Από τον ΑΝΤΩΝΗ ΜΠΟΣΚΟΪΤΗ
Η γέννησή μου είναι λίγο τρελή, γιατί η μάνα μου είχε δύσκολη γέννα και ο πατέρας μου την έφερε από τον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης στην Αθήνα για να γεννήσει σε ένα νοσοκομείο πολυτελείας. Εκεί γεννήθηκα, μέσα στον κόσμο των Ανακτόρων, αλλά ο πατέρας μου, Κρητικός μέσ’ από την ψυχή του ολόκληρη, δεν το δέχτηκε αυτό! Με πήρε τυλιγμένο σε μια πάνα και με έφερε πίσω στον Άγιο Νικόλαο, όπου και ενεγράφην στο Μητρώο Αρρένων του Ιανουαρίου του 1927. Ενώ, δηλαδή, έχω γεννηθεί στις 15 Δεκεμβρίου του 1926, οι ημερομηνίες γέννησής μου είναι δύο: μία βιολογική και μία γραφειοκρατική.
Ο πατέρας μου ήταν δικηγόρος και πολιτικός του Βενιζέλου. Έγινε υπουργός Δικαιοσύνης και μπλέχτηκε για τα καλά με την πολιτική, πράγμα που δεν άρεσε σε όλους. Στους Κρητικούς, όμως, άρεσε, αφού έχουν την ιδιαιτερότητα να θέλουν παντού δικούς τους ανθρώπους. Ο Ιωσήφ Κούνδουρος, λοιπόν, έγινε επί σειρά ετών ο άνθρωπός τους, περνώντας απ’ όλα τα αξιώματα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Μετά την ήττα του Βενιζέλου, ο πατέρας μου εξορίστηκε και βρέθηκε στην Αφρική, στο Καμερούν, εκδίδοντας μάλιστα μια ελληνόφωνη εφημερίδα. Γύρισε πίσω και πέθανε το ’42 στην Αθήνα. Εγώ τότε ήμουν 16 ετών και θυμάμαι απολύτως τον θάνατό του ως κάτι συνταρακτικό.
Ήμασταν και τρία αδέρφια: ο Ρούσσος πρώτος, που έγινε ντοκιμαντερίστας, εγώ μετά και τελευταίος ο Γιώργος, ένας τύπος μπον-βιβέρ. Η μητέρα μας ήταν επίσης κόρη εισαγγελέα, του Γιαμαλάκη, βαρύγδουπο όνομα για την Κρήτη την εποχή εκείνη! Έτσι, βρέθηκα να μεγαλώνω, κατά κάποιον τρόπο, σαν αρχοντόπουλο. Είχαμε μερίδιο σε ένα μεγάλο πυρηνελαιουργείο, το οποίο μας μεγάλωσε, μας σπούδασε. Ήταν η πηγή της οικονομικής μας ευμάρειας. Κατάλαβα κάπως περίεργα ότι η Τέχνη ήταν ο προορισμός μου. Ο πατέρας μου είχε μια αδυναμία στις βυζαντινές εικόνες. Εμένα μου άρεσε να τις «διορθώνω» κι έτσι βρέθηκα ανακατεμένος με χρώματα, με πινέλα, με όλον αυτό τον μαγικό κόσμο της ζωγραφικής που μου αποκαλυπτόταν.
Ήρθε η στιγμή ν’ αποφασίσω με τι θα ασχοληθώ. Ο Ρούσσος ήθελε να γίνει γιατρός, ο Γιώργος –σας είπα– ήταν μπον-βιβέρ και τον απασχολούσαν τα κορίτσια και τα καφενεία περισσότερο, οπότε εγώ μπήκα στην Καλών Τεχνών. Σπούδασα με σεβασμό γλυπτική και ζωγραφική για τέσσερα χρόνια. Στη γλυπτική είχα καθηγητή τον Τόμπρο, έναν εξαίρετο καλλιτέχνη και άνθρωπο. Εκεί, Καλών Τεχνών και Αρχιτεκτονική συστεγάζονταν και σιγά-σιγά μπήκε η ιδέα στον νου μου να γίνω αρχιτέκτονας. Έδωσα εξετάσεις, αλλά τον πρώτο χρόνο με συνέλαβε η αστυνομία και με έστειλαν στο Μακρονήσι.
