Του Harald Schumann
Ο Νικόλας Παπαδόπουλος είναι έμπειρος πολιτικός και έχει συνηθίσει στα δύσκολα. Είναι εδώ και 9 χρόνια βουλευτής και επικεφαλής της επιτροπής Οικονομικών της κυπριακής βουλής. Είναι επίσης επικεφαλής του κοινωνικά φιλελεύθερου κόμματος ΔΗΚΟ και άρα ουδείς μπορεί να του προσάψει ριζοσπαστικές ιδέες. Όταν όμως ο 41χρονος πολιτικός διηγείται αυτή την ιστορία, η φωνή του σπάει και η οργή τού φέρνει δάκρυα. «Η χώρα μου», λέει, «ειναι θύμα μιας εν ψυχρώ ληστείας». «Μας έκλεψαν 3,5 δισεκατομμύρια ευρώ και τα έδωσαν σε μια ελληνική τράπεζα». «Οι οικονομίες μιας ζωής, τα λεφτά που πήραν οι συμπολίτες μας από την συνταξιοδότησή τους». Τώρα πολλοί θα χάσουν ως και τα σπίτια τους. «Η τρόικα και το Eurogroup αποφάσισαν, και εμείς έπρεπε να συμφωνήσουμε με το πιστόλι στον κρόταφο». Ήταν «ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα στην ιστορία της ευρωζώνης».
Ληστεία δισεκατομμυρίων με δράστες υπουργούς Οικονομικών της Ευρωζώνης και υπαλλήλους της Κομισιόν, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ; Ακούγεται τρελό. Αλλά η κατηγορία βασίζεται σε γεγονότα και ντοκουμέντα που δείχνουν ότι οι αρμόδιοι υπάλληλοι σε Βρυξέλλες και Φρανκφούρτη επέβαλαν απολύτως στοχευμένα μια άκρως αμφιλεγόμενη συμφωνία, στα πλαίσια της οποίας οι πελάτες των κυπριακών τραπεζών έχασαν 3 δισεκατομμύρια, τα οποία εισέπραξε ως κέρδη μία ελληνική τράπεζα. Ως τώρα οι βουλευτές και τα δικαστήρια της Ευρώπης δεν έχουν ασχοληθεί καθόλου με το ζήτημα, και ένας λόγος γι’ αυτό είναι ότι η κυπριακή κυβέρνηση δεν τολμάει να μιλήσει δημοσίως. Άλλωστε η τελευταία εξαρτάται από την καλή θέληση της ΕΚΤ και της Κομισιόν. Τώρα όμως, εκατοντάδες Κύπριοι έχουν προσφύγει στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η κεντρική τράπεζα της Κύπρου σκοπεύει να ξεκινήσει έρευνα.
Ο δρόμος προς την αμφιλεγόμενη συμφωνία ξεκινάει με την οικονομική κατάρρευση της Κυπριακής Δημοκρατίας το 2012. Ως τότε, η μικρή χώρα των 800.000 κατοίκων ήταν μία από τις πιο πλούσιες στην Ευρώπη. Με χαμηλούς φόρους και ελαστικούς ελεγκτικούς μηχανισμούς, το νησί είχε μετατραπεί σε χρηματοπιστωτικό κέντρο και κέντρο φοροδιαφυγής. Πλούσιοι από όλον τον κόσμο -κυρίως από τη Ρωσία – έκρυβαν στην Κύπρο τα χρήματα που δεν ήθελαν να ανακαλύψει η εφορία της χώρας τους. Αυτό ενίσχυσε τον κυπριακό τραπεζικό κλάδο. Οι ισολογισμοί των τριών τραπεζών: της Λαϊκής, της Ελληνικής και της Τράπεζας Κύπρου, έφθασαν στο οκταπλάσιο του ΑΕΠ της χώρας. Τα γυαλιστερά τραπεζικά παλάτια και τα εκατοντάδες πολυτελή δικηγορικά γραφεία στη Λευκωσία μαρτυρούν τον εισαγόμενο πλούτο.
