Σαν σήμερα, στις 23 Οκτωβρίου του 1925, γεννήθηκε στην Ξάνθη ο Μάνος Χατζιδάκις.
Η μουσική, η ποίηση, ο λόγος του μας συντροφεύει. Δεν αρκεί μια μέρα – η γενέθλια- να μπει στην καθημερινότητα μας «ένας γνήσιος Έλληνας» , «ένας Μεγάλος Ερωτικός».
Σήμερα συνεισφέρω – με την πένα του Λεωνίδα Κύρκου – μια ακόμα πτυχή από την προσωπικότητα του Χατζιδάκι. Ο «λόγος» λοιπόν στον Λεωνίδα…
«Δεν θυμάμαι πότε και σε ποιες συνθήκες γνωρίστηκα με τον Μάνο Χατζιδάκι. Ήξερα ότι ήταν επονίτης στο Παγκράτι, στην Κατοχή, όπως και η Ελένη Γλύκατζη- Αρβελέρ, τον παρακολουθούσα από μακριά και τον θαύμαζα, έπαιζα τραγούδια του στη φυσαρμόνικά μου, όμως ως εδώ.
Μια μέρα χτύπησε η πόρτα μου στην Καλλιδρομίου, πήγα, άνοιξα και να `σου μπροστά μου… ο Μάνος.
«Βρε Μάνο», του είπα, «εσύ εδώ; Ποιος καλός άνεμος σε φέρνει;».
«Που να το φανταστείς, Λεωνίδα», μου απάντησε. «Και κοίτα τι κρατώ!» συνέχισε και μου έδειξε ένα καλό δημοσιογραφικό κασετοφωνάκι. «Αποφάσισα να βγάλω ένα περιοδικό όπως το θέλω εγώ» (επρόκειτο για το Τέταρτο) «και ήρθα να σου πάρω συνέντευξη. Θέλω ν` αρχίσω μαζί σου. Δέχεσαι;»
«Άκου λέει», απάντησα. «Μεγάλη μου τιμή. Και θέλω όχι εύκολες – φιλικές ερωτήσεις. Πέρασε».
Μπήκαμε στην κουζίνα μου, του έφτιαξα καφεδάκι, του εξέφρασα το θαυμασμό μου και στρωθήκαμε στη δουλειά.
Ο Μάνος είχε πάρει με ζέση την καινούργια του απόπειρα. Ξετύλιγε τις σκέψεις του και τα ερωτήματά του, κι έμοιαζε με επιμελή μαθητή. Κάποτε τελειώσαμε, έκλεισε με ικανοποίηση το μαγνητόφωνο και έμεινε σιωπηλός. Όταν ξαναγύρισε από τους διαλογισμούς του, μου είπε:
«Σκέφτηκα πολύ και σου κάνω μια πρόταση. Μη βιαστείς να την απορρίψεις. Σου ζητώ λοιπόν να κάνουμε ένα δίσκο μαζί. Εσύ θα παίζεις με τη φυσαρμόνικα κι εγώ θα σε συνοδεύω με την ορχήστρα». «Μάνο, με κολακεύεις αφάνταστα. Όμως είσαι τρελός! Ξέρεις πως, δυστυχώς, δεν είμαι μουσικός. Παίζω λίγη φυσαρμόνικα, αυτοδίδακτη, και δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό πως θα μπορούσα να σταθώ δίπλα σου. Εσύ είσαι μια κορυφή του Ολύμπου κι εγώ ένα ασήμαντο πετραδάκι του θεσσαλικού κάμπου. Αν το είπες ειλικρινά, σου λέω αμέσως όχι. Για να σε προστατέψω».
«Είσαι ανόητος», μου απάντησε. «Φαντάστηκες πως θα `βαζα την όποια φήμη μου για να κάνω κάτι ευτελές; Λυπάμαι αν αυτή είναι η αποφάση σου. Θα κάναμε μαζί κάτι τολμηρό, καινούργιο. Λυπάμαι».
Είπε, μάζεψε τα δημοσιογραφικά του σύνεργα, αγκαλιαστήκαμε κι έφυγε. Από τότε σκέφτηκα πολλές φορές την πρόταση του. Το «όχι» μου με κυνηγάει στη ζωή μου. Αυτός ήξερε, μιλούσε σοβαρά… εγώ γιατί βιάστηκα;
Τον έβλεπα στα φεστιβάλ του «ΡΗΓΑ». Τα χαιρόταν σαν μικρό παιδί. Ποτέ δεν αρνήθηκε όταν του το ζητούσαμε. Εκτιμούσε αφάνταστα εκείνη την ανυπέρβλητη νεολαία, κι εκείνη τον περιέβαλλε με μια ατμόσφαιρα αγάπης και θαυμασμού. Στη συναυλία δεν ακουγόταν ούτε κιχ. Και ο παραμικρός θόρυβος τον ενοχλούσε. Και οι ακροατές του τον σέβονταν απεριόριστα. Μόλις τελείωνε τότε ξέσπαγαν τα χειροκροτήματα και τα επιφωνήματα. Ήταν ανεπανάληπτες μυσταγωγίες για όσους τις έζησαν.»
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΥΡΚΟΣ, ΣΤΙΓΜΕΣ από την προσωπική μου διαδρομή, εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, Αθήνα 2007