του Παντελή Μπουκάλα
Ο,τι κι αν σημαίνει για την ειλικρίνεια των πολιτικών μας, αλλά και για τη μαιευτική ικανότητα ημών των δημοσιογράφων, έχει παρατηρηθεί πως οι κυβερνώντες μιλούν ευθύτερα όταν δίνουν συνέντευξη σε ξένο Μέσο. Ισως ελπίζουν ότι όσα θα πουν δεν θα μεταφραστούν και δεν θα γίνουν γνωστά στο ελληνικό κοινό. Ισως πάλι επιτρέπουν στις λέξεις τους να ξεπερνούν εύκολα το έρκος των οδόντων τους επειδή σκέφτονται κουτοπόνηρα ότι έχουν την ευχέρεια να χρησιμοποιήσουν το τέχνασμα της «παρανόησης». «Παρερμηνεύτηκαν τα λεγόμενά μου», «χάθηκε η αλήθεια στη μετάφραση»… Τα γνωστά. Που όσο λιγότερο πείθουν τόσο περισσότερο χρησιμοποιούνται.
Οσο μπορώ να ξέρω, ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης δεν διαμαρτυρήθηκε, δεν είπε ότι άλλα εννοούσε στη συνέντευξή του στη «Μοντ» και άλλα του απέδωσαν. Τι είπε ανάμεσα στα υπόλοιπα, τα αναμενόμενα, δηλαδή τους αοριστολογικούς ψόγους κατά των προκατόχων του και τον σεμνό αυτοέπαινό του; Οτι «η έννοια της κινητικότητας χρησιμοποιήθηκε για να μεταμφιέσει τις απολύσεις». Και ότι «έως τον Δεκέμβριο θα τεθούν σε διαθεσιμότητα 25.000 δημόσιοι υπάλληλοι». Αλλά ποια βάναυση πραγματικότητα μεταμφιέζεται σε «διαθεσιμότητα» (ποιος σε «διαθέτει», γιατί, σε τι και με ποιους όρους), δεν το είπε ο φιλόδοξος υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης. Σαν ακόλουθος ταυτόχρονα της παλαιοκομματικής και της νεοκυνικής σχολής, είπε στους ξένους αυτά που στο ελληνικό ακροατήριο τα ανακοινώνει στρογγυλεμένα και στιλβωμένα. Με επιπλέον όπλο του εκείνο το οικογενειακό χαμόγελο που μένει άθικτο ακόμα κι όταν συνοδεύει την αγγελία σεισμού.
Την τεχνική του ευφημισμού, με στόχο τη σύγχυση ή την παραπλάνηση, μας την κληρονόμησαν μαζί με κάμποσα άλλα οι αρχαίοι, σαΐνια και σε αυτό· στον «Σόλωνά» του ο Πλούταρχος δίνει ένα μικρό δείγμα της σχετικής παραγωγής των Αθηναίων, οι οποίοι «έντυναν την ωμότητα των πραγμάτων με λέξεις καθωσπρέπει, που χαϊδεύουν τ’ αυτιά» (συντάξεις οι φόροι, οίκημα το δεσμωτήριο, εταίρες οι πόρνες κτλ.). Και επειδή την παράδοση πρέπει να τη σεβόμαστε, αλλιώς θα πέσει και θα μας πλακώσει ο ουρανός μ’ όλο το δωδεκάθεο, ντύνουμε κι εμείς τις δυσοίωνες λέξεις με ρούχα φανταχτερά, λειαίνουμε τις αιχμηρές, μεταμφιέζουμε τις στενόχωρες σε τεχνοκρατικά ουδέτερες ή και σε γλυκερές.
Η διαθεσιμότητα και η κινητικότητα, για παράδειγμα, που η σκούφια τους πρέπει να κρατάει από τους δοξασθέντες μια φορά κι έναν καιρό «απασχολήσιμους», υποκρίνονται πως είναι αποκυήματα όχι της πολιτικής ανάγκης και επιλογής αλλά κάποιας κοινωνιολογικής επιστήμης, και ως εκ τούτου είναι αντικειμενικά δίκαιες. Υποκρίνονται, δηλαδή, τις απελευθερωμένες από τους συναισθηματισμούς, τις αθώες και αδιάφορες για τη συγκίνηση που θα προκαλούσε η ειλικρίνεια και η ευθύτητα· η λέξη «απόλυση» δηλαδή. Που καμία άλλη δεν μπορεί να την αντικαταστήσει ούτε να ασκήσει πάνω της τα ευφημιστικά της μάγια.
Via : www.kathimerini.gr