Σε μια σύγχρονη Δημοκρατία, που σέβεται τον εαυτό της, η παραίτηση Μητσοτάκη θα έπρεπε να θεωρείται αυτονόητη, ως το πρώτο βήμα μιας διαδικασίας αυτοκάθαρσης, σημειώνει μιλώντας στην ΑΥΓΗ της Κυριακής ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Νίκος Μαραντζίδης. Όπως σημειώνει, η κυβέρνηση πρόσβαλε βαθιά το σύνταγμα, υπονόμευσε την εμπιστοσύνη στο κράτος δικαίου, παραβίασε θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα και, τέλος, διέρρηξε βασικούς κανόνες δημοκρατικής πολιτικής συμβίωσης. Επισημαίνει την ανάγκη για ένα «Δημοκρατικό Μέτωπο», που θα υπερασπιστεί τη δημοκρατική νομιμότητα και τους βασικούς κανόνες δημοκρατικής συμβίωσης.

Συνέντευξη

στον Σπύρο Ραπανάκη

Τι σημαίνουν για τη λειτουργία του πολιτεύματος, των θεσμών και της Δικαιοσύνης οι αποκαλύψεις για τις παρακολουθήσεις;

Οι πρόσφατες εξελίξεις αποκάλυψαν πρακτικές εκτροπής από το πλαίσιο της Φιλελεύθερης Δημοκρατίας και σημάδια διάρρηξης της μεταπολιτευτικής συμφωνίας, ιδιαίτερα αυτής που επιτεύχθηκε μετά το 1989, που αφορούσε στην πολιτική συμβίωση και τον σεβασμό των πολιτικών αντιπάλων. Η παρακολούθηση πολιτικών αντιπάλων και δημοσιογράφων από τις μυστικές υπηρεσίες της χώρας συνιστά όχι μόνο βαθιά προσβολή του συντάγματος, αλλά και υπονόμευση των δημοκρατικών κανόνων. Δυστυχώς, δεν πρόκειται για στιγμιαίο ατόπημα. Τα τελευταία τρία χρόνια, παρακολουθούμε μια διαρκή, σταδιακή και συνειδητή επιλογή απομάκρυνσης από τους βασικούς κανόνες λειτουργίας μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής Δημοκρατίας.Σε σχέση με την παρακολούθηση Ανδρουλάκη, ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε σε μια νόμιμη μεν διαδικασία, λάθος πολιτικά δε. Πώς το σχολιάζετε;

Η διάκριση μεταξύ «τυπικά επαρκών» και «πολιτικά μη αποδεκτών» ενεργειών, δηλαδή μια άλλη εκδοχή του διαβόητου διαχωρισμού μεταξύ «νόμιμου» και «ηθικού», δεν είναι απλώς μια «μίζερη, αδιέξοδη και μάταιη κυβερνητική γραμμή», όπως ορθώς την περιέγραψε ο Βαγγέλης Βενιζέλος, αλλά μας εισάγει σε μια νέα, επικίνδυνη πρακτική, που επαναφέρει μνήμες από την εποχή του «παρασυντάγματος», δηλαδή την εποχή που ακολουθούνταν νομοθετικές πρακτικές οι οποίες ήταν, από τη μια, αντίθετες στο σύνταγμα του 1952, αλλά, από την άλλη, λειτουργούσαν παράλληλα με αυτό, στη βάση της επίκλησης του κινδύνου για την «εθνική ασφάλεια», κινδύνου που ταυτιζόταν τότε με τον κομμουνισμό.

Με πιο σύγχρονους όρους, φαίνεται πως επιχειρείται από την κυβέρνηση η θεωρητική και πολιτική κατασκευή και νομιμοποίηση ενός «Βαθέος κράτους», το οποίο θα μπορεί να καθορίζει τα όρια της «εθνικής ασφαλείας» και των απειλών εναντίον της. Έτσι, για παράδειγμα, σύμφωνα με το σκεπτικό του πρωθυπουργού και του υπουργού Γεραπετρίτη, εάν συντρέχουν λόγοι «εθνικής ασφαλείας», θα μπορεί να παρακολουθείται από την ΕΥΠ κάθε πολιτικός (εφόσον αυτό είναι «τυπικά νόμιμο»). Ακόμη δηλαδή και ο ΠτΔ ή ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ή η πλειοψηφία των βουλευτών. Αντιλαμβανόμαστε πού οδηγεί αυτό το σκεπτικό αν το προεκτείνουμε; Δυνητικά το Βαθύ κράτος θα μπορεί να ακυρώσει ακόμη και τη λαϊκή βούληση, εφόσον κρίνει πως η τελευταία απειλεί την εθνική ασφάλεια.

