ΝΙΚΟΣ ΣΚΙΑΔΑΣ*

Αν θέλουμε, μπαίνοντας σιγά -σιγά στην μεταμνημονιακή εποχή, να χαράξουμε μια εθνική αναπτυξιακή πολιτική, ειδικά για τον αγροτικό τομέα της Οικονομίας, πρέπει να σταθούμε σε κάποιες αναγκαίες παραδοχές με δεδομένα, το μικρό και άρα μη ανταγωνιστικό μέγεθος των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, την αποεπένδυση και την τεχνολογική υστέρηση αυτών των εκμεταλλεύσεων.

1. Για να ενθαρρύνουμε την δημιουργία μεγαλύτερου μεγέθους εκμεταλλεύσεων, πρέπει να δώσουμε κίνητρα για τη δημιουργία εθελοντικών ομάδων παραγωγών ομοειδών προϊόντων  που στοχευμένα  αναλαμβάνουν συγκεκριμένες δράσεις οι οποίες θα καταλήγουν στην παραγωγή και διακίνηση ποιοτικών και ανταγωνιστικών στην αγορά προϊόντων. Οι ομάδες αυτές θα μπορούν να έχουν αυτοτελή νομική και φορολογική υπόσταση, αν όμως απορρέουν από μια ευρύτερη συλλογικότητα όπως είναι ένας γενικού η ειδικού σκοπού αγροτικός συνεταιρισμός να απολαμβάνουν πρόσθετα κίνητρα, ανάλογα με τις κοινές δράσεις και συνέργειες που ενεργοποιούν στα πλαίσια τις ευρύτερης συλλογικότητας-συνεταιρισμού  στην οποία ανήκουν.

2. Επειδή σήμερα το πρόβλημα των αναγκαίων επενδύσεων εκσυγχρονισμού και επέκτασης των αγροτικών εκμεταλλεύσεων είναι η δύσκολη έως αδύνατη χρηματοδότηση τους σύμφωνα με τους περιοριστικούς χρηματοδοτικούς όρους με τους οποίους στην ουσία υπολειτουργεί το τραπεζικό σύστημα θα πρέπει για συγκεκριμένες παραγωγικές, καινοτόμες και επιζητούμενες σε κάθε διοικητική περιφέρεια επενδύσεις να υπάρχει πέραν της ανάλογης με την προσωπική πιστωτική επιφάνεια των επενδυτών κάλυψης του αιτουμένου δανείου, συμπλήρωση της απαραίτητης κάλυψης με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου.

Το Ελληνικό Δημόσιο και κατ’ επέκταση η Ελληνική Οικονομία είναι βέβαιον ότι ενθαρρύνοντας βιώσιμες και επιζητούμενες επενδύσεις στην παραγωγή την μεταποίηση και προώθηση των ποιοτικών και ανταγωνιστικών στην αγορά ελληνικών προϊόντων συντελεί στην αύξηση του ΑΕΠ αυξάνοντας την απασχόληση και την εισροή φορολογικών εσόδων στα ταμεία του.  Η πολιτική αυτή θα μπορούσε να προωθηθεί αποτελεσματικότερα αν είχε λειτουργήσει μία Επενδυτική Τράπεζα που ένας τομέας της θα είχε σαν στόχο να αναπτύξει μια σχετική με την αγροτική οικονομία εξειδίκευση. Δηλαδή αν η πρώην Αγροτική Τράπεζα είχε εξυγιανθεί, είχε βελτιώσει την λειτουργία της και είχε στελεχωθεί με γεωτεχνικούς και άλλους ειδικούς για την στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης ο στόχος του εκσυγχρονισμού της αγροτικής οικονομίας και της βελτίωσης της θέσης του Έλληνα αγρότη  θα ήταν πιο εύκολα επιτεύξιμος.

Όμως με βάση τα σημερινά δεδομένα η Τράπεζα Πειραιώς που επωφελήθηκε από την οικονομική κρίση και απέκτησε με πολύ χαμηλό τίμημα το πιο μεγάλο και εκτεταμένο δίκτυο υποδομών και καταστημάτων σε ολόκληρη τη Χώρα, που απαλλάχτηκε από τα επισφαλή και μη επιδεχόμενα είσπραξης δάνεια με την μεταφορά τους στην “κακή” τράπεζα έχει όχι μόνο την ηθική αλλά και την νομική κατά την γνώμη μας υποχρέωση να στηρίξει  την  προσπάθεια εκσυγχρονισμού και βελτίωσης των ατομικών αλλά και συλλογικών  δράσεων που εντάσσονται στον κεντρικό στόχο της αναπτυξιακής και παραγωγικής ανασυγκρότησης της Χώρας.

3. Η αγροτική ανάπτυξη για να προχωρήσει έχει ανάγκη επίσης των βασικών υποδομών  που πάνω σε αυτές θα στηριχθούν οι παραγωγικές  επενδύσεις και δραστηριότητες. Στα χρόνια της βαθειάς και παρατεταμένης οικονομικής αλλά και θεσμικής κρίσης, οι υποδομές του αρδευτικού συστήματος (χωρίς να είναι αυτές που χρειαζόταν η αγροτική οικονομία) σε μεγάλο βαθμό απαξιωθήκανε και στην κυριολεξία διαλυθήκανε. Πολλές περιοχές στην Αιτωλ/νια, όπως η Μακρυνεία  σήμερα στερούνται αρδευτικού δικτύου με αποτέλεσμα όσοι αγρότες έχουν απομείνει και θέλουν να συνεχίσουν να παράγουν να μην το μπορούν γιατί το αρδευτικό έργο που πριν την κρίση τους εξυπηρετούσε έχει διαλυθεί, τα μηχανήματα έχουν κλαπεί και οι λοιπές υποδομές έχουν καταστραφεί.

