Του Αντώνη Λιάκου*
Όσα συμβαίνουν στην Κύπρο σημαδεύουν, παρά το μικρό μέγεθος της χώρας, μια νέα φάση της ευρωπαϊκής κρίσης. Την κυπριακή κρίση, πέραν από συνωμοσιολογίες ή θριαμβολογίες, θα έπρεπε να τις δούμε μέσα από τρεις παραμέτρους. Η πρώτη είναι αν και πώς θα μπορούσε να επιβιώσει ένας φορολογικός παράδεισος νόμιμου και ημινόμιμου χρήματος σε μια περιοχή υψηλών ανταγωνισμών. Θυμίζω ότι η φορολόγηση των καταθέσεων, υπό συγκεκριμένους όρους και σταθερούς κανόνες, αποτελεί πάγιο αίτημα της Αριστεράς.
Όμως, στις συγκεκριμένες συνθήκες της Κύπρου, το καθεστώς φορολογικού παραδείσου είχε αποδειχτεί ως το ισχυρό σημείο ανταγωνισμού αυτής της χώρας. Ενδεχομένως μια κλιμάκωση της φορολόγησης θα ήταν δικαιότερη και δεν θα προκαλούσε τόσες αντιδράσεις, αλλά αυτό θα σήμαινε το τέλος της φορολογικής ασυλίας, επομένως του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος της χώρας. Αλλά ο τρόπος που προτάθηκε η φορολόγηση αυτή, δείχνει δύο πράγματα. Αφενός μια ορισμένη αποικιοκρατική αντίληψη της ευρωπαϊκής και γερμανικής ηγεσίας, και αφετέρου ευρύτερους υπολογισμούς ελέγχου της ευρωπαϊκής περιφέρειας.
Η δεύτερη παράμετρος έχει να κάνει με την οικονομική δομή της Ευρώπης. Αυτές οι διαδοχικές χρεοκοπικές κρίσεις, Κύπρος σήμερα, Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ιταλία χτες και προχτές, μεταβάλλουν βαθμιαία την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική. Η αρχιτεκτονική της ζώνης του Ευρώ, με τη μεγαλύτερη οικονομία της (Γερμανία) πλεονασματική, και έναν αστερισμό γύρω-γύρω ελλειμματικών χωρών γίνεται μια γερμανική mare nostrum με αποικιακά χαρακτηριστικά. Δεν έχουν όλοι οι Ευρωπαίοι πλέον ίσα νομικά δικαιώματα. Οι μεν αποφασίζουν πώς θα φορολογηθούν οι δε. Αυτό ήταν το μήνυμα στην απόφαση για την Κύπρο. Κάθε κρίση είναι ένα μικρό βήμα στη μετατροπή αυτή. Βρισκόμαστε πλέον πολύ μακριά από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και από τις προσδοκίες οικονομικής και κοινωνικής σύγκλισης του ευρωπαϊκού Νότου με τον ευρωπαϊκό Βορρά. Οι διαδοχικές κρίσεις είναι αποτέλεσμα και ταυτόχρονα εργαλεία αυτής της αλλαγής της δομής της Ευρώπης.
Η τρίτη παράμετρος αφορά μερικά γενικά αλλά όχι λιγότερο σημαντικά χαρακτηριστικά του Ευρωπαίου πολίτη. Ο «μέσος» πολίτης είναι ταυτόχρονα εργαζόμενος, μισθωτός, αλλά και μικροκαταθέτης ή/και μικρομερισματούχος. Και το παρόν και το μέλλον του, δηλαδή και το εισόδημά του αλλά και τα ασφαλιστικά του ταμεία, εξαρτώνται ταυτόχρονα τόσο από τους μισθούς όσο επίσης και από την ασφάλεια και την απόδοση των καταθέσεων και τα μερίσματα μετοχών και ομολόγων. Αρα οι πολίτες της Ευρώπης (όπως άλλωστε και όλου του ανεπτυγμένου κόσμου) είναι διφυή οικονομικά υποκείμενα, τα οποία υπάγονται σε διαφορετικές επιδιώξεις και αντικρουόμενες λογικές. Στις γενικευμένες συνθήκες αποσταθεροποίησης και καθοδικής πορείας της Οικονομίας δεν μπορείς να διασώσεις τον μισθό σου, αν δεν ακολουθήσεις μια πολιτική που βάζει σε ρίσκο ή επηρεάζει τη σταθερότητα του νομίσματος, τις καταθέσεις ή τις μετοχές. Από την άλλη, για να σώσεις τις αποταμιεύσεις σου και το ταμείο σου, θα πρέπει να συναινέσεις σε μια πολιτική περιορισμού των κρατικών δαπανών, εισοδηματική μείωση και περιορισμό των κοινωνικών υπηρεσιών.
Πρόκειται για ένα δίλημμα που κάθε επιλογή το επαναλαμβάνει με δυσμενέστερους όρους. Νομίζω όμως ότι αν δεν καταλάβουμε αυτή τη δομική αντινομία δεν θα καταλάβουμε πώς σχετίζεται η σημερινή κρίση με μια δομική αμφιθυμία των πολιτών, η οποία εκφράζεται με αντιφατικές πολιτικές συμπεριφορές (λ.χ. θέλω το ευρώ αλλά όχι τη λιτότητα). Η κυρίαρχη ευρωπαϊκή πολιτική βασίζεται πάνω σε αυτή την αμφιθυμία, γι” αυτό και δεν αμφισβητείται παρά στις χώρες τις περιφέρειας, και εκεί εν μέρει, όχι συνολικά. Η σύγχρονη διακυβέρνηση εξασφαλίζει συναίνεση μέσω αυτής της αμφιθυμίας. Τη μετασχηματίζει σε παθητικό στοιχείο ιδεολογικής ηγεμονίας. Αν στην Κύπρο η αμφιθυμία μετατράπηκε σε ομοθυμία και καταψηφίστηκε η απόφαση της συνόδου κορυφής, αυτό οφείλεται στην κατάργηση του διλήμματος. Η υπονόμευση του διλήμματος από αυτούς που το εγγυώνται, είναι ο συντελεστής εκείνος που κάνει την κυπριακή κρίση υπογείως αποσταθεροποιητική για την Ευρώπη. Γι” αυτό επίσης συνιστά μια νέα φάση της ευρωπαϊκής κρίσης.
*Καθηγητής Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών
Via : www.efsyn.gr