Θυμάμαι με συγκίνηση ένα άλλο περιστατικό. Ήμουν χτυπημένος για τα πολιτικά, πάλι στο νοσοκομείο. Ήρθε να με δει ο Χατζιδάκις. Πήγα να του μιλήσω ξεψυχισμένα κι έπαθα αιμόπτυση. Κι εκείνος, νομίζοντας ότι θα πεθάνω, έσκυψε και με φίλησε στο στόμα! Παρόλο που θα λέγαμε ότι η καριέρα μου ως αρχιτέκτονα διακόπηκε, αυτό δεν συνέβη. Στην εξορία μου «έχτιζα» χώρους για τους αξιωματικούς, χώρους για το εκκλησίασμα, χώρους για τους δυστυχισμένους, χώρους για τους θεατρίνους! Έφτιαξα το πρώτο θέατρο της Μακρονήσου από πέτρες, τούβλα και χώμα. Χωρίς να το πολυθέλω, γλίστρησα στη σκηνοθεσία θεάτρου.
Στη Μακρόνησο γνώρισα πάρα πολύ κόσμο. Ανήκα σε μια επίλεκτη ομάδα διανοούμενων αντιφρονούντων. Μεταξύ αυτών και ο Άρης Αλεξάνδρου, ο ποιητής. Επειδή πηγαινοερχόμουν στην Αθήνα για να πάρω τούβλα, κεραμίδια και υλικά, μου λέει μια μέρα ο Αλεξάνδρου: «Ψάξε, σε παρακαλώ, να βρεις τη μάνα μου και να της πας αυτό το γράμμα». Αυτός ήταν ο πυρήνας της κινηματογραφικής μου σταδιοδρομίας, γιατί, ψάχνοντας τη μαμά του Αλεξάνδρου, βρέθηκα στο Δουργούτι, σε έναν πραγματικά άθλιο συνοικισμό προσφύγων από παράγκες με τενεκέδες για σκεπή. Τους αγάπησα και με αγάπησαν κι όταν ξεκαθάρισαν μέσα μου τα πράγματα, είπα: «Θα κάνω μια ταινία για να καταγράψω αυτό τον κόσμο της απόλυτης φτώχειας». Μου ήταν εντελώς άγνωστος ο κόσμος αυτός.
Σινεμά δεν είχα σπουδάσει, δεν είχα καν ιδέα πού μπαίνει η μηχανή λήψης. Με συντρόφια από το Μακρονήσι έγινε η πρώτη μου ταινία, η Μαγική Πόλη, που σίγουρα ήξεραν από κινηματογράφο παραπάνω από μένα. Κοντά τους έμαθα κι εγώ το σινεμά. Να σας πω και μια αστεία ιστορία: η Λυμπεράκη, που είχε γράψει το σενάριο, είχε μητέρα που ήταν ακόλουθος της Φρειδερίκης, της βασίλισσας. «Έχει λεφτά η μάνα μου», μας λέει, οπότε βάζουμε με τον Χατζιδάκι τα καλά μας για να συναντήσουμε τη μάνα της στου Ζόναρς και να την πείσουμε να χρηματοδοτήσει την ταινία! Φτάνουμε, μάλλον με συμπάθησε, αφού κι εγώ ήμουν αστός και όχι λαϊκό παιδί. Κάποια στιγμή σταματά μπροστά στου Ζόναρς ένα ταξί και πετάγεται από μέσα ένα θηρίο! «Ρε Κούνδουρε», φωνάζει! Εγώ τα χάνω και σηκώνομαι προς το μέρος του. «Ρε, δεν με θυμάσαι;», συνεχίζει αυτός. «Ρε, εγώ είμαι που γάμησα τον πιτσιρικά στη Μακρόνησο κι εσύ με γλίτωσες από το σύρμα»! Τα ‘χασα, ο κόσμος όλος είχε γυρίσει να δει ποιος γάμησε τον πιτσιρικά. «Πάει η ταινία, πάει η χρηματοδότηση, πάνε τα όνειρα, πάνε όλα», είπα μέσα μου. Επιστρέφω στο τραπέζι, όπου η ακόλουθος της βασίλισσας γυρνάει και με ρωτάει: «Τι θα πει «εγάμησα»;». Μάλιστα! Η κυρία αυτή δεν ήξερε τι θα πει «γάμησα» και η ταινία έγινε κανονικά! «
Με έχουν πει νεορεαλιστή σκηνοθέτη, αλλά εγώ πάλι δεν είχα ιδέα από νεορεαλισμό. Το ίδιο κι αργότερα, με το Vortex, που με είπαν «νουβέλ βαγκ». Ίσως να μην ήξερα τον προορισμό μου και να δρούσα καλλιτεχνικά από ένστικτο και βαθιά θέληση.
