του Νίκου Μπίστη
Να μην ξανακούσω για τις δυνάμεις του «δημοκρατικού, συνταγματικού, ευρωπαϊκού τόξου». Γιατί όταν στο κορυφαίο θέμα της αντιμετώπισης του ρατσισμού και του ναζισμού δεν μπορούν να συνεννοηθούν, πού θα συναντηθούν για να δικαιολογήσουν τον τίτλο που, κατά τα άλλα, θέλουν να κουβαλάνε; Στον ΦΠΑ για την εστίαση; Ο λόγος για τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ, αυτήν την καρικατούρα του νέου δικομματισμού, που με τις πράξεις τους και τις ανακοινώσεις τους υποβαθμίζουν (ναι, πάντα υπάρχει πιο κάτω) το επίπεδο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Βολεμένοι και οι δυο στο δίπολο «μνημόνιο-αντιμνημόνιο», τυφλοί και αναίσθητοι μπροστά στη ρατσιστική βία που δηλητηριάζει την πολιτική και κοινωνική ζωή στρεψοδικούν, αυτοαναιρούνται, γελοιοποιούνται και τελικά βλάπτουν τον τόπο και τη Δημοκρατία.
Η «ευρωπαϊκή» ΝΔ κάνει ότι δεν καταλαβαίνει την υποχρέωση της χώρας να συμμορφωθεί με την Απόφαση-Πλαίσιο της ΕΕ του 2008. Πρώτα με τον Καραγκούνη ζητάει από τον Ρουπακιώτη να ενεργοποιήσει -και να αυστηροποιήσει μάλιστα!- το Νομοσχέδιο του ΠΑΣΟΚ, μετά αλλάζει γνώμη και τώρα ζητάει και τα ρέστα. Εδώ ξέχασαν τα Ζάππεια, θα κολλήσουν σε μια εντολή που δώσανε; Έχουμε, λένε, επαρκές νομοθετικό πλαίσιο από το 1979. Ναι; Και τότε γιατί όταν είχε έρθει ο αντιτρομοκρατικός νόμος η ΝΔ δεν ισχυρίστηκε ότι μπορεί η τρομοκρατία να αντιμετωπιστεί με τον Ποινικό Κώδικα, που τιμωρεί μια χαρά την ανθρωποκτονία, την οπλοκατοχή και την οπλοχρησία, τη σύσταση συμμορίας και τα άλλα συναφή; Γιατί τότε ήσαν στα κεραμίδια και έλεγαν ότι έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα πρωτόγνωρο ως προς την έκτασή του φαινόμενο και ότι ο νέος νόμος αποβλέπει στην ευαισθητοποίηση της κοινωνίας και την εγρήγορση των διωκτικών αρχών; Γιατί τότε ο νόμος είχε και παιδευτικό προτρεπτικό χαρακτήρα ενώ τώρα είναι περιττός; Από το 1979 τίποτε δεν άλλαξε ως προς τη σύνδεση μισαλλόδοξου λόγου και πράξεων ρατσιστικής βίας; Και γιατί πριν δυο μέρες τρεις κορυφαίοι παράγοντες της ΕΕ χωρίς μισόλογα αποδοκίμασαν την αδυναμία της ελληνικής πολιτείας να προσαρμόσει τη νομοθεσία της; Η αλήθεια για τους λόγους της θεαματικής μεταστροφής ξέφυγε (;) από το στόμα του Γιάννη Μιχελάκη: «Κακά τα ψέματα, 400.000 Έλληνες που ψήφισαν Χρυσή Αυγή, θα τους πεις ότι απαγορεύεται το οτιδήποτε;». Όχι, αλίμονο, κύριε Μιχελάκη. Αντιθέτως, θα τους πεις ότι επιτρέπεται το οτιδήποτε μέχρι να πεισθούν μέσα από δημοκρατικό διάλογο να φύγουν από την επιρροή των ταγμάτων εφόδου. Μέχρι τότε ας μαχαιρώνουν, ας ασχημονούν, ας κορδώνονται (εκ του ασφαλούς, όταν έχουν δίπλα τους πολιτικούς με τις απόψεις Μιχελάκη) ότι μπορούν και «εκτός νόμου». Προσωπικά δεν θα είχα καμιά αντίρρηση, αν συνεχίσουν, να δοκιμάσουμε τις αντοχές τους. Δεν ξέρω ποια θα ήταν η τύχη της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, αν μετά το πραξικόπημα στην μπυραρία του Μονάχου, είχε ρίξει δέκα χρονάκια στον παρανοϊκό δεκανέα και διέλυε το κόμμα του. Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει. Όμως, θα είχε τουλάχιστον αμυνθεί η Δημοκρατία. Αλλά και τότε υποτίμησαν τον κίνδυνο και αναλώθηκαν στον μεταξύ τους ανταγωνισμό. Και τότε, τουλάχιστον, είχαν το ελαφρυντικό ότι δεν ήξεραν. Σήμερα, που ξέρουν, γιατί τους κλείνουν το μάτι;
