του Γιώργου Ιωαννίδη

Από το 2009 έως και το 2013, δηλαδή επί πέντε συνεχή έτη, είχε κυριαρχήσει στο δημόσιο λόγο μια αίσθηση έκτακτης ανάγκης. Η παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη ήταν μονίμως υπό αίρεση, η ενδεχόμενη έξοδος συνεπαγόταν μια οικονομική και κοινωνική καταστροφή, το διεθνές περιβάλλον κάθε άλλο παρά θετικό ήταν για εμάς.

Ήταν αυτή η αίσθηση έκτακτης ανάγκης που κατέστησε δυνατή τη ψήφιση μέτρων που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν αδιανόητα όπως τις απανωτές μειώσεις μισθών, συντάξεων και επιδομάτων, την πρωτόγνωρη περιστολή των δημοσίων δαπανών (κυρίως των κοινωνικών), την εκτίναξη του φορολογικού βάρους των μισθωτών κ.ο.κ. Και όμως, παρά το γεγονός ότι πολλά από τα μέτρα δεν ήταν αναγκαία, παρά τις κοινωνικές συνέπειες που είχαν, οι κοινωνικές αντιδράσεις ήταν μικρότερες του αναμενόμενου. Αυτό δεν δικαιολογεί τις πολιτικές που ακολουθήθηκαν, δείχνει όμως ότι σε ό,τι αφορά τη συλλογική πρόσληψη της κατάστασης υπήρξε κάποιου τύπου ρεαλισμός. Βέβαια, οι εναλλακτικές ήταν περισσότερες από αυτές που υποστήριζε η κυβέρνηση και λιγότερες από αυτές που υποστήριζε η αντιπολίτευση. Ωστόσο δεν ήταν όλες οι απειλές μπλόφες.

Και μετά ήρθε το πλεόνασμα.

Ένα πλεόνασμα που για να παραχθεί η κοινωνία μάτωσε και η οικονομία βυθίστηκε σε μία ύφεση επικών διαστάσεων. Από οικονομικής άποψης η ύπαρξη αυτού του πλεονάσματος έχει μικρή σημασία διότι δεν λύνει κανένα πρόβλημα, τουλάχιστον όχι άμεσα. Από πολιτικής άποψης, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η ύπαρξη του όποιου πλεονάσματος δίνει διαπραγματευτικά χαρτιά για το μέλλον. Το παρελθόν δεν αλλάζει. Το κρίνουμε και θα το αξιολογούμε, οσονούπω με την ψήφο μας, αλλά πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε από εδώ και στο εξής. Εδώ τα πράγματα είναι σοβαρά.

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να συμβεί αυτό που συμβαίνει τώρα. Δηλαδή, η σταθεροποίηση ορισμένων μακροοικονομικών μεγεθών και η απομάκρυνση του ενδεχομένου εξόδου από την ευρωζώνη να προσληφθεί ως έξοδος από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Να θεωρήσουμε ότι «περάσαμε τον κάβο» και από εδώ και στο εξής τα πράγματα θα πηγαίνουν καλύτερα. Δεν υπάρχει πιο επικίνδυνη, ή χειρότερα, πιο κυνική αυταπάτη.

Σήμερα, από τα δέκα άτομα που ζουν σε αυτό τον τόπο, τα πέντε είναι σε ηλικία εργάσιμης ηλικίας. Από αυτούς-ές εργάζονται οι τρεις και οι υπόλοιποι-ες είναι άνεργοι. Εν τέλει, οι τρεις που εργάζονται –με χαμηλότερους μισθούς– πρέπει να συντηρήσουν τους επτά που δεν εργάζονται, είτε επειδή θα ήθελαν αλλά δεν μπορούν (άνεργοι) είτε επειδή δεν δύνανται λόγω ηλικίας (παιδιά και ηλικιωμένοι). Για πολλά πράγματα μπορούμε να διαφωνούμε, αλλά δεν υπάρχει κανένας οικονομολόγος, καμία οικονομική θεωρία που να λέει ότι αυτό μπορεί να δουλέψει καλά.

Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει καμία οικονομία με ποσοστό ανεργίας κοντά στο 30% που θεωρείται «σταθεροποιημένη». Αντίστοιχα, επειδή οι «οικονομίες» είναι εν τέλει κοινωνίες, δεν υπάρχει καμία κοινωνία με ποσοστό ανεργίας 30% που να συνεχίζει να είναι κοινωνία. Το να βγουν τα πιστόλια είναι θέμα χρόνου. Με αυτά τα δεδομένα, η ελληνική οικονομία και κοινωνία βρίσκονται ακόμα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και θα βρίσκονται μέχρις ότου το ποσοστό ανεργίας πέσει σε επίπεδα κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά διαχειρίσιμα. Η παραγνώριση αυτού του δεδομένου ισοδυναμεί με χυδαίο κυνισμό.