Ακούγεται κοινοτοπία να λες «ο άνθρωπος της ζωής μου ήταν ο τάδε», αλλά για μένα, ναι, ο άνθρωπος της ζωής μου ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις. Η μάνα του ήταν φίλη με τη μάνα μου, πίνανε τα καφεδάκια τους. Μια μέρα, λέει η κυρία Αλίκη: «Να σου γνωρίσω τον γιο μου». Κι έτσι γνώρισα τον Μάνο. Άκου τώρα ιστορία: ήμουν απ’ τους ανθρώπους που κράταγαν το φέρετρο του Χατζιδάκι. Το διανοείσαι; Είναι πολύ σκληρό, έπειτα από μια κοινή πορεία τόσων χρόνων… Ο Χατζιδάκις ήταν ομοφυλόφιλος, αλλά δεν το έδειχνε εκείνα τα χρόνια, έχει σημασία αυτό. Εγώ δεν είχα καταλάβει τίποτα και από κουτσομπολιά μόνο μάθαινα ότι ήταν αυτό που ήταν. Έκανα πως δεν ήξερα μέχρι το τέλος της ζωής του. Ήταν και ήμουν διακριτικός. Τον προστάτευα, όμως, στον δρόμο, όταν περπατούσαμε και δεχόταν πειράγματα ρατσιστικά του στυλ «ψιτ, εσύ καλέ» και τέτοια. Ο Χατζιδάκις δεν συμπαθούσε καθόλου το μπουζούκι. «Θες να σε πάω κάπου, Μάνο, να δεις έναν άλλο κόσμο;», τον ρωτάω ένα βράδυ. Και τον πήγα σε μια τρύπα στην Ομόνοια, εκεί όπου έπαιζε ο Μάρκος Βαμβακάρης και γνωρίστηκαν. Θυμάμαι, μάλιστα, ότι και ο Βαμβακάρης, σαν είδε τους μάγκες έτοιμους να πειράξουν τον ευαίσθητο Χατζιδάκι, τράβηξε μια καρέκλα, τον φώναξε κοντά του και του είπε: «Εσύ εδώ θα κάθεσαι, νεαρέ, δίπλα μου!». Μετά την εμπειρία αυτή, ο επίσης αστός Χατζιδάκις γνώρισε τον κόσμο του ρεμπέτικου και συνέθεσε την περίφημη ομιλία του στο Θέατρο Τέχνης.
Θυμάμαι με συγκίνηση ένα άλλο περιστατικό. Ήμουν χτυπημένος για τα πολιτικά, πάλι στο νοσοκομείο. Ήρθε να με δει ο Χατζιδάκις. Πήγα να του μιλήσω ξεψυχισμένα κι έπαθα αιμόπτυση. Κι εκείνος, νομίζοντας ότι θα πεθάνω, έσκυψε και με φίλησε στο στόμα! Για μένα γράφτηκε το πιανιστικό έργο ,«Για μια μικρή λευκή αχηβάδα». Πηγαίναμε τότε για μπάνια στο Φάληρο όλοι οι φίλοι, αλλά μια μέρα δεν ήρθε ο Μάνος. Γυρνώντας, μπαίνω στο Θέατρο Τέχνης και στο τέλος του διαδρόμου τον βλέπω σε μια γωνιά, να παίζει πιάνο. Τότε είχαμε ανακαλύψει τον Ευγένιο Ο’Νιλ και είχαμε πάθει την πλάκα μας. Σκεφτόμασταν και λειτουργούσαμε ποιητικά. Χωρίς να κάνω θόρυβο, λοιπόν, του αφήνω πάνω στο πιάνο μια μικρή, λευκή αχηβάδα. «Μνήμη της θάλασσας, Μάνο μου, που δεν ήρθες» του λέω. Έτσι βαφτίστηκε και το νέο έργο του!
