Μικτή τεχνική του Γιώργου Μικάλεφ
Ο Μιχαήλ Αλεξάντροβιτς Μπακούνιν, ο πιο γνωστός της πρώτης γενιάς των φιλόσοφων του αναρχισμού. Ήταν ο γίγαντας του επαναστατικού κινήματος της Ευρώπης από το 1848 έως το θάνατό του το 1876. Κατά πολλούς ο «πατέρας της αναρχίας». Στην πορεία της ζωής του θα γίνει ακτιβιστής του αναρχικού σοσιαλισμού, μέλος της Πρώτης Διεθνούς, θα προβλέψει το τραγικό αδιέξοδο της δικτατορίας του προλεταριάτου, θα έρθει σε σύγκρουση με τον Μαρξ, θα συμμετάσχει σε εξεγέρσεις και θα εμπνεύσει ολόκληρες γενιές ταξικής πάλης σε παγκόσμια κλίμακα.
Επιμέλεια: Δημήτρης Λαμπρόπουλος
Τα πρώτα χρόνια
Ο Μπακούνιν ήταν ο μεγαλύτερος γιος ενός μικρού γαιοκτήμονα στην επαρχία Τβερ. Γεννήθηκε στις 30 Μαϊου του 1814. Προερχόμενος από αριστοκρατική ρωσική οικογένεια, προοριζόταν για στρατιωτική καριέρα στην Αγία Πετρούπολη. Εντούτοις, εκείνος πίστευε ότι οι στρατιώτες είναι δουλοπάροικοι, που δωροδοκούνται με αμοιβές και δώρα για να καταστείλουν τον υπόλοιπο λαό. Και ενώ, το 1828, κατατάχτηκε στη σχολή του πυροβολικού, στρέφει το ενδιαφέρον του προς τη φιλοσοφία. Το 1832 γίνεται αξιωματικός, αλλά μην αντέχοντας τον τρόπο ζωής στο στρατό, παραιτείται το 1835 και οδεύει για τη Μόσχα όπου ελπίζει να σπουδάσει φιλοσοφία.
Η επαναστατική του πορεία ξεκίνησε όταν φοίτησε στην Σχολή Πυροβολικού στην Αγ. Πετρούπολη και στάλθηκε αργότερα σε στρατιωτική μονάδα στο πολωνικό μέτωπο. Το 1835 ήταν αδικαιολόγητα απών και παραιτήθηκε, μια κίνηση για την οποία ξέφυγε τελικά της σύλληψης για λιποταξία.
Κατά τα επόμενα πέντε χρόνια μοίρασε το χρόνο του ανάμεσα στο Premukhino, όπου βυθίστηκε στη μελέτη των Γερμανών φιλόσοφων Johann Fichte και Georg Wilhelm Friedrich Hegel και της Μόσχας, όπου συμμετείχε στους λογοτεχνικούς κύκλους του κριτικού Βισαρίωνα Γκριγκόρεβιτς Μπελίνσκυ, του μυθιστοριογράφου Ιβάν Τουργκένεφ, και του δημοσιογράφου Αλεξάντρ Χέρσεν. Το 1840, με τις απόψεις του ακόμα σε ρευστή και ταραγμένη κατάσταση, ταξίδεψε στο Βερολίνο για να ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του. Εκεί επηρεάστηκε από τους Νέους Εγελιανούς, τους ριζοσπάστες οπαδούς του Χέγκελ. Μετά από τη μετακίνησή του στη Δρέσδη, ο Μπακούνιν δημοσίευσε το πρώτο του επαναστατικό κριό σε ένα ριζοσπαστικό περιοδικό το 1842, καταλήγοντας με έναν πλέον διάσημο αφορισμό: «Το πάθος για καταστροφή είναι επίσης ένα δημιουργικό πάθος». Αυτό του διαταγή να επιστρέψει στη Ρωσία και, λόγω της άρνησής του, απώλεσε τελικά το διαβατήριό του. Μετά από σύντομες περιόδους στην Ελβετία και το Βέλγιο, ο Μπακούνιν εγκαθίσταται στο Παρίσι, όπου συνεργάζεται με γάλλους και γερμανούς σοσιαλιστές, όπως ο Pierre-Joseph Joseph Proudhon και ο Karl Marx, και πολλούς πολίτες της Πολωνίας που τον ενέπνευσαν να συνδυάσει το αίτημα της εθνικής απελευθέρωσης των σλαβικών λαών με εκείνο της κοινωνικής επανάστασης.
