Φωτογραφία Γιάννης Παναγόπουλος/Eurokinissi
Εμυ Ντούρου
«Πολλοί άνθρωποι λένε ότι κάνω πολιτικό κινηµατογράφο και νοµίζουν πως όλο αυτό λειτουργεί µε ένα σύστηµα. ∆εν ισχύει. Τα φιλµ γεννιούνται το καθένα διαφορετικά. Τα φιλµ µε πάθος είναι ιστορίες αγάπης και μέσα από το βιβλίο ήθελα να εξηγήσω πώς ξεκινούν» λέει ο Κώστας Γαβράς στη συνάντηση που είχαµε µε αφορµή την επίσκεψή του στην Αθήνα για την παρουσίαση της αυτοβιογραφίας του «Πήγαινε εκεί όπου είναι αδύνατο να πας» που κυκλοφόρησε πριν από λίγες µέρες από τις Εκδόσεις Gutenberg.
Τον ένα χρόνο που κράτησε η συγγραφή του βιβλίου του ανέσυρε τις αναµνήσεις μιας ολόκληρης ζωής όχι µόνο για να αφηγηθεί την ιστορία της γέννησης των ταινιών του, αλλά και για να λύσει τις απορίες της ευρύτερης οικογένειάς του σχετικά µε τη ζωή του. «Οι νεότεροι νοµίζουν ότι στη Γαλλία πήγα µε πλοίο και παραλίγο να πνιγώ. Τους εξηγώ ότι δεν ήταν έτσι. ∆ιηγούµαι παλιές ιστορίες για εκείνους όπως κάνει ο παππούς. Τώρα πια είναι συγκεντρωµένες, μπορούν να τις διαβάσουν».
Ξεκινάτε την αυτοβιογραφία σας από τη στιγµή που φεύγετε από την Ελλάδα για να ζήσετε στη Γαλλία. Γιατί όχι νωρίτερα;
∆εν ήθελα να γράψω κάτι που να φαίνεται σαν έκθεση, «γεννήθηκα εκεί, έκανα αυτό» κ.λπ. Γι’ αυτό άρχισα από την πιο σηµαντική στιγµή της ζωής µου, τότε που έφτασα στη Γαλλία, µε όλες τις δυσκολίες που μπορούσα να συναντήσω στην αρχή και όλες τις ευκολίες που μου πρόσφεραν οι Γάλλοι με το σύστηµά τους. Το βιβλίο είναι γραµµένο µε τη λογική του φλας µπακ, οπότε επιστρέφω στα πιο ενδιαφέροντα περιστατικά που συνέβησαν πριν.
Η µεγάλη ευκαιρία στη ζωή σας ήρθε ως µέρος των δυσκολιών που βιώσατε εξαιτίας της ΕΑΜικής δράσης του πατέρα σας.
Ο πατέρας μου πέρασε τροµερές δυσκολίες. Αρχισε να ενδιαφέρεται για την πολιτική την εποχή που πολέµησε στη Μικρασία, όπου έµεινε γύρω στα δυόµισι χρόνια. Εκεί είδε όλους τους φίλους του να πεθαίνουν και αναρωτιόταν: «Τι πήγαµε εµείς να κάνουµε στη Μικρασία;». Και αυτό του στοίχισε πολλά. Στη συνέχεια εντάχθηκε στο ΕΑΜ γιατί ήταν και πατριώτης εναντίον των Γερµανών και αυτό έγινε πια το δράµα της ζωής του. Οχι μόνο έχασε τη δουλειά του αλλά πήγε εξορία πολλές φορές, στην Ικαρία και σε άλλα νησιά. ∆εν τον έστειλαν ποτέ στη Μακρόνησο επειδή δεν τον θεωρούσαν τόσο επικίνδυνο. Λόγω αυτής της κατάστασης η οικογένεια υπέφερε και έτσι όλο το βάρος έπεσε στη μητέρα μου. Γιατί αντί να βάλει εµάς, τα παιδιά, σε δουλειές, δούλευε εκείνη σαν καθαρίστρια. Εµείς έπρεπε να πάµε σχολείο να µάθουµε γράµµατα. Αυτό ήταν το οικογενειακό σύνθηµα.
Η ιστορία του πατέρα σας είναι ο λόγος που σας ώθησε στον πολιτικό κινηµατογράφο;
Νοµίζω πως όχι. Ο κινηµατογράφος ήρθε µετά. Εκείνη την εποχή στην Ελλάδα βλέπαµε φιλµ όχι υψηλής ποιότητας, βλέπαµε τους καουµπόηδες. Αποφάσισα κάποια στιγµή να σπουδάσω και πήγα στη Γαλλία γιατί το πανεπιστήµιο εκεί ήταν δωρεάν για τους φοιτητές. Υπήρχαν αρκετές ευκολίες για τους φοιτητές και επίσης υπήρχε δουλειά. Ο κινηµατογράφος ήρθε ύστερα, όταν στη Γαλλία ανακάλυψα ότι υπήρχε ένας άλλος κινηµατογράφος από εκείνον που ήξερα. ∆εν ήταν πια ο κινηµατογράφος των ηθοποιών, των µεγάλων σταρ που όλοι θαυµάζαµε. Ολοι θέλαµε, για παράδειγµα, να µοιάσουµε στον Τζιν Κέλι και να χορεύουµε κλακέτες.
