Η Μαρίκα Νίνου, που το πραγματικό της όνομα ήταν Ευαγγελία Νικολαΐδου, ήταν Αρμένικης καταγωγής, όμως οι απόψεις σχετικά με το πού γεννήθηκε διίστανται. Άλλοι θεωρούν ότι γεννήθηκε στον Καύκασο, ενώ άλλοι, πολλοί, λένε ότι είδε το πρώτο φως πάνω στο πλοίο «Ευαγγελίστρια» -γι’ αυτό την βάφτισαν Ευαγγελία- που μετέφερε την οικογένεια της από τη Σμύρνη στον Πειραιά.
Το σίγουρο πάντως ήταν ότι η Μαρίκα δυσκολεύτηκε να έρθει σε αυτό τον κόσμο. Γεννήθηκε με μελανιές σε όλο της το σώμα και η οικογένεια της πίστεψε πως αποκλείεται να επιβιώσει, εκείνη όμως από νεογέννητο απέδειξε ότι είναι μαχήτρια και τους διέψευσε.
Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή με την οικογένειά της βρέθηκε στον Πειραιά και στο δημοτικό με παρότρυνση του δασκάλου της άρχισε να μαθαίνει μαντολίνο, ενώ συμμετείχε και στη σχολική χορωδία. Το ταλέντο της έλαμπε και η μητέρα της ήξερε ότι η κόρη της δεν υπήρχε περίπτωση να ακολουθήσει την προδιαγεγραμμένη πορεία των κοριτσιών της εποχής.
Ο γάμος τους φαίνεται πως έληξε το 1943, ενώ σε σύντομο χρονικό διάστημα η Βαγγελιω γνωρίζει έναν ακροβάτη, τον Νίκο -Νίνο- Νικολαΐδη, που θα γίνει ο δεύτερός της σύζυγος. Οι δύο τους ως Ντούο Νίνο εμφανίζονται σε διάφορα νυχτερινά κέντρα, κάνοντας ακροβατικά νούμερα. λίγο αργότερα, παντρεύονται. Στο σχήμα τους εντάσσουν και τον μικρό Οβανές και έτσι μετονομάζονται σε Δυόμισι Νίνο. Το όνομα Μαρίκα τής το έδωσε η πεθερά της επειδή της θύμιζε τη Μαρίκα Κοτοπούλη.
Η βελούδινη φωνή της και η ικανότητά της να εκφράζει τον πόνο του έρωτα αλλά και της ξενιτιάς χαρακτήριζαν τις ερμηνείες της, ενώ η πληθωρική της προσωπικότητα δεν περνούσε ποτέ απαρατήρητη. Σε μια από τις εμφανίσεις της την είδε ο Πέτρος Κυριακός, γνωστός θεατράνθρωπος την εποχής, που τη συνέστησε στον Μανώλη Χιώτη με τον οποίο ηχογράφησε δυο τραγούδια.
Τον Οκτώβριο του 1948, ο Στελλάκης Περπινιάδης την ανέβασε στο πάλκο για πρώτη φορά, στο κέντρο «Φλόριντα» της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Δίπλα του η Μαρίκα έμαθε όλα τα μυστικά της τέχνης κι απέκτησε φανατικό κοινό.
Η συνεργασία όμως που έμελλε να είναι καθοριστική τόσο για την καριέρα της όσο και για τη ζωή της ήταν με τον Βασίλη Τσιτσάνη. Τον γνώρισε το 1949 όταν εκείνος έψαχνε αντικαταστάτρια για την Σωτηρία Μπέλλου στο κέντρο «Τζίμης ο Χοντρός». Τα τσαλίμια της φωνής της τον εμπνέουν και γίνεται η μούσα του. Γράφει τραγούδια αποκλειστικά για εκείνη, που τα απογειώνει με την ερμηνεία της, όπως τη «Σεράχ», «Τα καβουράκια», το «Απόψε κάνεις μπαμ» ή το «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα;» -αυτό το τραγούδι της το έγραψε αναγγέλλοντάς της τον χωρισμό τους. Λέγεται πως όταν η Νίνου πήρε στα χέρια της τους στίχους ξέσπασε σε κλάματα. Τελικά σε μια συγκλονιστική ηχογράφηση αποτύπωσε όλη την πορεία τους, κάνοντας το συγκεκριμένο τραγούδι έναν ύμνο στους έρωτες που χάθηκαν.
Για χρόνια ο Τσιτσάνης και η Νίνου συνεργάζονταν στενά, κι ένας θυελλώδης έρωτας γεννήθηκε ανάμεσά τους, παρόλο που ήταν κι παντρεμένοι και οι δυο. Εκείνη όμως ήθελε να έχει την αποκλειστικότητα και του ζητούσε να μην δίνει τραγούδια σε καμία άλλη. Προσπαθούσε συνέχεια να περνάει όσο περισσότερο χρόνο μπορούσε μαζί τους για να τον έχει μόνο δικό της. Αυτή η στάση της βέβαια δεν άρεσε καθόλου ούτε στην Μπέλλου ούτε στη Σεβάς Χανούμ. Μάλιστα ένα βράδυ η πρώτη έφτασε εξοργισμένη σε ένα καφενείο που βρισκόταν η Νίνου και την γρονθοκόπησε σε τέτοιο βαθμό που την έστειλε στο νοσοκομείο.
Η σχέση της με τον Τσιτσάνη άρχισε να έχει πρόβλημα, και μετά από ένα ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη το 1951 όπου εκείνος σε μια κρίση ζήλιας έκανε ένα σύντομο δεσμό με μια ντόπια πριγκίπισσα, οι δρόμοι τους χώρισαν. Η Μαρίκα πήγε στην Αμερική, όπου τραγούδησε δίπλα στον Κώστα Καπλάνη επί δύο χρόνια.
Είχε ήδη υποβληθεί στην Αθήνα σε επέμβαση καθώς διαγνώστηκε με καρκίνο στη μήτρα, αλλά στην Αμερική παρουσίασε ραγδαία μετάσταση. Επέστρεψε αμέσως στην Ελλάδα, όπου εργάστηκε για λίγο με φοβερούς πόνους. Πέθανε, σε ηλικία μόλις 35 ετών, στις 23 Φεβρουαρίου του 1957. Ο Τσιτσάνης δεν πήγε στην κηδεία της, όμως έγραψε το «Θέλω να είναι Κυριακή» που ερμήνευσε η Καίτη Γκρέι ως μια συγγνώμη στην παλιά του αγαπημένη….
Πηγή : https://www.bovary.gr