134698-19_031_20130607_

της Αγγελικής Σπανού

Τον Ιούλιο του 2014, λίγο μετά τις ευρωεκλογές, θα πάρουμε την τελευταία δόση από το τρέχον ελληνικό πρόγραμμα στήριξης.

Παρά το χρηματοδοτικό κενό και παρά το γεγονός ότι – εκτός πολύ μεγάλου απροόπτου – δεν θα είναι εφικτή η έξοδος στις αγορές, δεν προβλέπεται νέο δάνειο γιατί τα εθνικά κοινοβούλια των κρατών μελών της ευρωζώνης θα είναι πολύ επιφυλακτικά να εγκρίνουν και άλλα ποσά που πέφτουν σε ένα βαρέλι χωρίς πάτο. Επομένως, θα αναζητηθούν άλλοι τρόποι, ένα έμμεσο «κούρεμα», προκειμένου να συντηρηθεί στον αναπνευστήρα η ελληνική οικονομία, εφόσον βέβαια έχει εξασφαλιστεί – έστω με δημιουργική λογιστική – το περίφημο πρωτογενές πλεόνασμα.

Μείωση επιτοκίων, νέα επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής, ίσως και μετακύλιση στον ΕΣΜ κάποιου ποσού της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών είναι το «μείγμα» που συζητείται στις Βρυξέλλες. Όλα αυτά, φυσικά, δεν αποτελούν τη μεγάλη λύση και η οριστικοποίησή τους θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις εξελίξεις στο σύνολο της ευρωζώνης, αφού τα προγράμματα προσαρμογής αποτυγχάνουν παντού -και στην επιμελή Πορτογαλία, και στην αποφασιστική Ιταλία και στην Ισπανία των εξώσεων για τα κόκκινα στεγαστικά δάνεια.

Το τέλος των δόσεων σημαίνει και το τέλος των μνημονίων. Επειδή το γνωρίζουν οι εταίροι και πιστωτές προωθούν την ψήφιση τον Οκτώβριο ενός νέου Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος που θα φτάνει μέχρι το 2017. Ακόμη και αν εξασφαλιστεί η κοινοβουλευτική πλειοψηφία, που δεν είναι αυτονόητο, όταν δεν υπάρχει κρίσιμη συνεδρίαση του Γιούρογκρουπ που θα δώσει ή δεν θα δώσει πράσινο φως για την εκταμίευση, χάνεται ο βασικός μοχλός πίεσης. Δεν μπορούν, δηλαδή, να πουν οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης στείλτε στη διαθεσιμότητα 80 εκπαιδευτικούς με μεταπτυχιακά γιατί διαφορετικά δεν θα δείτε το χρώμα του κοινού νομίσματος στα ταμεία σας.

Με άλλα λόγια, πλησιάζει η ώρα της μετάβασης στη μετά το μνημόνιο εποχή, που δεν θα είναι εύκολη, αλλά παρόλα αυτά προσφέρει τη δυνατότητα διαμόρφωσης και εφαρμογής ενός εθνικού σχεδίου ανασυγκρότησης απαλλαγμένου από νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες και προσανατολισμένου στην στήριξη των ασθενέστερων, στη δημιουργία μιας νέας παραγωγικής βάσης, στη φορολογική δικαιοσύνη, στον εκσυγχρονισμό του κράτους ώστε να αποκτήσει αναπτυξιακή λογική.

Ένα ερώτημα είναι πώς φτάνουμε μέχρι εκεί. Αυτή τη στιγμή όλα δείχνουν ότι έρχεται ένα φθινόπωρο μεγάλων κοινωνικών εντάσεων που θα δημιουργήσει συνθήκες διάλυσης. Οι τυφλές μαζικές απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων φέρνουν πολύ κοντά την προοπτική να μας βρει ο Σεπτέμβριος με κλειστά σχολεία, τα δημόσια νοσοκομεία σε υπολειτουργία, σκουπίδια στους δρόμους και, πιθανώς, χειρόφρενο στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Την ίδια ώρα ο μέσος πολίτης θα δέχεται έναν βομβαρδισμό από παράλογους φόρους, τους οποίους δεν θα μπορεί να πληρώσει, διαπιστώνοντας για μια ακόμη φορά ότι η κυβέρνηση επιμένει στην εξουθένωση των συνήθων υποζυγίων. Είναι απολύτως ενδεικτικό το γεγονός ότι το υπουργείο Οικονομικών δεν μας έχει ενημερώσει τι απέφερε στο δημόσιο ταμείο η διασταύρωση φορολογικών δηλώσεων και καταθέσεων των 52.000 που έβγαλαν τα κεφάλαιά τους σε τράπεζες του εξωτερικού. Η πληροφόρησή μας σταμάτησε στην είδηση για τα ραβασάκια που αποστέλλονταν προκειμένου να προσκομιστούν στοιχεία και να γίνουν συμπληρωματικές δηλώσεις, αλλά η συνέχεια κρατιέται στο ημίφως. Άλλωστε, και η ταχύτητα του ελέγχου είναι έννοια απολύτως σχετική. Για παράδειγμα, για τους συγγενείς Παπακωνσταντίνου  οι αρχές έβγαλαν πόρισμα που αφορά δεκαετίες επαγγελματικής δραστηριότητας σε εύλογο χρόνο και αυτό, ανεξάρτητα από το αν είναι δίκαιο ή άδικο, έχει να κάνει με προφανείς πολιτικές σκοπιμότητες.