Το ίδιο ανιστόρητη, ανεύθυνη και προκλητικά αυτοαναιρούμενη είναι η πολιτική της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Τον Δεκέμβριο του 2011 ο ΣΥΡΙΖΑ δια του βουλευτή Επικρατείας Μουλόπουλου έλεγε στη Βουλή αυτά που λέει σήμερα η ΝΔ «ότι το νομοσχέδιο εγκυμονεί κινδύνους περιορισμού της ελευθερίας της έκφρασης και της διακίνησης ιδεών και ότι οι διατάξεις του ποινικού δικαίου είναι επαρκείς για να τιμωρήσουν τις συγκεκριμένες πράξεις». Τα ίδια ακριβώς εξακολουθεί να λέει η μειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ που όπως και το ΚΚΕ φοβάται ό.τι προέρχεται από την ΕΕ, μήπως θίξει τις υπεράνω πάσης κριτικής πρακτικές του κομμουνιστικού κινήματος. Ο επίσημος ΣΥΡΙΖΑ από τότε που εκδηλώθηκε η κυβερνητική πρωτοβουλία και πριν πάρει τούμπα η ΝΔ, άλλαζε γραμμή δυο φορές τη βδομάδα ανάλογα με το πώς εκτιμούσε τις προθέσεις και τη συνοχή της κυβέρνησης. Τη μια έλεγε ότι δεν θα κατατεθεί, την άλλη έλεγε «να το δούμε πρώτα», την παράλλη έπλεκε το εγκώμιο του Ρουπακιώτη (Βούτσης στη Βουλή) και τον ενθάρρυνε να μείνει όρθιος στις πιέσεις, μετά διερωτώντο τι θα κάνει η ΔΗΜΑΡ και το ΠΑΣΟΚ προεξοφλώντας ότι θα υποταχθούν στη ΝΔ. Και όταν αυτοί κατέθεσαν από κοινού την πρόταση νόμου, τότε ζήσαμε στην ομιλία Τσίπρα, στην Κοινοβουλευτική του ομάδα, την αποθέωση της πολιτικής ανευθυνότητας. Ξέχασε τη Χρυσή Αυγή, ξέχασε τη ΝΔ και αναλώθηκε σε επιθέσεις κατά του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ αλλά και κατά του… Ρουπακιώτη επειδή εξακολουθούν να στηρίζουν τη κυβέρνηση. Για την ταμπακέρα τίποτε. Ακόμα χειρότερα, θα καταθέσουν δική τους πρόταση νόμου. Δεν έχει όρια η γελοιότητα. Κοίταγα στο video πρόσωπα κατεβασμένα και σφιγμένα. Όταν ο Τσίπρας με εκείνη την αφόρητη μανιέρα προσπάθησε να ανεβάσει τους τόνους, εισέπραξε λίγα χειροκροτήματα. Δεν αμφιβάλλω ότι ανάμεσα στους ενθουσιώδεις ήσαν οι κύριοι Πάντζας, Παναγούλης και άλλοι αυτής της συνομοταξίας. Άλλοι ήταν παγωμένοι μπροστά στην εκδήλωση αυτού του αφόρητου τακτικισμού που ποδοπάτησε όλες τις αντιφασιστικές παραδόσεις της Αριστεράς. Κάπου θα είχαν διαβάσει για το Λαϊκό Μέτωπο στον Μεσοπόλεμο, όταν έγινε αντιληπτός ο κίνδυνος από τον νεοναζισμό και η Κομμουνιστική Διεθνής σταμάτησε τα περί σοσιαλφασισμού. Δεν μπορεί, κάποιοι θα άκουσαν για τη μεταπολεμική εμπειρία του Ιταλικού ΚΚ (PCI) που από θέσεις αντιπολίτευσης, έφτιαξε μαζί με τους συγκυβερνώντες Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλιστές μια υγειονομική πολιτική ζώνη απέναντι στους νεοφασίστες. Γιατί ο Τολιάτι και ο Μπερλίγκουερ δεν είπαν «ότι μόνο μια αριστερή κυβέρνηση μπορεί να αντιμετωπίσει τον φασισμό» και το απύλωτο στόμα του Τσίπρα μπορεί να λέει «ότι μόνο μια αντιμνημονιακή κυβέρνηση μπορεί να αντιμετωπίσει τον ρατσισμό;». Με τον Καμμένο θα αντιμετωπίσει τον ρατσισμό και δεν μπορεί με το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ;
Και μετά, αναπόφευκτα ακολούθησε η περαιτέρω αμοιβαία γελοιοποίηση με τις ανακοινώσεις της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ. «Είσαστε δεκανίκι της Χρυσής Αυγής», «όχι, εσείς είσαστε δεκανίκι της Χρυσής Αυγής». Μη σκοτώνεστε, δυστυχώς έχετε και οι δύο δίκιο. Και μέσα σε αυτόν τον γενικό χαμό, η Χρυσή Αυγή βγάζει το μόνο λογικό συμπέρασμα: ότι μπορεί ατιμώρητα να συνεχίσει όπως και πριν να πλακώνει, να δέρνει, να απειλεί και να ασχημονεί. Το πολύ-πολύ να μαζευτεί για λίγο μέχρι να καθίσει ο κουρνιαχτός και μετά επανέρχεται.
Υπάρχουν μεγάλα θέματα που ξεπερνούν τη συγκυρία και συνδέονται με αξίες, με αρχές, με την πορεία του ανθρώπου από τότε που σηκώθηκε στα δυο πόδια και άρχισε να φτιάχνει πολιτισμό. Αυτά τα ζητήματα διαχρονικά αντιμετωπίζονται με μεγάλες πολιτικές και με τον νόμο. Υπάρχουν βέβαια και οι ηλίθιοι που νομίζουν ότι η ζωή ξεκινάει και θα τελειώσει με το μνημόνιο. Αυτοί οι λιανέμποροι της πολιτικής θα μετράνε πάντα μικροκέρδη και μικροζημιές και θα χάνουν την ουσία. Μια λέξη τους ταιριάζει: Ντροπή.
Via : www.protagon.gr