Ο Χατζιδάκις με αγάπησε και τον αγάπησα με αφοσίωση, οι ομοφυλοφιλίες μπήκαν στην άκρη, αφού ο ίδιος είχε μια σεμνότητα περίεργη. Πέραν των προηγούμενων, ο Χατζιδάκις ήταν ο μουσικός μου. Έγραψε μουσική για την «ασπρόμαυρη» περίοδό μου, στη Μαγική Πόλη, στον Δράκο, στους Παράνομους και στο Ποτάμι. Δεν θα μπορούσα να σκεφτώ άλλον συνθέτη για συνεργάτη μου. Εγώ, δε, ήμουνα μούργος, καμία σχέση με τη μουσική. Κάποτε που μπήκα στο Αμερικανικό Προξενείο, πήρε το μάτι μου μια κούτα με δίσκους βινυλίων. Τους έκλεψα διακριτικά έναν-έναν και τους χάρισα στον Χατζιδάκι. Μιλάμε για τη σύγχρονη μουσική του καιρού εκείνου, που δεν είχαμε ιδέα εμείς εδώ. Τι να ξέραμε από Κόπλαντ και Σοστακόβιτς;
Θέλω να τονίσω ότι καμιά ταινία μου δεν περιείχε ντίβες. Έδινα μεγάλη σημασία στις φυσιογνωμίες, τα πρόσωπα των ηθοποιών, γυναικών και ανδρών. Θέλω να τονίσω ότι καμιά ταινία μου δεν περιείχε ντίβες. Έδινα μεγάλη σημασία στις φυσιογνωμίες, τα πρόσωπα των ηθοποιών, γυναικών και ανδρών.
Ο Δράκος, θα έλεγα, έγινε από ένα πείσμα μου. Τι να πω για τον Δράκο, που μιλάω συνεχώς, επί μισό αιώνα, για την ταινία αυτή, που κυνηγήθηκε ανελέητα από την Αριστερά και την κριτική της εποχής; Έμοιαζε σαν να ήταν το λάθος της ζωής μου! Θα σου πω κάτι που δεν είναι πολύ γνωστό: ο Δράκος έγινε ό,τι έγινε, έκανε ό,τι έκανε, ύστερα από ένα βιβλίο που έγραψε κάποια χρόνια μετά ένας Αμερικανός συγγραφέας. Είχε δει την ταινία σε μια φοιτητική λέσχη και κάθισε κι έγραψε ολόκληρο βιβλίο, βγάζοντας μέσω εμού και της ταινίας μου όλο τον αντιαμερικανικό του οίστρο. Το βιβλίο αυτό, μάλιστα, έφτασε μέχρι και στα χέρια του Κένεντι! Η καλλιτεχνική επιτυχία του Δράκου έκανε γνωστό το έργο μου σε Αμερική και Ευρώπη, παρόλο που το ’54 η Μαγική Πόλη συμμετείχε στο Φεστιβάλ Βενετίας. Εκεί γνώρισα τον Λουκίνο Βισκόντι – να κάτι επίσης άγνωστο σχετικά! Ζήτησε, λοιπόν, ο Βισκόντι να γνωρίσει τον «Έλληνα, το ομορφόπαιδο». Μιλήσαμε με τα λίγα γαλλικά που ήξερα, αλλιώς θα ήταν αδύνατη η συνεννόηση. «Θέλω να σε γνωρίσω καλύτερα», μου έλεγε, «να μπω στην ψυχή σου και στο μυαλό σου». Δεν έγινε τίποτε απ’ όλα αυτά, δεν τον ξανάδα!
Παρακολουθούσα, όμως, μέσα στα χρόνια τις αριστουργηματικές ταινίες του. Έχω και μια ωραία, αστεία ιστορία με τον Φεντερίκο Φελίνι! Ήμουν στην Ιταλία, πολλά χρόνια μετά τη Μαγική Πόλη, στα τέλη του ’60, όταν έφτιαχνα το Πρόσωπο της Μέδουσας, γνωστό και ως Vortex. Έμενα σ’ ένα σπίτι σε ένα στενό δρομάκι της Ρώμης. Θυμάμαι και το όνομα: «Βίκολο ντελ Ατλέτα». Βγαίνω ένα πρωί, από τη μια μεριά εγώ, στην άλλη ένας ευτραφής κύριος με καπέλο. Κοντοσταθήκαμε. «Μποντζιόρνο, καβαλιέρο», του λέω. Τα ‘χασε ο άνθρωπος. «Ίο σόνο Γκρέκο». «Α, Γκρέκο…» κάνει αυτός με ενθουσιασμό, «Ίο σόνο Φεντερίκο Φελίνι». Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε, έφυγε ο ένας από δω, ο άλλος από κει, δεν τον ξανάδα ποτέ κι αυτόν.