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Σημαίνουν ότι με τον ίδιο τρόπο που αναγκαστήκαμε να «αποδεχτούμε» έκτακτα μέτρα για να αποφύγουμε την εθνική χρεοκοπίαˑ με την ίδια ακριβώς προσέγγιση πρέπει να υιοθετήσουμε έκτακτα μέτρα για την ταχεία αποκλιμάκωση της ανεργίας. Σημαίνει ότι όλα τα άλλα, δηλαδή το χρέος, το πλεονάσμα, οι κυβερνητικές πολιτικές κ.ο.κ. οφείλουν να αντιμετωπιστούν ως παράμετροι του ίδιου στόχου: της μείωσης της ανεργίας κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες τα επόμενα τρία χρόνια και κατά είκοσι ποσοστιαίες μονάδες τα επόμενα οκτώ χρόνια. Καμία άλλη πολιτική δεν είναι οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά βιώσιμη. Καμία άλλη πολιτική δεν αφορά το σύνολο της κοινωνίας.

Σύμφωνα με υπολογισμούς διεθνών και εγχώριων οικονομικών ινστιτούτων, προκειμένου η χώρα να πετύχει το 2020 πραγματικό ρυθμό ανάπτυξης κοντά στο 3% -απαραίτητο κατώφλι προκειμένου να ενεργοποιηθούν διαδικασίες καθαρής δημιουργίας θέσεων εργασίας– απαιτείται ένα επενδυτικό πρόγραμμα 80-100 δις ευρώ (ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις). Ωστόσο, το «εργασιακό αποτύπωμα» των επενδύσεων εμφανίζει πάντα μια χρονική υστέρηση. Υπό αυτή την έννοια, κατά τα επόμενα 3 με 4 έτη η ανεργία δεν πρόκειται να μειωθεί ως αποτέλεσμα των επενδύσεων, ακόμα και εάν αυτές ενεργοποιηθούν άμεσα.

Συνεπώς, απαιτείται η διάνοιξη μιας λεωφόρου απασχόλησης ή η δημιουργία μιας κιβωτού απασχόλησης που θα αποκλιμακώσει άμεσα το ποσοστό ανεργίας και ταυτόχρονα θα δώσει ώθηση στην εσωτερική ζήτηση. Η οικονομική λογική είναι απλή: η αύξηση της απασχόλησης θα προκαλέσει αύξηση του εισοδήματος, που θα προκαλέσει αύξηση της ζήτησης, που θα προκαλέσει αύξηση της παραγωγής, που θα προκαλέσει αύξηση της απασχόλησης κ.ο.κ. Με άλλα λόγια, θα πάμε από την απασχόληση στην ανάπτυξη και όχι το αντίθετο. Ο μόνος τρόπος να σπάσουμε το φαύλο κύκλο της ύφεσης-ανεργίας είναι να προκαλέσουμε μια τρομακτική, πλην όμως καλοδεχούμενη, ένεση απασχόλησης.

Η αύξηση της απασχόλησης θα δημιουργήσει ανάπτυξη η οποία θα σταθεροποιήσει την οικονομία και θα επιτρέψει την εξυπηρέτηση του χρέους. Το πρόβλημα αλλά και η λύση είναι η απασχόληση. Χρειαζόμαστε 600.000 νέες θέσεις εργασίας στα επόμενα πέντε χρόνια. Το μέγεθος προκαλεί δέος, αλλά οτιδήποτε άλλο απλά δεν είναι αρκετό.

Δεδομένου ότι οι ιδιωτικές επενδύσεις θα καλύψουν περίπου τις 100.000, το υπόλοιπο μπορεί να βρεθεί στον μόνο τομέα που, λόγω της ύφεσης, παρουσιάζει «άπειρη» ζήτησης εργασίας, δηλαδή, στον λεγόμενο τρίτο τομέα της οικονομίας που βρίσκεται ανάμεσα στο κράτος και την ιδιωτική οικονομία: σχολικοί φύλακες, βοήθεια στο σπίτι, πρόσθετη διδακτική στήριξη, περιβαλλοντική αποκατάσταση, εξωραϊσμός των γειτονιών μας με μικρά έργα κατασκευών/αποκατάστασης, μαθήματα ελληνικών σε μετανάστες, δημοτικοί χώροι δημιουργικής απασχόλησης, απασχόληση ερευνητών στα πανεπιστήμια, πρόσληψη ατόμων για την εκτεταμένη λειτουργία αρχαιολογικών χώρων και μουσείων… όλα αυτά και άλλα τόσα που μπορούμε να προτείνουμε/σκεφτούμε πρέπει να αποτελέσουν την αιχμή του δόρατος της οικονομικής πολιτικής για τα επόμενα πέντε χρόνια.

Η ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας δεν αντιμετωπίζει μόνο τις κοινωνικές συνέπειες της ύφεσης, μπορεί να είναι κάτι πολύ περισσότερο: η διέξοδος από την ύφεση καθαυτή.

Via : www.ananeotiki.gr