Ρεπορτάζ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Φωτογραφίες: ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΥΤΑΦΗΣ
Ο Σάββας Κουρεπίνης δεν θέλει να βιώσει άλλους θανάτους. Οταν εντοπίζει το στίγμα μιας βάρκας στο ραντάρ του, ξεκινάει αγώνα δρόμου στη θάλασσα της Κεντρικής Μεσογείου. Δεν μπορεί να σπαταλήσει λεπτό. Το κοντινότερο κομμάτι ευρωπαϊκής στεριάς απέχει πάνω από 100 ναυτικά μίλια. Δεν υπάρχουν βράχια ή νησίδες για να προσαράξουν οι ναυαγοί. Τους περιβάλλει νερό, μέχρι εκεί που φθάνει το μάτι.
«Πρέπει να είσαι γρήγορος», λέει στην «Κ». «Για να φτάσεις στον στόχο που πρέπει να σώσεις ξεκινάς με τσίτα τα γκάζια. Το φουσκωτό πετάγεται δυο μέτρα στον αέρα, η μηχανή σπάει. Αν δεν τους προλάβεις και τουμπάρει εδώ η βάρκα τους, καληνύχτα κόσμε».
Εδώ και δύο μήνες ο 32χρονος ψαράς από τη Λέρο συμμετέχει σε διασώσεις προσφύγων και μεταναστών στα ανοιχτά της Λιβύης. Εργάζεται στην ισπανική μη κυβερνητική οργάνωση Proactiva Open Arms, η οποία ξεκίνησε τη δράση της τον Σεπτέμβριο του 2015 στέλνοντας εθελοντές ναυαγοσώστες στη Λέσβο. Ο κ. Κουρεπίνης είναι μέλος πληρώματος του «Astral», του τρικάταρτου ιστιοπλοϊκού σκάφους 30 μέτρων της οργάνωσης. Δουλειά του είναι να κρατάει το σκάφος σε ετοιμότητα, να συντονίζει εργασίες, αλλά και να χειρίζεται ένα από τα φουσκωτά της οργάνωσης όποτε πραγματοποιούν επιχειρήσεις διάσωσης.
Μετά το σφράγισμα του βαλκανικού διαδρόμου και τη συμφωνία μεταξύ Ευρωπαϊκής Ενωσης και Τουρκίας οι προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές μπορεί να μειώθηκαν προς τα ελληνικά νησιά, όμως υπερφορτωμένα φουσκωτά και γερασμένα ξύλινα σκαριά εξακολουθούν να διασχίζουν την Κεντρική Μεσόγειο. Σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης, μέσα στο 2016 η Ιταλία δέχθηκε 100.244 αφίξεις διά θαλάσσης. Στην ίδια διαδρομή καταγράφηκαν 2.743 θάνατοι.
«Ελπίζω να μην έχουμε άλλες απώλειες», λέει ο κ. Κουρεπίνης. Μιλάμε τηλεφωνικά από την Τυνησία όπου έχει δέσει το «Astral» μέχρι να κοπάσει η κακοκαιρία των τελευταίων ημερών. Τυνήσιοι λιμενικοί διακόπτουν την κουβέντα μας για να του ζητήσουν χυμούς και αναψυκτικά από τις προμήθειες του σκάφους. «Στο παρθενικό μου ταξίδι από την ανατολή του ηλίου μέχρι και τη δύση είχαμε διασώσει 17 βάρκες», θυμάται.
Μεγάλωσε σε οικογένεια ψαράδων. Ο πατέρας του, ο αδερφός του, αλλά και ο ίδιος ρίχνουν δίχτυα στο Αιγαίο εδώ και δεκαετίες. Το 2004 όμως όταν υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία στο φυλάκιο που βρίσκεται στο Φαρμακονήσι είδε πρώτη φορά ανθρώπους να κινδυνεύουν και να χάνονται στη θάλασσα.
«Το Φαρμακονήσι έχει αμέτρητο θάνατο και αμέτρητος κόσμος έχει περάσει από πάνω του. Αρχισα να ενδιαφέρομαι για το θέμα όταν είδα να πνίγονται πιτσιρίκια στη θάλασσα. Αρχισε να καίει μέσα μου», λέει. «Είχε τύχει να δω δύο πολύ σκληρά ναυάγια, το ένα με 30 πνιγμένους. Χάνονταν στα 10 μέτρα από εσένα και δεν μπορούσες να κάνεις κάτι».
Οι ροές τότε ήταν αρκετά περιορισμένες και οι τακτικές της διακίνησης διαφορετικές. Θυμάται ότι οι διακινητές δεν δίσταζαν να πυροβολήσουν στον αέρα στη θέα των φαντάρων που βρίσκονταν πάνω στο νησί. «Δεν ήθελαν να τους πιάσεις, ενώ είχαν καλυμμένη τη μηχανή του σκάφους με λαμαρίνα για να μη δέχονται πυρά ακινητοποίησης εκεί», λέει.