Επομένως  για να αντιμετωπισθεί αυτό το πρόβλημα κατά την γνώμη μου,

πρώτον θα πρέπει να υπάρξουν τα αναγκαία προγράμματα χρηματοδότησης των σχετικών έργων,

δεύτερον να αναμορφωθεί το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των ΤΟΕΒ και ΓΟΕΒ και

τρίτον αφού εκτιμηθούν οι ανάγκες ανά περιοχή και παραγωγική κατεύθυνση να κληθούν οι αγρότες και γενικά όλοι  όσοι ασκούν αγροτική δραστηριότητα να εγγραφούν αυτοβούλως στους νέους ΤΟΕΒ  στους οποίους θα έχουν την ευθύνη λειτουργίας  με δικαιώματα αλλά και συγκεκριμένες υποχρεώσεις.

4. Η αγροτική οικονομία και ειδικότερα ο αγροτικός κόσμος στη χώρα μας επιβίωσε κάτω από δύσκολες αντικειμενικά συνθήκες (πόλεμοι, πολιτικές και οικονομικές κρίσεις κ.τ.λ.) γιατί οι εκάστοτε κυβερνήσεις εκτιμώντας σωστά την ανάγκη στήριξης της αγροτικής παραγωγής θεσμοθέτησαν ένα προοδευτικό πλαίσιο συνεταιριστικής νομοθεσίας πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε κυρίως μετά την Μικρασιατική  καταστροφή το συνεταιριστικό κίνημα των αγροτών. Σήμερα αυτό το οικοδόμημα έχει σε πολύ μεγάλο βαθμό απαξιωθεί και έχει χάσει την εμπιστοσύνη του αγροτικού κόσμου και κυρίως των νέων αγροτών. Μάλιστα μετά την εφαρμογή  του Ν. 4015/2011(νόμος Σκανδαλίδη) δεν διαλύθηκαν μόνο οι άνευ αντικειμένου συνεταιρισμοί-σφραγίδες αλλά και πάρα πολλοί συνεταιρισμοί που λόγω της οικονομικής κρίσης και της κατάρρευσης τομέων της αγροτικής παραγωγής όπως του καπνού, έμειναν χωρίς μέλη. Σήμερα οι προσπάθειες των ενεργών αγροτών να δημιουργήσουν νέες και βιώσιμες αγροτικές εκμεταλλεύσεις γίνονται χωρίς την ενθάρρυνση συλλογικών πρωτοβουλιών όπως  είναι οι αγροτικοί συνεταιρισμοί.

Γνώμη μας είναι ότι για να αποκατασταθεί ο ρόλος του Αγροτικού Συνεταιρισμού που αποτελεί βασικό αναπτυξιακό εργαλείο στήριξης του μικρομεσαίου αγρότη με την ενθάρρυνση της κοινωνικής και αλληλέγγυας ευθύνης, πρώτα θα πρέπει να γίνει εκκαθάριση των δομών του  Συστήματος που έχτισαν οι αγροτοπατέρες  ιδιοποιούμενοι τις περιουσίες των συνεταιρισμών που διαλύθηκαν, δηλαδή κυρίως των πρώην Ενώσεων Συνεταιρισμών. Του συστήματος που  την τελευταία εικοσαετία είχε αποκοπεί εντελώς από τις βασικές αρχές του συνεταιρίζεσθε και λειτουργούσε χωρίς τη συμμετοχικότητα, την αλληλέγγυα ευθύνη, τον έλεγχο,  την  διαφάνεια  και η δημοκρατία οδήγησε στην ηθική απαξίωση και οικονομική χρεοκοπία του.

Επειδή  ο Αγροτικός συνεταιρισμός είναι εθελοντική ένωση προσώπων και όχι κεφαλαίων, επειδή το κέρδος, η οικονομική ωφέλεια πρέπει να επιστρέφεται στα μέλη του ανάλογα με την συμμετοχή του καθενός στις εργασίες του συνεταιρισμού, όταν αυτό δεν συμβαίνει και η συμμετοχικότητα δεν εξασφαλίζεται και ο αγρότης αποστασιοποιείται και δεν συμμετέχει. Φυσικά αυτό έχει σαν αποτέλεσμα ο μεμονωμένος αγρότης να είναι εκτεθειμένος και ευάλωτος στις διακυμάνσεις της αγοράς, να έχει αυξημένο κόστος παραγωγής, πράγμα που ιδίως σήμερα,  λόγω και της οικονομικής κρίσης, οδηγεί πολλά αγροτικά νοικοκυριά στη χρεοκοπία.

Κατά συνέπεια όταν έχουμε αυτά τα δεδομένα και ο Συνεταιρισμός είναι ιστορικά και οικονομικά  επιβεβαιωμένο ότι αποτελεί το μόνο εργαλείο επιβίωσης για τον μικρομεσαίο αγρότη, ο θεσμός αυτός έπρεπε να αποτελέσει βασική προτεραιότητα για την παραγωγική ανασυγκρότηση της αγροτικής Οικονομίας.

*Γεωπόνος Πρώην Γεν. Δ/ντης ΕΑΣ Αγρινίου

                                                                                                            Αγρίνιο 4 Φεβρουαρίου 2018