του Χριστόφορου Κάσδαγλη
Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες είθισται οι δημοσιογράφοι να γράφουν για το Πολυτεχνείο. Για τα θύματα, για το τανκ που γκρέμισε την πύλη, για τη θηριωδία της χούντας και για την αυταπάρνηση των φοιτητών, «Εδώ Πολυτεχνείο, σας μιλάει ο σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων». Για τον Ιωαννίδη που καραδοκούσε πίσω απ’ τις κουίντες και για την Κύπρο που έμελλε να θυσιαστεί, για το σφαγείο της Μπουμπουλίνας και για το ΕΑΤ-ΕΣΑ.
Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες καλούμαι κι εγώ να γράψω κάτι και πάντα το αποφεύγω – όλο αυτό έχει προ πολλού καταντήσει ένα κλισέ, κάτι σαν μνημόσυνο, σαν φτηνή σχολική γιορτή για την επανάσταση του ’21, σαν θρήνος γι’ αυτό που ήμασταν και γι’ αυτό που έχουμε γίνει. Και δεν εννοώ τόσο την πολιτική όσο τα χρόνια που πέρασαν – και την ηλικία.
Φέτος όμως δεν γίνεται να μη γράψω, είναι η ύβρις των ναζιστών, κι είναι ακόμα όλη αυτή η παραφιλολογία για τη μεταπολίτευση, που ενοχοποιείται για όλα τα στραβά.
Η γενιά του Πολυτεχνείου, σου λέει, φταίει για όλα. Δεν ανήκω σ’ αυτή τη γενιά, ανήκω στην αμέσως επόμενη, τη λανθάνουσα, γι’ αυτό και μπορώ να μιλήσω απροκατάληπτα. Έρχομαι, λοιπόν, τριάντα εννέα χρόνια μετά, κι έχοντας ζήσει με κομμένη την ανάσα την εξέγερση κι όλα όσα επακολούθησαν μέχρι σήμερα, μπορώ πλέον να πω με βεβαιότητα ότι δεν έφταιξαν οι ήρωες του Πολυτεχνείου που αποδείχτηκαν αργότερα κατώτεροι των περιστάσεων και πρωταγωνίστησαν αρνητικά στη διαμόρφωση του μεταπολιτευτικού σκηνικού – ως υπουργοί, ως βουλευτές, ως διαμορφωτές της κοινής γνώμης.
Ποτέ δεν φταίνε οι ήρωες επειδή είναι άνθρωποι κι αυτοί, και λυγίζουν κάτω από τις περιστάσεις της καθημερινότητας ενώ έχουν δοκιμαστεί στη φωτιά της μάχης. (Είναι γνωστό άλλωστε ότι σπανίως οι μεγάλοι παίκτες γίνονται και καλοί προπονητές, το ίδιο είναι, όσο κι αν το παράδειγμα μοιάζει ξεκάρφωτο.)
Οι κοινωνίες και τα πολιτικά συστήματα φταίνε, που βασίζονται σε προσωπικότητες, σε ατομικά πρότυπα και σε αναγνωρίσιμες περσόνες για να οργανωθούν γύρω απ’ αυτά, ερήμην της συλλογικότητας και της δημιουργικής σκέψης. Φταίνε οι κομματικοί μηχανισμοί και τα μίντια, που αντί να αναζητήσουν ιδέες και λύσεις για τα προβλήματα προτείνουν μεσσίες για την παράκαμψή τους. Φταίμε κι εμείς οι ίδιοι, οι πολίτες, που αντί να αναλάβουμε τις ευθύνες και τα ρίσκα μας, προτιμάμε να βρίσκουμε πάντα κάποιον «ηγέτη», κάποιον «χαρισματικό» να του αναθέσουμε εν λευκώ τις τύχες μας, κι αν χρειαστεί να τον μετατρέψουμε αργότερα σε αποδιοπομπαίο τράγο.
Αλλά αυτά παθαίνει όποιος προτιμά να ζει με τις αναμνήσεις του και να καταναλώνει παρωχημένα μεγαλεία, αντί να σκέφτεται και να δρα συλλογικά για το μέλλον.
Κι ούτε η μεταπολίτευση φταίει στο βαθμό που την ενοχοποιούν τα μίντια και οι δεκαρολόγοι της πολιτικής σκηνής. Όποιος ρίχνει το ανάθεμα στη μεταπολίτευση απλώς αποσιωπά το χάλι της δικτατορίας, κι ακόμα πιο πίσω τις αυταρχικές και ξεπουλημένες μεταπολεμικές κυβερνήσεις, τις ίντριγκες του παλατιού, τη διαφθορά του σχεδίου Μάρσαλ, τη Γιάλτα, τη Βάρκιζα και τον Εμφύλιο. Τη Μακρόνησο, τη Γυάρο και τον Άη Στράτη. Τη στρεβλή ανάπτυξη, την αντιπαροχή, το ρουσφέτι, τις δηλώσεις μετανοίας, τους προβοκάτορες και τους χαφιέδες της δεκαετίας του ’60, τους μαυραγορίτες και τους ταγματασφαλίτες της Κατοχής.
Ας μην ξαφνιαζόμαστε που οι ναζιστές σηκώνουν κεφάλι – τους αθωώνουμε χρόνια τώρα, με έργα και παραλείψεις. Τους διέσωσε το κράτος για να κάνει τη δουλειά του, τους περιέθαλψε και τους εξέθρεψε για να τους χρησιμοποιήσει. Κι έπειτα, όταν θέλησε να κρύψει την τριτοκοσμική μας μιζέρια και να μας επιτρέψει να γίνουμε Ευρωπαίοι, τους πέταξε στην άκρη γιατί χάλαγαν τη βιτρίνα. Δεν τους ξερίζωσε όμως…