Το πλήγμα ήρθε τον Απρίλιο του 2012. Το κούρεμα του ελληνικού χρέους προξένησε απώλειες 4 δις στις κυπριακές τράπεζες, σχεδόν όσο το 1/4 του ΑΕΠ της χώρας. Η κυβέρνηση του πρώην προέδρου, Δημήτρη Χριστόφια, υποστήριξε με 1,8 δισ. ευρώ τη Λαϊκή τράπεζα, που είχε υποστεί ιδιαίτερα σφοδρό πλήγμα. Λίγο αργότερα, η ίδια η κυβέρνηση βρέθηκε στη δυσκολία να αναχρηματοδοτήσει το διαρκώς αυξανόμενο χρέος της. Όπως και η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, έτσι και η Κύπρος υποχρεώθηκε να υποβάλει αίτημα για δάνειο και να διαπραγματευθεί με τους αξιωματούχους της Τρόικας. Αλλά η Κύπρος δεν είχε κανέναν φίλο στην Ε.Ε.
Αυτό το διαπίστωσε ο Μιχάλης Σαρρής με σκληρό τρόπο. Ο Σαρρής, που σήμερα είναι 67 ετών, έγινε το 2013 υπουργός Οικονομικών σε συνθήκες επείγουσας ανάγκης. Η αριστερή κυβέρνηση του Χριστόφια είχε χάσει τις εκλογές λόγω της αξιοθρήνητης διαχείρισης της κρίσης. Ο νέος συντηρητικός πρόεδρος, Νίκος Αναστασιάδης, και ο υπουργός Οικονομικών του κλήθηκαν να σώσουν ό,τι μπορούσε να σωθεί. Ο Σαρρής, που σε προσωπικό επίπεδο είναι γοητευτικός και κοσμοπολίτης, είναι βετεράνος των τραπεζών. Επί 30 χρόνια ήταν στην Παγκόσμια Τράπεζα, στο παρελθόν είχε διατελέσει ξανά υπουργός Οικονομικών και είχε και εμπειριά στη διοίκηση τράπεζας εν καιρώ κρίσης. Ωστόσο λέει ότι ποτέ του δεν περίμενε αυτό που αντιμετώπισε στις Βρυξέλλες.
Στις 3 Μαρτίου 2013, μόλις πέντε μέρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, πήγε στην πρωτεύουσα της Ευρώπης για να διαπραγματευθεί το επείγον δάνειο. Αλλά από την πρώτη κιόλας συνάντηση με τον Γερμανό εταίρο του, τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, και τους επικεφαλής της Τρόικας συνειδητοποίησε ότι δεν είχε απομείνει τίποτα προς διαπραγμάτευση. «Όλα είχαν αποφασιστεί από καιρό» λέει ο Σαρρής. Ναι, το κυπριακό δημόσιο επρόκειτο να λάβει πίστωση για να εξυπηρετήσει τα χρέη του, αλλά ούτε σεντ από τα χρήματα αυτά δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για να καλυφθούν οι τραπεζικές απώλειες. Ο Σαρρής σοκαρίστηκε. Χωρίς κρατική ενίσχυση, οι απώλειες των τραπεζών θα επιβάρυναν τους μετόχους και τους πιστωτές τους καθώς και τους πελάτες τους. Το επόμενο δεκαπενθήμερο ο Σαρρής και ο πρόεδρός του επιχειρηματολογούσαν ότι η απώλεια εμπιστοσύνης θα έπληττε καίρια τις κυπριακές τράπεζες και ότι το «bail-in» συνιστά «οικονομική αυτοκτονία» για την Κύπρο – αλλά η διαμαρτυρία τους απέβη μάταιη.