Διωγμοί – Φυλάκιση – Εξορία
Το 1849 ανεβαίνει στα οδοφράγματα της Δρέσδης στο πλευρό του Ρίχαρντ Βάγκνερ. Προσπαθώντας να διαφύγει από τη Δρέσδη συνελήφθη, φυλακίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο το Μάιο του 1850. Η καταδίκη του μετατράπηκε σε ισόβια. Σχεδίασε να δραπετεύσει στην Αυστρία, συνελήφθη ξανά και καταδικάστηκε σε θάνατο αλλά τελικά εκδόθηκε στη Ρωσία. Μολονότι έμεινε εξόριστος σε ένα μπουντρούμι στο φρούριο Νέβα της Βαλτικής και για μεγάλο χρονικό διάστημα στη Σιβηρία (όπου παντρεύτηκε τη νεαρή Πολωνέζα, Αντονία Κβιατκόφσκα), κατόρθωσε να δραπετεύσει και να περπατήσει ανατολικά πάνω από 1.000 μίλια μέσα από τρομερές κακουχίες, φθάνοντας στη θάλασσα, από όπου πέρασε απέναντι στην Ιαπωνία.
Από εκεί πήγε στην Καλιφόρνια, στη Νέα Υόρκη, για να καταφύγει τελικά στο Λονδίνο όπου φιλοξενήθηκε από τον Χέρτσεν. Έχοντας υποστεί αναρίθμητες δυσκολίες και περιπέτειες και έχοντας αναμιχθεί με όλους τους τύπους των ανθρώπων, κάτω από όλες τις συνθήκες, διαπίστωσε ότι κάθε κυβέρνηση ήταν τυραννία. Ρίχτηκε στην επαναστατική δράση με έντονο ενθουσιασμό και δημοσίευσε με τον Χέρτσεν τον “Συναγερμό της Επανάστασης”.
Η Πρώτη Διεθνής και ο Μαρξ
Η διαμόρφωση της αναρχικής θεωρίας θεμελιώθηκε το 1864, χρονιά που ο Μπακούνιν ζούσε πια στην Ιταλία. Το 1868 μπήκε στην Α’ Διεθνή, μια ομοσπονδία ριζοσπαστικών συνδικάτων με παραρτήματα-σωματεία στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Οι συγκρούσεις μεταξύ του Μπακούνιν και του Μαρξ διαποτίζουν την ιστορία της Διεθνούς και αντικατοπτρίζουν τις διαφορές τους σε επίπεδο τοποθέτησης και χαρακτήρα. Από τη μια, ο Μαρξ ήταν πολιτικός επαναστάτης, από την άλλη, ο Μπακούνιν ήταν κοινωνικός.
Ανάμεσα στα 1869 και 1870, ο Μπακούνιν γνωρίζεται με τον Σεργκέι Νετσάγιεφ ο οποίος φαίνεται να εκμεταλλεύεται τον επαναστατικό ενθουσιασμό του πρώτου προκειμένου να υλοποιήσει τα διάφορα σχέδιά του. Σύντομα ο Μπακούνιν διακόπτει κάθε σχέση με τον Νετσάγιεφ για πολλούς λόγους, κυρίως όμως λόγω της μακιαβελλικής και «Ιησουίτικης» μεθόδου του Νετσάγιεφ – που, εκτός των άλλων, συμπεριέλαβε και τη δολοφονία ενός συντρόφου του, τού φοιτητή Ιβάνωφ- σύμφωνα με την οποία όλα τα μέσα δικαιολογούνται προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι.
Το 1870 ο Μπακούνιν πρωτοστάτησε σε μια αποτυχημένη εξέγερση στη Λυών, πάνω σε αρχές που εφαρμόστηκαν στην πράξη αργότερα από την Παρισινή Κομμούνα. Κάνοντας έκκληση για γενική εξέγερση σε απάντηση της κατάρρευσης της γαλλικής κυβέρνησης κατά τη διάρκεια του Γαλλο-Πρωσικού πολέμου, και επιδιώκοντας να μετασχηματίσει την αντιπαράθεση των δυνάμεων κυριαρχίας σε κοινωνική επανάσταση, συνέταξε τη Διακήρυξη της Αναρχικής Επανάστασης που τοιχοκολλήθηκε στη Λυών στις 26 Σεπτεμβρίου 1870. Χαρακτηριστικά αναφέρεται: «καταργούνται η κυβερνητική εξουσία του κράτους και η διοικητική μηχανή, επειδή κατέληξαν να είναι άχρηστες» (άρθρο 1) και «αναστέλλεται η λειτουργία των ποινικών και πολιτικών δικαστηρίων και τις αρμοδιότητές τους επωμίζεται η Λαϊκή Δικαιοσύνη» (άρθρο 2).