Σταδιακά οι μέθοδοι άλλαξαν. Τα τελευταία δύο χρόνια οι διακινητές φροντίζουν να μη συνταξιδεύουν με τους μετανάστες. Χρίζουν καπετάνιο έναν εξ αυτών με υποτυπώδεις γνώσεις ναυσιπλοΐας και μόνη οδηγία να ακολουθήσει τα φώτα απέναντι. Κάτι αντίστοιχο παρατηρεί, πλέον, ο κ. Κουρεπίνης και στη Λιβύη.
Ακολουθούν τη φωτιά
«Εκπαιδεύουν έναν από τους μετανάστες και τον αφήνουν να ανέβει στη βάρκα χωρίς πληρωμή. Στα 12 – 13 ναυτικά μίλια από τη Λιβύη είναι οι πετρελαιοπηγές, φαίνεται στον ορίζοντα η φωτιά τους. Του λένε ‘‘πήγαινε εκεί, εκεί είναι η Λαμπεντούζα’’ και μόλις φθάσουν στα μισά έχει τελειώσει η βενζίνη», λέει στην «Κ» ο 32χρονος.
Για τη διάσχιση της Κεντρικής Μεσογείου πρόσφυγες και μετανάστες χρησιμοποιούν κυρίως φουσκωτά 12 μέτρων, τα οποία ενισχύονται στη βάση τους με παλετόξυλα για να αντέξουν το υπέρβαρό τους φορτίο.
«Βάζουν τις γυναίκες και τα παιδιά μπροστά και στη μέση, ενώ οι άντρες κάθονται γύρω γύρω και πάνω στο μπαλόνι του φουσκωτού όπως ο αναβάτης σε άλογο», λέει ο διασώστης.
Στα ξύλινα σκάφη που πραγματοποιούν το ίδιο ταξίδι συνήθως στοιβάζονται περισσότερα άτομα, ακόμη και πάνω από 500 επιβάτες. Ο μεγαλύτερος φόβος των διασωστών είναι αυτά τα σκαριά. Εάν για οποιονδήποτε λόγο διαλυθούν και βουλιάξουν είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα παρασύρουν στο βυθό παγιδευμένους επιβάτες.
«Οι μηχανές τους είναι 40 ίππων. Δεν πρόκειται ποτέ να φθάσουν με αυτές στην Ιταλία. Αν δεν βρίσκεσαι εδώ να τους βοηθήσεις έχουν χαθεί», λέει ο κ. Κουρεπίνης. «Στα ξύλινα σκάφη έχουν μια τρύπα 50 επί 50 πόντους για να μπαίνουν στο μηχανοστάσιο. Εκεί μέσα γύρω από τη μηχανή μπορεί να κάθονται δεκάδες άτομα. Φαντάσου την αγωνία τους, να ταξιδεύουν τόσες ώρες χωρίς να μπορούν να δουν τι συμβαίνει. Αν τουμπάρει το σκάφος έχουν πνιγεί όλοι».
Ακόμα και όσοι ταξιδεύουν στο κατάστρωμα αυτών των επικίνδυνων σκαφών δεν γνωρίζουν πόσο απέχει η Ευρώπη. Επειτα από κάθε περισυλλογή οι διασώστες τούς δείχνουν σε χάρτες ή GPS τα πραγματικά δεδομένα. Εξηγούν ότι υπό αυτές τις συνθήκες έπρεπε να ταξιδεύουν τουλάχιστον τρεις μέρες στη θάλασσα για να φθάσουν στον προορισμό τους. «Θεωρούν ότι τους λέμε ψέματα. Πιστεύουν όσα τους έχουν πει οι διακινητές: ότι η Μεσόγειος είναι μια λιμνούλα και θα την περάσουν σε πέντε ώρες», λέει ο Ελληνας διασώστης.
Στην πρώτη γραμμή του προσφυγικού
Οταν τα πληρώματα της οργάνωσης Proactiva προσεγγίζουν κάποια βάρκα με πρόσφυγες και μετανάστες ανοιχτά της Λιβύης, πρώτη κίνησή τους είναι να μοιράσουν σωσίβια. Συνήθως κανένας από τους επιβάτες δεν φορά.
«Στα 150 άτομα μιας βάρκας ζήτημα είναι αν θα βρεις δέκα σωσίβια. Δεν έρχονται όπως φθάνουν οι Σύροι στην Ελλάδα που κουβαλούν μαζί τους τσάντες ή τα χρήματά τους. Εδώ θα τους δεις με ένα φανελάκι και ένα παντελόνι. Τους κλέβουν στη στεριά, τους παίρνουν τα χρήματα και τα κινητά και τους διώχνουν με το ζόρι», λέει ο Σάββας Κουρεπίνης. «Αν μπορούσαν, οι διακινητές θα τους έδιωχναν και με άνεμο δέκα μποφόρ. Τους νοιάζει, άλλωστε, μόνο το χρήμα. Αλλά τα κύματα τους εμποδίζουν όταν φυσάει πολύ, γιατί δεν αφήνουν τις βάρκες να βγουν στα ανοιχτά».