Υπό την πίεση της γερμανικής κυβέρνησης, οι υπουργοί Εξωτερικών της Ευρωζώνης ήθελαν να μετατρέψουν την Κύπρο σε παράδειγμα. Η Καγκελάριος Μέρκελ υποσχέθηκε ότι αυτή τη φορά -σε αντίθεση με τις άλλες χώρες της Ευρώπης- «θα αναλάβουν την ευθύνη αυτοί που προξένησαν το πρόβλημα», δηλαδή αυτοί που εμπιστεύθηκαν τα χρήματά τους στις κακοδιαχειριζόμενες τράπεζες. Σε αυτή την περίπτωση ήταν εύκολο. Ο χρηματοπιστωτικός κλάδος των άλλων κρατών της ευρωζώνης είχε αποσύρει προ πολλού τα χρήματα του, οι Γερμανοί ή οι Γάλλοι επενδυτές δεν κινδύνευαν.
Τόσο το χειρότερο για τους πελάτες των κυπριακών τραπεζών. Όποιος είχε πάνω από 100.000 ευρώ στο λογαριασμό του όφειλε να πληρώσει ώστε να καλυφθούν ζημιές ως και 8 δισεκατομμυρίων. Αλλά η τιμωρία της Κύπρου ενείχε ένα υπέρογκο ρίσκο: Περίπου το 1/3 του τζίρου των κυπριακών τραπεζών γινόταν στην Ελλάδα. Συνεπώς χιλιάδες Έλληνες καταθέτες είχαν τα χρήματά τους σε κυπριακές τράπεζες στην Ελλάδα. Αν όμως υποχρεώνονταν κι αυτοί να πληρώσουν, οι ειδικοί της ΕΚΤ προειδοποίησαν για την πιθανότητα ενός bank run στην Ελλάδα που θα οδηγούσε σε κατάρρευση το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Αυτό οι υπουργοί της Ευρωζώνης και η Τρόικα ήθελαν οπωσδήποτε να το αποφύγουν. Είχαν μόλις χορηγήσει στο ελληνικό κράτος 40 δισ. ευρώ από τον μηχανισμό στήριξης ESM ώστε να μην καταρρεύσουν οι τράπεζες που αλλιώς θα πτώχευαν μετά το κούρεμα.
Έτσι η ΕΚΤ και η Κομισιόν κατάστρωσαν ένα περιπετειώδες σχέδιο. Να υποχρεωθούν οι κυπριακές τράπεζες να πουλήσουν τα υποκαταστήματά τους στην Ελλάδα ώστε να προφυλαχθούν οι Έλληνες από το κυπριακό σοκ. Η προστασία της περιουσίας, που αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα σε όλη την ΕΕ, σε αυτή την περίπτωση δεν ίσχυσε.
Αναλαμβάνοντας τα καθήκοντα του, ο Σαρρής δεν ήξερε τίποτα για όλα αυτά, αν και η επιχείρηση σχεδιαζόταν επί μήνες. Ήδη από τον Ιανουάριο του 2013, πριν τις εκλογές στην Κύπρο, εξετάστηκε στην ΕΚΤ το σενάριο της «ακούσιας» διαίρεσης των κυπριακών τραπεζών. Για το θέμα αυτό συντάχθκε ένα εκτεταμένο υπόμνημα, που διαβαθμίστηκε ως «confidential» (εμπιστευτικό) και «restricted» (περιορισμένης κυκλοφορίας) και κοινοποιήθηκε σε στενό κύκλο. Στην ομάδα βρισκόταν και ένας Έλληνας νομικός ο οποίος είχε στενές σχέσεις με ένα δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπούσε την Τράπεζα Πειραιώς – μια σχέση που στη συνέχεια επρόκειτο να αποδειχθεί αμφιλεγόμενη. Ποιο ήταν το φοβερό συμπέρασμα του υπομνήματος: Αν οι ελληνικές θυγατρικές των κυπριακών τραπεζών επωλούντο σε μία τιμή που να συνυπολογίζει όλες τις πιθανές μελλοντικές απώλειες, τότε οι μητρικές εταιρείες Λαϊκη και Τράπεζα Κύπρου θα ήταν «τεχνικά πτωχευμένες». Δηλαδή, μια τέτοια υποχρεωτική πώληση θα τσάκιζε τις κυπριακές τράπεζες.
