Οταν ένα έντυπο τόσο φιλικό προς την επιχειρηματικότητα όσο ο βρετανικός Economist υπογραμμίζει ότι οι πολυεθνικές επιχειρήσεις και οι τεχνολογικές λύσεις είναι εντελώς αδύνατον να φροντίσουν για την επιβίωση της ανθρωπότητας και καλεί σε συντονισμένη δράση των κυβερνήσεων, μάλλον το πρόβλημα στο οποίο αναφέρεται είναι πραγματικά πλανητικής κλίμακας. Το βρετανικό περιοδικό τονίζει ότι το κλειδί για τη διατροφική ασφάλεια δεν βρίσκεται στην εμπορική εκμετάλλευση των σπόρων, ούτε στην προσπάθεια γενετικής τροποποίησης σπόρων (μεταλλαγμένα), αλλά στο κοπιώδες έργο της συλλογής όσο το δυνατόν μεγαλύτερης ποικιλίας σπόρων.
Ενα παράδειγμα από τη δεκαετία του 1970 καθιστά σαφές το κολοσσιαίο διακύβευμα. Στις αρχές της δεκαετίας εκείνης, η fulgoroidea, ένα έντομο που κατέστρεφε τις φυτείες του ρυζιού, πέρασε από την Ιαπωνία στους απέραντους ορυζώνες της Ασίας. Η παραγωγή μειώθηκε εντυπωσιακά και οι ζημίες ανήλθαν σε 1 δισ. ευρώ, σε σημερινές τιμές, ενώ η ολοκληρωτική καταστροφή αποφεύχθηκε μόνο χάρη στο γεγονός ότι οι επιστήμονες ανέτρεξαν σε 6.000 διαφορετικούς σπόρους άγριου ρυζιού και ανακάλυψαν τον μοναδικό που είχε αντίσταση στο συγκεκριμένο έντομο. Τόσο οι άγριοι πρόγονοι των φυτών που χρησιμοποιούνται στη γεωργία όσο και οι παραδοσιακές ποικιλίες φυτών κρύβουν έναν γενετικό πλούτο που η ανθρωπότητα οφείλει να φυλάσσει ως κόρην οφθαλμού. Στο διάστημα 1900-2000 εκτιμάται ότι χάθηκε το 75% των ποικιλιών σπόρων στον πλανήτη, καθώς η βιομηχανική γεωργία εστιάστηκε σε λίγες ποικιλίες από κάθε φυτό – τις πιο παραγωγικές και εύκολες στην αποθήκευση και τη μεταφορά. Το 1800, στις ΗΠΑ καλλιεργούνταν 7.100 ποικιλίες μήλων, εκ των οποίων σήμερα έχουν μείνει 300, ενώ οι 11 αντιπροσωπεύουν το 90% των πωλήσεων.
Ομως, η παραγωγικότητα και η εμπορικότητα δεν είναι τα μόνα χαρακτηριστικά που απαιτούνται από τις ποικιλίες φυτών, αν πρόκειται να διασφαλιστεί η διατροφική ασφάλεια. Οι μονοκαλλιέργειες είναι ευάλωτες σε ασθένειες που εξαπλώνονται ταχύτατα, ενώ η αποσταθεροποίηση του κλίματος θέτει μια νέα σειρά προκλήσεων.
Μία από τις τράπεζες σπόρων, η CIAT, που βρίσκεται στην Κολομβία, διαθέτει 36.000 ποικιλίες φασολιών, τις οποίες διασταυρώνει προκειμένου να βρει αυτές που αντέχουν στην ξηρασία ή αυτές που ευδοκιμούν σε άγονα εδάφη. Πρόσφατα όμως, επικέντρωσε τις προσπάθειές της στην αναζήτηση ποικιλιών που αντέχουν σε θερμοκρασίες ώς και 5 βαθμούς υψηλότερες από αυτές στις οποίες αντέχουν οι κοινές ποικιλίες – κάτι που θα επιτρέψει τη συνεχιζόμενη καλλιέργεια στην Κεντρική και Ανατολική Αφρική, καθώς συνεχίζεται η άνοδος της παγκόσμιας θερμοκρασίας.
«Οι μεγάλες εταιρείες επίσης δημιουργούν βελτιωμένους σπόρους με τη βοήθεια γενετικής τροποποίησης», σημειώνει ο Economist. «Αλλά η διαδικασία είναι αργή και πολυέξοδη, ενώ ο φόβος των “τροφών Φρανκενστάιν” τρομάζει τους καταναλωτές. Οι νέες ποικιλίες που προκύπτουν από διασταύρωση σπόρων με άγριους συγγενείς είναι μια λύση πιο οικονομική και λιγότερο αμφιλεγόμενη».
Via : www.kathimerini.gr