρα από τα βασανιστήρια από πρώην ανθρώπους που ‘χαν γίνει κτήνη) την εικοσάρα στο στρατοδικείο έτσι για πλάκα.
Info:
Από την 21η Απριλίου 2015, στον χώρο του βιβλιοπωλείου Θεμέλιο θα εκτεθούν οι αφίσες του παράνομου Ρήγα που σχεδίασε ο Θανάση Σκρουμπέλος.
Η έκθεση θα πλαισιωθεί με υλικό από τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ), την Εταιρεία Μελέτης της Ιστορίας της Αριστερής Νεολαίας (ΕΜΙΑΝ), το αρχείο των εκδόσεων «Θεμέλιο», αλλά και αυθεντικά σχέδια της εποχής, των Γιάννη Βαλαβανίδη, Μιχάλη Κατζουράκη, Χρόνη Μπότσογλου και Γιάννη Ψυχοπαίδη.
Στο πλαίσιο της έκθεσης, το Σάββατο 25 Απριλίου 2015, στις 12.00, θα πιούµε ένα ποτήρι κρασί και θα συζητήσουμε για τα δύο βιβλία του Θανάση Σκρουμπέλου, το κλίμα της εποχής, τον Μίμη Δεσποτίδη, τη δήμευση και καταστροφή του «Θεμέλιου», τον αντιδικτατορικό Ρήγα, μαζί με τους Γιάννη Καούνη, Βαγγέλη Καραμανωλάκη, καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών-ΑΣΚΙ, Θόδωρο Μαλικιώση, εκδότη, και τον συγγραφέα Θανάση Σκρουμπέλο.
Via :www.efsyn.gr