Σε πρώτη φάση ο Σαρρής δεν έμαθε τίποτα, έλαβε μόνο ένα τελεσίγραφο από το Εurogroup σύμφωνα με το οποίο η Κύπρος δεν θα έπαιρνε τα δάνεια αν δεν πουληθούν τα υποκαταστήματα στην Ελλάδα. «Έπρεπε να βγούμε από την ελληνική αγορά και μάλιστα αμέσως, παρόλο που συνήθως κάτι τέτοιο χρειάζεται υπό φυσιολογικές συνθήκες πολύμηνη προετοιμασία και υποστήριξη έμπειρων επενδυτικών τραπεζών» είπε ο Σαρρής. Του έδωσαν μόλις 12 ημέρες.
Τη σύνταξη της απαραίτητης νομοθεσίας την ανέλαβε αμέσως η ΕΚΤ. Υπό την καθοδήγηση του τότε μέλους του ΔΣ της ΕΚΤ, Γιεργκ Άσμουσεν, το νομικό τμήμα συνέγραψε έναν νόμο που επιτρέπει στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου να αναλαμβάνει την διαχείριση τραπεζών σε περίπτωση κρίσης και έτσι να τις υποχρεώνει να πωλούν τα υποκαταστήματά τους στο εξωτερικό. Ο νόμος παρουσιάστηκε στη Βουλή από τον Έλληνα νομικό της ΕΚΤ, του οποίου το σενάριο εφαρμόστηκε. Όμως, όπως θυμάται ο βουλευτής Παπαδόπουλος, «δεν είπε λέξη» για την σχεδιαζόμενη υποχρεωτική πώληση των ελληνικών υποκαταστημάτων. Αυτό ήταν επόμενο, αφού θα βρισκόταν αντιμέτωπος με την καθοριστική ερώτηση: σε τι τίμημα; Στις φυσιολογικές επιχειρηματικές συναλλαγές, αυτό το συμφωνεί ο αγοραστής με τον πωλητή. Σε αυτή την περίπτωση δεν κάθισαν καν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων επειδή, όπως διαπίστωσε αργότερα μια εξεταστική επιτροπή του κοινοβουλίου, «η Τρόικα διαφωνούσε». Έτσι, αυτοί που πήγαν στις 9 Μαρτίου 2013 στην Αθήνα για να διαπραγματευθούν, δεν ήταν διοικητές τραπεζών αλλά υπάλληλοι του κυπριακού υπουργείου Οικονομικών και της κεντρικής τράπεζας της Κύπρου. Στην Αθήνα τα νήματα κρατούσε ο επίσης αμφιλεγόμενος αλλά ισχυρός διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος. Ο Γιώργος Προβόπουλος έχει ιδιαίτερες σχέσεις με την τράπεζα Πειραιώς και με τον επικεφαλής της, Μιχάλη Σάλλα, του οποίου παλιότερα ήταν υφιστάμενος. Η σχέση επρόκειτο σύντομα να αποδώσει καρπούς.
Υπό την αιγίδα του Προβόπουλου, «η ελληνική πλευρά εκμεταλλεύθηκε την ανάγκη μας» είπε ένας από τους Κύπριους συμμετέχοντες. Σε εκείνη τη χρονική στιγμή, η καθαρή αξία των τραπεζών (net asset value) υπολογίστηκε από την κεντρική τράπεζα της Κύπρου σε σχεδόν 8 δισ. Αλλά οι Έλληνες πρόσφεραν μόνο 500 εκατομμύρια. Ο Σαρρής λέει ότι όταν οι διαπραγματεύσεις κατέρρευσαν, το Εurogroup ανέθεσε το ρόλο του μεσολαβητή στον πρώην επίτροπο, Χοακίν Αλμούνια, και στη Διεύθυνση Ανταγωνισμού.