Η έκβαση των κοινωνικών εντάσεων προφανώς και θα κρίνει τη διαμόρφωση των πολιτικών εξελίξεων. Σενάριο πρόωρων εκλογών το φθινόπωρο δεν εξετάζεται ούτε ως υπόθεση εργασίας στις Βρυξέλλες, αφού θεωρούν αναγκαία συνθήκη την πολιτική σταθερότητα και μια κυβέρνηση με την οποία μπορούν να συνεννοηθούν προκειμένου να ανοίξει η συζήτηση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και πώς αυτή θα διασφαλιστεί (που όλα δείχνουν ότι θα πρυτανεύσει η λογική των ημι-παρεμβάσεων και των προσχηματικών λύσεων παρά τις πιέσεις που θα ασκήσει το ΔΝΤ).

Υπάρχει, λοιπόν, το ερώτημα πώς φτάνουμε ως την ολοκλήρωση του προγράμματος και το ακόμη σημαντικότερο ερώτημα που αφορά τη διαχείριση της επόμενης μέρας.

Για την παρούσα κυβέρνηση δεν έχουμε απορίες. Αποδεικνύει στην πράξη πώς αντιλαμβάνεται την έννοια των μεταρρυθμίσεων και της δημοσιονομικής εξυγίανσης. Διαρθρωτικές αλλαγές είναι οι όπως όπως ιδιωτικοποιήσεις, οι όπως όπως απολύσεις και νοικοκύρεμα είναι η διάλυση του κοινωνικού κράτους.

Για τον ΣΥΡΙΖΑ  υπάρχουν μεγάλες προσδοκίες και μεγάλοι φόβοι. Επαγγέλλεται -και σωστά – ότι θα προηγηθεί η προστασία της κοινωνικής πλειοψηφίας της εξυπηρέτησης των δανειστών και ότι θα κληθούν οι εύποροι συμπολίτες μας να αναλάβουν τις ευθύνες που τους αναλογούν και τις οποίες μέχρι τώρα έχουν αποφύγει. Δεσμεύεται -και σωστά- ότι θα διαπραγματευτεί σκληρά με τους εταίρους που σε καμία περίπτωση δεν επιθυμούν εκλογική νίκη ΣΥΡΙΖΑ.

Και την ίδια ώρα δεν κρατά καμία απόσταση από τον νοσηρό ελληνικό κρατισμό, δεν καίγεται για την εφαρμογή κανόνων αξιολόγησης στο Δημόσιο, δεν έχει οργανωμένη πρόταση για την αναδιάρθρωση του πρωτογενούς τομέα, τον αναπροσανατολισμό του εμπορίου, την ενίσχυση της εξωστρέφειας, την επαναδιοργάνωση του τουρισμού, την τόνωση της επιχειρηματικότητας που πνίγεται από την έλλειψη ρευστότητας, τη διάσωση του ασφαλιστικού συστήματος. Με άλλα λόγια, δεν μας έχει πει μια ιστορία για τη σωτηρία της ελληνικής οικονομίας που να έχει αρχή, μέση και τέλος και που να βγάζει νόημα με όρους επιστήμης και κοινής λογικής.

Τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο περίπλοκα αν συνεκτιμήσει κανείς τη δυσλειτουργία των θεσμών, την υποχώρηση της δημοκρατίας, τον εκφυλισμό του κοινοβουλευτισμού, την τοξίνωση της κοινής γνώμης, την πολιτισμική οπισθοδρόμηση όπως εκφράζεται με τη στήριξη ή την ανοχή απέναντι στον αποκρουστικό ελληνικό νεοναζισμό.

Η νέα πραγματικότητα, της φτώχειας, θα κρατήσει πολλά χρόνια, κανείς δεν ξέρει πόσα. Το αν θα μείνουμε ή όχι στον πρώτο κόσμο, το αν θα διολισθήσουμε ή όχι στη μεσανατολικοποίηση, είναι το διακύβευμα της επόμενης μέρας των μνημονίων. Και η απάντηση μπορεί να δοθεί μόνο από την πολιτική. Επαφίεται ασφαλώς στον πατριωτισμό των Ελλήνων, αλλά δεν είναι καθόλου αυτονόητος πια ο ορισμός αυτής της άγρια κακοποιημένης έννοιας που βιάζεται αδιάκοπα «μόνο από Έλληνες».

Via : tvxs.gr