Η Λιβύη αποτελεί τον τελευταίο σταθμό πριν από την Ευρώπη για τους μετανάστες της υποσαχάριας Αφρικής. Σομαλοί, Σουδανοί, Αιθίοπες και Σενεγαλέζοι είναι κυρίως ορισμένοι από αυτούς που ξεκινούν το μακρινό και επικίνδυνο ταξίδι. Μόλις φθάσουν στην ακτογραμμή της Λιβύης, συνήθως δαπανούν 1.000- 2.000 ευρώ για να επιβιβαστούν σε ένα σκάφος. Οπως και στα περάσματα του Αιγαίου και εδώ οι διακινητές δεν χρεώνουν τα μωρά.
Το διασωστικό ιστιοπλοϊκό «Astral», στο οποίο επιβαίνει ο κ. Κουρεπίνης, ξεκίνησε την πορεία του από την Μπανταλόνα της Ισπανίας. Ανά 15 ημέρες δένει στη Μάλτα για τροφοδοσία και αλλαγή πληρωμάτων. Ο Ελληνας διασώστης είναι από τα βασικά μέλη, μαζί με τον καπετάνιο, τον μάγειρα και τον μηχανικό του σκάφους. Οι ναυαγοσώστες που τους συνδράμουν είναι εθελοντές. Τη νύχτα πλέουν σε μεγαλύτερη απόσταση από τις λιβυκές ακτές για λόγους ασφαλείας και την ημέρα πλησιάζουν στα 12 ναυτικά μίλια από τη στεριά για τις διασώσεις. Κάποιες φορές τους ειδοποιούν και Λίβυοι ψαράδες για το πού βρίσκονται βάρκες μεταναστών, με αντάλλαγμα μετά τη διάσωση να τους παραδώσουν τα άδεια σκαριά.
Συχνά ο κ. Κουρεπίνης επιβιβάζεται με σάλτο στις βάρκες των μεταναστών για να θέσει ξανά σε λειτουργία τη μηχανή και να τις οδηγήσει με ασφάλεια πιο κοντά σε άλλα διασωστικά, ή πολεμικά νατοϊκά σκάφη που πλέουν στην ευρύτερη περιοχή.
Ο φωτογράφος Γιώργος Μουτάφης παρακολούθησε πρόσφατα στην Κεντρική Μεσόγειο αυτές τις παράτολμες διασώσεις και αποτύπωσε στις εικόνες του τις προσπάθειες του 32χρονου.
«Υπάρχει μόνο ο άνθρωπος»
«Εχει τύχει να βάλω σωσίβιο σε έναν 12χρονο και ο πατέρας του να μου λέει: ‘‘ο γιος μου είναι πολύ μικρός αλλά δεν πρόκειται ποτέ στη ζωή του να σε ξεχάσει’’. Εκείνη τη στιγμή, στο 20λεπτο που θα βοηθήσεις, σε αγκαλιάζουν, σε φιλάνε. Δεν υπάρχει εδώ χριστιανός και μουσουλμάνος, υπάρχει μόνο ο άνθρωπος. Τους μαζεύεις λίγο πριν πνιγούν, πώς να το ξεχάσουν;», λέει ο κ. Κουρεπίνης. «Προτεραιότητα είναι να σώσουμε τον κόσμο. Και αν χρειαστεί και τεχνητή αναπνοή θα κάνεις, θα τους βοηθήσεις όλους, αλλιώς δεν είσαι άξιος για αυτή τη δουλειά. Καλύτερα να κάτσεις σπίτι σου».
Και ως ψαράς βοηθούσε, όποτε χρειαζόταν, το ελληνικό Λιμενικό σε επιχειρήσεις περισυλλογής προσφύγων και μεταναστών από τη Λέρο. Οταν οι ροές προς την Ελλάδα αυξήθηκαν εργάστηκε αρχικά σε σκάφος των Γιατρών Χωρίς Σύνορα στο Αιγαίο, μέχρι που προέκυψε αυτή η επαγγελματική πρόταση από τους Ισπανούς ναυαγοσώστες στην Κεντρική Μεσόγειο. Θα παραμείνει εκεί μέχρι τον Οκτώβριο. Μετά ενδέχεται να σταλεί στη Λέσβο όπου η Proactiva διαθέτει πλέον σταθερή ομάδα, η οποία καλύπτει 17 χιλιόμετρα ακτογραμμής. Στη Λέρο τον περιμένουν η γυναίκα του και ο τριών ετών γιος τους. Μιλάει μαζί τους τακτικά αυτές τις μέρες μέσω Skype. «Νομίζω ότι θα είναι περήφανοι», λέει για την οικογένειά του.
Δεν αποκλείει αφού ολοκληρωθεί η αποστολή του ανοιχτά της Λιβύης να επιστρέψει εκεί εφόσον υπάρξει ανάγκη. «Βίωσα τόσο πολύ θάνατο και χαμό που, αν μου δοθεί η ευκαιρία, θα είμαι πάλι εδώ. Θα είμαι όπου χρειαστεί», λέει.
Via : www.kathimerini.gr