Στο συνέδριο τού 1872 κυριάρχησε η διαμάχη ανάμεσα στη φράξια γύρω από τον Καρλ Μαρξ, που στήριζε τη συμμετοχή στις κοινοβουλευτικές εκλογές, και τη φράξια γύρω από τον Μπακούνιν, που αντιτάχτηκε σε μια τέτοια συμμετοχή. Η φράξια αυτή έχασε την ψηφοφορία, ωστόσο αυτό δεν ήταν αρκετό για τον Μαρξ. Στο τέλος του συνεδρίου ο Μπακούνιν και διάφοροι άλλοι που ανήκαν στη φράξια αποβλήθηκαν για υποτιθέμενη συγκρότηση μυστικής οργάνωσης μέσα στη Διεθνή. Οι διαφωνίες με τον Μαρξ, που οδήγησαν στην αποβολή των μπακουνικών από τη Διεθνή, αποτέλεσαν ένδειξη της αυξανόμενης αντίθεσης μεταξύ δυο κυρίων ρευμάτων που σχηματίστηκαν στους κόλπους της. Δηλαδή μεταξύ των «αντι-απολυταρχικών» τμημάτων της Διεθνούς, τα οποία υποστήριζαν την άμεση επαναστατική δράση και την οργάνωση των εργαζομένων προκειμένου να καταργηθούν άμεσα το κράτος και η κεφαλαιοκρατία, και των σοσιαλδημοκρατικών τμημάτων που ήταν σύμμαχοι του Μαρξ, τα οποία υποστήριζαν την κατάκτηση της πολιτικής δύναμης από την εργατική τάξη και την ύπαρξη μιας μεταβατικής μορφής κράτους μετά την επανάσταση.
Οι αναρχικοί επέμεναν ότι το συνέδριο ήταν στημένο και έτσι οργάνωσαν δική τους Διάσκεψη της Διεθνούς στο Σεν-Υμέρ στην Ελβετία. Ο Μπακούνιν συνέχισε να δραστηριοποιείται σε αυτή αλλά και στο ευρωπαϊκό σοσιαλιστικό κίνημα. Στα χρόνια μεταξύ του 1870 και 1876 έγραψε ένα μεγάλο μέρος της εργασίας του, όπως το «Κρατισμός και Αναρχία» και το «Θεός και Κράτος». Παρά τη φθίνουσα πορεία της υγείας του προσπάθησε να συμμετάσχει σε μια εξέγερση στη Μπολόνια, αλλά αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ελβετία μεταμφιεσμένος και να εγκατασταθεί στο Λουγκάνο. Συνέχισε να δραστηριοποιείται στο ριζοσπαστικό κίνημα της Ευρώπης, έως ότου τα περαιτέρω προβλήματα της υγείας του τον ανάγκασαν να μεταφερθεί σε νοσοκομείο της Βέρνης στην Ελβετία, όπου πέθανε την 1η Ιουλίου του 1876.
Το «Θεός και Κράτος» εκδόθηκε το 1882, μετά τον θάνατο του Μπακούνιν (1876), γιατί ήταν τότε που βρέθηκε το χειρόγραφο ανάμεσα στα χαρτιά του από δυο άλλους αναρχικούς, τους Κάρλο Καφιέρο και Ελιζέ Ρεκλί. Στην πραγματικότητα ήταν μέρος του έργου «Η Κνουτογερμανική Αυτοκρατορία και η Κοινωνική Επανάσταση», το οποίο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Πρόκειται πάντως για μια τεράστια παρακαταθήκη ενός ανθρώπου που μπορεί να μη διαμόρφωσε ένα δικό του θεωρητικό σύστημα επειδή δεν ήταν αυτή η φιλοδοξία του, αλλά ένωσε τους διασκορπισμένους μαχητές κάτω από τη «σημαία» της εξέγερσης με συγκεκριμένα ζητούμενα: καταστροφή του κράτους, της Εκκλησίας και του στρατού και ταυτόχρονα αδυσώπητη κριτική του κεφαλαίου. Ο Μπακούνιν παρουσίασε μια δική του αντιεξουσιαστική σοσιαλιστική ηθική, την οποία στήριξε πάνω στην ανυπακοή, τον αθεϊσμό και την εξέγερση. Υπερασπίστηκε σθεναρά τον κολεκτιβισμό και επέλεξε να μείνει μακριά από κάθε μορφή εξουσίας, έχοντας σαν όνειρο μια επανάσταση, η οποία θα κατέστρεφε μαζικά το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής και οικονομίας για να το αντικαταστήσει από ένα συνεταιριστικό δίκτυο που θα το διαχειριζόταν άμεσα η εργατική βάση.
Ενέπνευσε εκατομμύρια εργάτες και προλετάριους σε όλο τον κόσμο, επηρεάζοντας τα αναρχικά κινήματα του 19ου και του 20ού αιώνα σε όλη την Ευρώπη, από τη Ρωσία μέχρι την Ισπανία. Οραματίστηκε την ηθική πρόοδο των ανθρώπων και την ευτυχία τους. Υπήρξε έντιμος και μάχιμος ακτιβιστής σε μια δύσκολη εποχή για αλλαγές, στάθηκε πάντοτε με θάρρος και οργή απέναντι στη διαφθαρμένη καταπίεση του κράτους και της εκκλησίας και δεν δίστασε να έρθει σε σύγκρουση με τον Μαρξ ως προς τη φύση των δυνάμεων που υποτίθεται ότι θα γκρέμιζαν την αστική κοινωνία. Το επαναστατικό κίνημα βρήκε στο πρόσωπό του έναν «μεγάλο» και σαν τέτοιο τον τίμησαν ο αναρχισμός, ο σοσιαλισμός, το πολιτικοκοινωνικό γίγνεσθαι και τελικά η ίδια η Ιστορία.