του Νίκου Ξυδάκη
Μακριά από την Αθήνα, η κρίση, η ζωή, φαίνονται αλλιώς. Οι Έλληνες ανησυχούν, αγωνιούν, όπου κι αν βρίσκονται, στα χωριά και στα όρη, στην Αμερική ή στην Ωκεανία. Αλλά στην υπερτροφική πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, η αγωνία παίρνει άλλες διαστάσεις, γιατί η κρίση εδώ, περισσότερο από παντού, χτυπάει σκληρότερα τους ανθρώπους.
Ρωτούν λοιπόν τον Αθηναίο, και μάλιστα τον «ευρισκόμενο στα πράγματα»: Πώς πάμε; Κοντεύει να τελειώσει; Πού θα φτάσει; Τι μπορούμε να κάνουμε; Οσο εύγλωττος μπορεί να είναι ο ερωτώμενος όταν αναλύει και παρλάρει στο οικείο του περιβάλλον, άλλο τόσο κούφιος ή ατελέσφορος μπορεί να ακουστεί ο λόγος του ενώπιον τέτοιων ερωτημάτων, θεμελιωδών, που ζητούν ουσιώδεις απαντήσεις. Δεν ξέρω, λες, ταπεινά και σιγαλά.
Η συζήτηση όμως δεν τελειώνει. Καθώς συνεχίζεται, όλοι μαθαίνουν απ΄ τον άλλο: και ο ερημίτης των ορέων, και πολύ περισσότερο ο πολύφερνος Αθηναίος. Καθώς συναντιούνται οι σκέψεις, βαθαίνει η κατανόηση των συμβαινόντων, ο πεσιμισμός μετριάζεται, αναδεικνύονται οι δυνατότητες, και μαζί εντοπίζονται οι απειλές, φανερές και κρυμμένες. Ιδού η επίγευση των πολύωρων συζητήσεων σε τόπους άκρας ησυχίας, μεταξύ έναστρου ουρανού, χιονοσκεπών βουνών και απέραντης θάλασσας.
Μας απειλούν η ηττοπάθεια, η παραίτηση, η ακηδία, ο διχασμός ― τα αναφέρω χωρίς αξιολογική σειρά. Ολα εμφιλοχωρούν στο κοινωνικό σώμα και το υποσκάπτουν· όσο φουντώνουν, θα εκτοπίζουν κάθε υγιή αντίδραση, και στο τέλος θα προκαλέσουν μια κατάρρευση προς τα έσω, μια ούτως ειπείν ενδόρρηξη. Η διαρκής αυτή απειλή εκτείνεται ανάμεσα σε δυο στερεοτυπικές κουβέντες: «Αυτοί είμαστε, δεν αλλάζουμε» και «Φταίει ο άλλος». Στο ένα άκρο βρίσκεται η παραίτηση από τον συλλογικό νου, η φυγή από την πολιτική κοινωνία, η απόδραση από τον έλλογο βίο εντέλει. Η ζωή εναπόκειται σε εξωλογικές δυνάμεις, υπέρτερες του ατόμου και της συλλογικής βούλησης· δεν μπορείς να κάνεις τίποτε, δένεις τα χέρια κι αφήνεσαι στη μοίρα.
Στο άλλο άκρο βρίσκεται η ακραία ετερονομία, η βίαιη μετάθεση της ατομικής ευθύνης, το μίσος. Ο άλλος διαμορφώνει τη μοίρα μου, η βούλησή μου δεν αρκεί για να ορίσω τον βίο μου, το κακό είναι πάντα έξω από μένα, υπάρχω οριζόμενος ως προς έναν εχθρό. Εδώ φωλιάζει ο διχασμός. Ο οποίος παρότι φαντάζει εξωστρεφής, σαν ενέργεια στρεφόμενη κατά του εχθρού-άλλου, στο βάθος του είναι μια ακραία εσωστρέφεια, μια πτύχωση προς τα έσω, με την οποία απαρνείσαι το έξω, το περιβάλλον, τον άλλο. Απαρνείσαι την κίνηση προς τα έξω, την επαφή ή την τομή με άλλους· επιλέγεις μόνο την καταστροφή του άλλου. Κι είναι τόση η τύφλωση της εσωπτύχωσης, που προχωρείς στην καταστροφή του άλλου, ακόμη κι όταν αυτό σημαίνει αυτοκαταστροφή.
Ανάμεσα στα δύο αυτά άκρα, θάλλουν πολλές άλλες δυνατότητες. Όλες λίγο-πολύ καλύτερες, δηλαδή λιγότερο καταστροφικές. Παρ’ όλο λοιπόν που ορθώνονται μπροστά μας τα άκρα, τα πιο ζοφερά, είναι πολύ πιθανότερο να τραπούμε προς τις άλλες οδούς, τις βατές. Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η βαθύτερη κατανόηση των συμβάντων, μέσα στο ιστορικό και το ανθρώπινο πλαίσιό τους, και η διατήρηση μιας ορισμένης νηφαλιότητας. Είναι εύκολο; Είναι εφικτό. Και μόνο που συζητάμε και συνθέτουμε μια κάποια συναντίληψη, που βρίσκουμε εφαπτόμενες και τομές, αγωνιώντες Αθηναίοι και ήρεμοι ερημίτες, κουρασμένοι μεσήλικες και παλλόμενοι νέοι, δείχνει ότι δεν έχουμε φτάσει από εκατό δρόμους τα όρια της σιγής.
Via : vlemma.wordpress.com