Δικαιολογείται σε μια ευνομούμενη Φιλελεύθερη Δημοκρατία η ραγδαία αύξηση των αιτημάτων νόμιμων παρακολουθήσεων πολιτών τα τελευταία τρία χρόνια;Αυτή είναι μια ακόμη δραματική όψη της διολίσθησης στον «αυταρχικό κρατισμό», όπως θα τον ονόμαζε ο Νίκος Πουλαντζάς, σε μια κατάσταση δηλαδή όπου παρατηρείται ένας διαρκώς αυξανόμενος έλεγχος σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής και συνδυάζεται με τη παρακμή των θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και των περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων και των πολιτικών ελευθεριών. Η κατάσταση αυτή, θα έλεγε ο Πουλαντζάς, εμπεριέχει στοιχεία ολοκληρωτισμού, που μπορούν να αποκρυσταλλωθούν σε παρακρατικό μηχανισμό.

Με άλλα λόγια, σήμερα, όλοι όσοι έχουν ασκήσει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο κριτική στην κυβέρνηση, όλοι όσοι θεωρούνται «αιρετικών απόψεων», αλλά και οι συνομιλητές τους, έχουν την αίσθηση πως υπήρξαν ή/και είναι θύματα παρακολούθησης. «Παρακολουθούν κι εμένα λες;» είναι το talk of the town, που λένε κι Αγγλοσάξονες. Πρόκειται για κάτι τρομακτικό, αν σκεφτεί κανείς πως μας επιστρέφει στο παρακράτος της μετεμφυλιακής εποχής.

Πώς κρίνετε τις εξηγήσεις και τις αλληλοδιαψεύσεις της κυβέρνησης; Αρκεί η παραίτηση Δημητριάδη ως ανάληψη πολιτικής ευθύνης;

Η κυβέρνηση, αφού παλινδρόμησε για κάποιες μέρες μεταξύ κυνισμού, γελοιότητας και υποκρισίας, κατέληξε στη γραμμή του «βαθέος κράτους». Σε μια σύγχρονη Δημοκρατία, που σέβεται τον εαυτό της, η παραίτηση Μητσοτάκη θα έπρεπε να θεωρείται αυτονόητη, ως το πρώτο βήμα μιας διαδικασίας αυτοκάθαρσης. Δυστυχώς, τίποτε δεν είναι αυτονόητο γι’ αυτές τις κοσμοπολίτικες ελίτ που μας κυβερνούν, εκτός από την ακόρεστη βουλιμία τους για εξουσία.

Θεωρείτε ότι διαμορφώνονται νέες συνθήκες, ενδεχομένως και ως ανάγκη πια, συγκρότησης ενός πολιτικού και κοινωνικού μετώπου για την προάσπιση της ίδιας της δημοκρατικής και θεσμικής λειτουργίας;

Η κυβέρνηση πρόσβαλε βαθιά το σύνταγμα, υπονόμευσε την εμπιστοσύνη στο κράτος δικαίου, παραβίασε θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα και, τέλος, διέρρηξε βασικούς κανόνες δημοκρατικής πολιτικής συμβίωσης – πως δηλαδή δεν μπορείς να παρακολουθείς τους πολιτικούς σου αντιπάλους, γιατί αυτό μετατρέπει την πολιτική σκηνή σε αρένα ενός κτηνώδους αγώνα, όπου οι παρακολουθήσεις, οι εκβιασμοί και οι απειλές γίνονται κεντρικό στοιχείο αυτής της κατάστασης πολιτικού πρωτογονισμού.

Στη ζοφερή αυτήν πραγματικότητα λοιπόν, είναι απόλυτη ανάγκη να συγκροτηθεί ένα «Δημοκρατικό Μέτωπο», ένα ευρύ κίνημα πολιτών, που θα συνδεθεί με πολιτικές οργανώσεις και κοινωνικούς φορείς προκειμένου να υπερασπιστεί τη δημοκρατική νομιμότητα και τους βασικούς κανόνες δημοκρατικής συμβίωσης. Δεν είναι μόνο η δημοκρατική νομιμότητα που απειλείται, είναι ένας πολιτικός πολιτισμός, που κάναμε δύο αιώνες ως πολιτική κοινωνία για να τον κατακτήσουμε: άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, πήγαν φυλακή, βασανίστηκαν, εξορίστηκαν, έγιναν πρόσφυγες. Κάθε πολίτης έχει ευθύνη να μην αφήσει τις θυσίες να πάνε χαμένες.

Πηγή : https://www.avgi.gr