Υπήρχε ένα κόμπλεξ ταπεινοσύνης απέναντι σ’ αυτά τα θηρία του κινηματογράφου, τον Βισκόντι, τον Φελίνι, τον Παζολίνι. Κάπου, όμως, υπήρχε και η αίσθηση ότι κι εμείς δεν είμαστε οι τελείως ασήμαντοι. Ειδικά μετά το άνοιγμα του Αγγελόπουλου, είχαν υπ’ όψιν τους ότι υπάρχει κι ένας μακρινός ελληνικός κινηματογράφος. Με όλες μου τις μετέπειτα ταινίες, από το Ποτάμι και τους Παράνομους μέχρι τους Φωτογράφους και την τελευταία μου, το Πλοίο για την Παλαιστίνη, δεν επέτρεψα στον εαυτό μου να μπει σ’ αυτό που λέγανε «δόξα του κινηματογράφου».
Ποτέ δεν μπήκα στη λογική της βιομηχανίας του κινηματογράφου και ποτέ δεν δούλεψα με σταρ σαν τη Βουγιουκλάκη, την Καρέζη και τη Λάσκαρη. Φαντάζομαι, κι εκείνες θα με αντιμετώπιζαν με σνομπισμό, κάπως σαν το «ψώνιο» της εποχής τους. Ο Φίνος, ωστόσο, μ’ αγαπούσε πολύ και με πίστευε. Με τη βοήθειά του ολοκλήρωνα τις ταινίες μου, αφού τις πλήρωνε ως ένα σημείο, μου έδινε υλικά, εργαστήρια, τεχνική υποστήριξη. Με έχουν πει νεορεαλιστή σκηνοθέτη, αλλά εγώ πάλι δεν είχα ιδέα από νεορεαλισμό. Το ίδιο κι αργότερα, με το Vortex, που με είπαν «νουβέλ βαγκ». Ίσως να μην ήξερα τον προορισμό μου και να δρούσα καλλιτεχνικά από ένστικτο και βαθιά θέληση.
Χαρακτηριστικό είναι ότι το 1963, όταν έκανα τις Μικρές Αφροδίτες, μου λέει ένας φίλος μου, ο Παγιατάκης: «Δεν στέλνεις καμιά ταινία στο Φεστιβάλ Βερολίνου; Δίνουν σημασία στη χώρα καταγωγής της κάθε ταινίας». Ποιον να πήγαινα να ανταγωνιστώ εγώ τώρα και με τι; Κι όμως! Οι Μικρές Αφροδίτες πήγαν στο Βερολίνο και βραβεύτηκαν, τα δε δικαιώματά τους, μερικά χρόνια μετά, τα πήρε ένας δαιμόνιος Γιαπωνέζος, ο οποίος έβγαλε διανομή την ταινία σε μεταμεσονύκτιες προβολές σε αντεργκράουντ νεοϋορκέζικες αίθουσες. Έτσι, η ταινία λατρεύτηκε από το κίνημα των χίπις, αφού τους εξέφραζε με όλη αυτή την «επιστροφή στη φύση» που πρέσβευε. Θέλω να τονίσω ότι καμιά ταινία μου δεν περιείχε ντίβες. Έδινα μεγάλη σημασία στις φυσιογνωμίες, τα πρόσωπα των ηθοποιών, γυναικών και ανδρών. Εγώ επέβαλα κατά έναν τρόπο τον Ντίνο Ηλιόπουλο και τον Γιώργο Φούντα. Μετά τη Μαγική Πόλη, ο Κακογιάννης πήρε τον Φούντα στη Στέλλα. Είχαμε καλή σχέση με τον Κακογιάννη, αγαπιόμασταν, ήμασταν της ίδιας σειράς. Λάτρεψα τη γυναίκα στη ζωή μου και πάντα, σε όλες μου τις ταινίες, το ερωτικό στοιχείο εκπροσωπήθηκε από τη γυναίκα. Η Μαγική Πόλη περιείχε γυναικείο γυμνό, κάτι προκλητικό για το ’54 που γυρίστηκε. Το βλέμμα μου και ο φακός μου κινήθηκαν μια ζωή πάνω στο ανθρώπινο σώμα ως συνθήκη ύπαρξης.