Και τότε κάτι περίεργο συνέβη. Οι υποτιθέμενοι μεσολαβητές δεν αναζήτησαν κανέναν συμβιβασμό αλλά πήραν το μέρος της Ελλάδας. Σύμφωνα με όσα κατέθεσαν αργότερα στην εξεταστική επιτροπή της Βουλής στελέχη της κεντρικής τράπεζας της Κύπρου, η πρόταση των μεσολαβητών υποτίμησε συστηματικά την αξία των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα. Σαν να ακολουθούσαν το σενάριο της ΕΚΤ, αναφέρθηκαν στο σενάριο των χειρότερων πιθανών μελλοντικών απωλειών. Έτσι, η αξία των περιουσιακών στοιχείων που πωλήθηκαν υποτιμήθηκε κατά 3 δισ. ευρώ. Επίσης, οι πωλητές, δηλαδή οι κυπριακές τράπεζες, υποχρεώθηκαν να χαρίσουν στον Έλληνα αγοραστή το μισό του απαιτούμενου ιδίου κεφαλαίου.
Όταν τα πληροφορήθηκαν αυτά οι επικεφαλής των τριών κυπριακών τραπεζών απέρριψαν κατευθείαν την προβληματική πρόταση. «Στην Ελλάδα βρισκόταν η καρδιά των δραστηριοτήτων μας» διηγείται ο Ανδρέας Αρτέμης που τότε ήταν πρόεδρος του ΔΣ της Τράπεζας Κύπρου. «Γιατί να τα δώσουμε για ένα κλάσμα της αξίας τους;» Ακόμη και ο Σαρρής στην αρχή δεν ήθελε να βάλει την υπογραφή του.
Όμως οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης δεν νοιάζονταν για την αμφισβητούμενη εκτίμηση του τιμήματος και δεν άφησαν καμία εναλλακτική στον κύπριο υπουργό Οικονομικών και στον πρόεδρο Αναστασιάδη. Όταν την νύχτα της 15ης προς 16η Μαρτίου 2013 ελήφθησαν αποφάσεις στις Βρυξέλλες, η Κύπρος υποχρεώθηκε να αποδεχτεί όχι μόνο το bail-in σε βάρος των καταθετών αλλά και την υποχρεωτική πώληση των ελληνικών υποκαταστημάτων κοψοχρονιά. Στη διάρκεια της συνόδου, ο Άσμουσεν απείλησε επίσης ότι θα σταματήσει η χορήγηση ρευστότητας από την ΕΚΤ, και η Κύπρος θα εκδιωχθεί από την ευρωζώνη. «Αυτό θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη καταστροφή» είπε ο Σαρρής. «Για μας αυτό σήμαινε, «είτε θα κολυμπήσουμε είτε θα βουλιάξουμε».
Χρειάστηκε μία ακόμα εβδομάδα και μια ακόμα σύνοδος του Eurogroup προκειμένου να τσακιστεί η αντίσταση των Κυπρίων. Και τότε οι κυπριακές τράπεζες υποχρεώθηκαν πράγματι να δώσουν τα ελληνικά τους υποκαταστήματα αντί μόλις 524 εκατομμυρίων ευρώ. Αγοραστής ήταν η Τράπεζα Πειραιώς. Σε μια στιγμή η Τράπεζα Κύπρου έχασε πάνω από 2 δις ευρώ, το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων της. Αυτός ήταν ο μόνος λόγος της πτώχευσής της, όπως είχε προβλέψει το σενάριο της ΕΚΤ ήδη από τον Ιανουάριο. Η Λαϊκή Τράπεζα έχασε κι αυτή περίπου 1 δισ. και όπως είχε σχεδιαστεί, η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου έθεσε τις δύο τράπεζες υπό καθεστώς αναγκαστικής διαχείρισης και τις συγχώνευσε, ενώ οι καταθέτες τους υποχρεώθηκαν να ανταλλάξουν περίπου 6 δις ευρώ με τραπεζικές μετοχές, που δεν αντιστοιχούσαν ούτε στο ένα δέκατο της αξίας των καταθέσεων. Τα δύο τρίτα των απωλειών αφορούσαν καταθέτες από το εξωτερικό. Αλλά τα υπόλοιπα 2 δισεκατομμύρια ανήκαν σε συνηθισμένους αποταμιευτές, συνταξιούχους, συνταξιοδοτικά ταμεία, πανεπιστήμια και εταιρείες, ακόμη και αν στον λογαριασμό είχαν την μισθοδοσία του επόμενου μήνα. Εν συνεχεία η κυπριακή οικονομία έπεσε σε βαθιά ύφεση και χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τις δουλειές τους.