Καταγγέλλω τους Ευρωπαίους! Πολύ σωστά, δυο-τρεις άνθρωποι με υπόσταση στον χώρο τους, όπως η Αντζελίνα Τζολί, είπαν ένα μπράβο στους Έλληνες! Ήμασταν οι μόνοι που υποδέχτηκαν τα γυναικόπαιδα και τους άνδρες πρόσφυγες πολέμου με βαθιά αγάπη και συναισθήματα αλληλεγγύης. Τι έκαναν οι άλλοι, οι Γερμανοί, οι Ούγγροι, οι Βαλκάνιοι; Έκλεισαν τα σύνορά τους. Φοβήθηκαν. Η Ελλάδα, απ’ την άλλη, κράτησε μια στάση που την πλήρωσε και θα την πληρώσει, ως φαίνεται. Η λέξη «ενθουσιασμός» για τη στάση των Ελλήνων συνοδεύεται, δυστυχώς, και από τη λέξη «κουταμάρα», αφού υπήρξαμε κουτοί εξαρχής στο προσφυγικό. Θα έπρεπε να έχουμε διασφαλίσει τη συνεργασία των άλλων χωρών στο ζήτημα. Κάτι τέτοιο δεν έγινε ποτέ, οι άλλοι σκλήρυναν απάνθρωπα σχεδόν τη στάση τους και φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.
Ένα περίεργο πράγμα! Λίγο πριν με συναντήσεις γι’ αυτήν τη συζήτηση, ξεφύλλιζα με τη βοηθό μου, τη Μαρία Καραμητσοπούλου, παλιά άλμπουμ. Επιστολές τριάντα χρόνων! Εγώ τις υπέγραφα; Εγώ! Από Βιέννη, Μόσχα, Βερολίνο, Κάιρο, Μαρόκο – όλες οι χώρες του γνωστού κόσμου με «περιείχαν», όπως τις περιείχα κι εγώ. Έζησα μια περιπέτεια και δεν την πήρα χαμπάρι. Τι μένει απ’ όλο αυτό; Ούτε η επαφή με την Τέχνη, ούτε το έργο που αφήνεις. Η επαφή με τους ανθρώπους μετράει, η συνομιλία, η κουβέντα, η αφήγηση, το μοίρασμα. Το ότι εσύ είσαι εδώ και μιλάμε τούτη την ώρα. Με τρομάζει πάρα πολύ η μοναξιά. Τι να κάνω; Πώς ν’ αντιμετωπίσω αυτή την έρμη τη μοναξιά; Κι αν με ρωτήσεις αν έχω φίλους, θα σου πω να ανοίξεις αυτό το κόκκινο τετράδιο εκεί πάνω, το καρνέ μου. Άνοιξέ το σε μια τυχαία σελίδα. Τι βλέπεις; Ονόματα, τηλέφωνα και δίπλα σταυρουδάκια. Δεν είναι εύκολο να ζει ο άνθρωπος ως τα 90 του… Θα δεις. Ο Καμπανέλλης έφυγε σχεδόν συνομήλικός μου, ο Χατζιδάκις έφυγε νέος σχετικά, όλοι φύγανε πριν από μένα. Κι αυτό, πίστεψέ με, είναι βαθύτατα στενόχωρο και πάρα πολύ μελαγχολικό.
Info: Το Ημερολόγιο του Νίκου Κούνδουρου κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Άγρα με τη συμβολή της ανθρωπολόγου και βοηθού του, Μαρίας Καραμητσοπούλου.
O ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΠΟΣΚΟΪΤΗΣ ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΠΟΣΚΟΪΤΗΣ Σπούδασε κινηματογράφο και δημοσιογραφία στην Αθήνα. Από το 1999 κείμενα του δημοσιεύονται στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο. Περισσότερες από 300 συνεντεύξεις με καλλιτέχνες από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Ραδιοφωνικός παραγωγός στο διαδικτυακό ΜεταΔεύτερο. Επιμελείται δισκογραφικές παραγωγές. Σκηνοθέτης των βραβευμένων ντοκιμαντέρ »Φλέρυ – Τρελή του φεγγαριού» (2002), »Ζωντανοί στο Κύτταρο – Σκηνές Ροκ» (2006) και »Κατερίνα Γώγου – Για την
Via : www.lifo.gr