Αντίθετα, στην Αθήνα, ο Μιχάλης Σάλλας, ο επικεφαλής της Τράπεζας Πειραιώς, και ο Γιώργος Προβόπουλος, διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, είχαν κάθε λόγο να πανηγυρίζουν. Στο επόμενο τρίμηνο η Πειραιώς παρουσίασε κέρδη 3,4 δισ. ευρώ «από την απόκτηση του δικτύου των κυπριακών τραπεζών στην Ελλάδα». Η Τρόικα είχε ένα πρόβλημα λιγότερο. Ο Όμιλος Πειραιώς, που ως τότε ήταν κι ο ίδιος πτωχευμένος λόγω του κουρέματος του ελληνικού χρέους, έγινε ξανά φερέγγυος και μετατράπηκε στη μεγαλύτερη ελληνική τράπεζα. Η τιμή της μετοχής της ανέβηκε 400%.
Συνεργάστηκε λοιπόν η τρόικα με μια ελληνική τράπεζα; Ή μήπως ήταν όλα συμπτώσεις; Η ΕΚΤ και η Κομισιόν θα μπορούσαν εύκολα να απαντήσουν αυτά τα ερωτήματα. Αλλά και οι δύο θεσμοί αρνούνται να δημοσιοποιήσουν την οποιαδήποτε πληροφορία. Παρά τις υποσχέσεις των εκπροσώπων τους, κανείς από τους υπεύθυνους δεν απάντησε στις γραπτές ερωτήσεις του Tagesspiegel. Έτσι, δεν είναι μόνον ο βουλευτής Παπαδόπουλος που δεν πιστεύει στις συμπτώσεις. Ο δικηγόρος Κύπρος Χρυσοστομίδης επίσης θεωρεί ότι όλοι οι χειρισμοί ήταν «παράνομοι». Ο Χρυσοστομίδης έχει προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για λογαριασμό 120 πελατών, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν «απλοί αποταμιευτές» και ζητά αποζημίωση 100 εκατομμυρίων ευρώ.
«Η υπόθεση βρωμάει» λέει ακόμη και ο οικονομολόγος Σταύρος Ζένιος, μέλος του νέου διοικητικού συμβουλίου της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου. «Δεν μπορώ να κρίνω αν ήταν διαφθορά ή ανικανότητα», λέει ο Ζένιος. Γι’ αυτό επείγει να ξεκινήσει «μια έρευνα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο». «Η υπόθεση δεν μπορεί να κρέμεται πάνω από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς χωρίς να διαλευκανθεί».
– Το άρθρο αυτό του Harald Schumann πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του Βερολίνου Tagesspiegel και δημοσιεύεται εδώ μεταφρασμένο με την άδεια του συντάκτη του.
– Το άρθρο του Tagesspiegel βασίστηκε στο ντοκιμαντέρ “Τρόικα- Εξουσία εκτός ελέγχου” των Arpad Bondy και Harald Schumann, παραγωγής ARTE και ARD.
– Τη δημοσιογραφική έρευνα για το ντοκιμαντέρ έκαναν οι Νικόλας Λεοντόπουλος, João Pedro Plácido και Elisa Simantke.
Via : www.thepressproject.gr