Με τον Ιβ Μοντάν και τη Σιµόν Σινιορέ –από τους πρώτους που γνωρίσατε– κρατήσατε µια φιλία πολλών χρόνων. Ποιοι άλλοι καθόρισαν την πορεία σας;
Πριν από όλους αυτούς σηµαντικό ρόλο έπαιξε ένας βοηθός σκηνοθέτη, που σκηνοθέτησε και ο ίδιος και λεγόταν Κλοντ Πινοτό. Αυτός µου έδειξε εµπιστοσύνη και πήγα να δουλέψω µαζί του λίγες µέρες. Στην πορεία µου ζήτησε να δουλέψω µαζί του περισσότερο. Ετσι µπήκα σε ένα σύστηµα που ήταν πολύ κλειστό. Εκεί γνώρισα πολλούς ηθοποιούς, µεταξύ άλλων τον Μοντάν και τη Σινιορέ και έτσι µπήκα σε έναν κύκλο πολύ ειδικό για τη Γαλλία. Γιατί ο κύκλος Μοντάν, Σινιορέ, Κρις Μαρκέρ, Φουκώ ήταν ο πιο ενδιαφέρων από όλες τις απόψεις – όχι µόνο πολιτικά αλλά και καλλιτεχνικά.
Πώς βιώσατε το πέρασµά σας από τα γαλλικά στούντιο στο Χόλιγουντ;
Στην Αµερική ζήτησα να δουλέψω µε τους Γάλλους συνεργάτες µου και το δέχτηκαν και ζήτησα επίσης να κάνω το post production στο Παρίσι. Το δέχτηκαν και αυτό. ∆εν ήθελα να εγκατασταθώ όµως εκεί. Γιατί στο Χόλιγουντ εδώ είναι ο παράδεισος και ακριβώς δίπλα είναι η κόλαση. Και την κόλαση την έχουν δει πολλοί εκεί. Τη βλέπει κανείς κυρίως τα Σαββατοκύριακα όταν είναι καλεσµένος σε πολυτελή σπίτια µε ωραίες πισίνες και πολλούς που έχουν καλή δουλειά, έχουν λεφτά, ζουν καλά, όµως ζουν µε τη διαρκή αγωνία αν θα τους πάρουν αύριο για δουλειά. Οχι µόνο οι ηθοποιοί, αλλά και οι σκηνοθέτες, µέχρι και οι παραγωγοί. Ακόµη και εκείνοι είναι υπάλληλοι.
Εξού και η µεγάλη ανησυχία για το θέµα της ηλικίας.
Τροµερή ανησυχία. Ειδικά για τις γυναίκες. Για τις γυναίκες πάνω από 30-35 χρόνων τελειώνει η ιστορία. Μόνο µερικές που διαθέτουν πολύ δυνατό χαρακτήρα και ταλέντο καταφέρνουν να συνεχίσουν. Και για τους άντρες όµως ισχύει το ίδιο. Λίγοι είναι οι σκηνοθέτες στο Χόλιγουντ πάνω από τα 45-50. Τους µετράµε στα δάχτυλα του ενός χεριού. Ο Κόπολα, για παράδειγµα, τι κάνει µετά το τεράστιο σουξέ; Ο µόνος που συνεχίζει αρκετά καλά είναι ο Σκορσέζε. Οι περισσότεροι είτε εξαφανίστηκαν είτε έκαναν φιλµ που δεν τους ενδιέφεραν. Αν κάποιος κάνει ένα φιλµ στο Χόλιγουντ που δεν πάει καλά, εξαφανίζεται. Αυτό δεν συµβαίνει στην Ευρώπη.
Μιλάµε δηλαδή για ανθρώπους που αντιµετωπίζονται σαν εµπόρευµα.
Τελείως.
Τι συµβαίνει µε τους ανεξάρτητους Αµερικανούς δηµιουργούς;
Κάνουν φιλµ αλλά δεν προβάλλονται πουθενά, επειδή οι αίθουσες ανήκουν στις µεγάλες εταιρείες. Συνήθως οι άνθρωποι που δουλεύουν σε αυτές βλέπουν αυτά τα µικρά φιλµ και αν ο σκηνοθέτης τούς ενδιαφέρει, τον παίρνουν δικό τους.
Οταν αποφασίσατε να κάνετε το «Ζ» είχατε δυσκολία στο να βρείτε χρηµατοδότη. Η ταινία επίσης δεν πήγε καλά τις πρώτες µέρες στους κινηµατογράφους.
Οι πρώτες µέρες ήταν καταστροφή.
Νιώσατε ότι κάνατε λάθος;
Ενιωσα ότι κάναµε κάτι που δεν ενδιέφερε τους ανθρώπους. Υστερα άρχισαν να µου τηλεφωνούν οι διευθυντές των κινηµατογράφων. ∆εν καταλάβαιναν τι συνέβαινε. Στην αρχή η ταινία είχε πολύ λίγους θεατές, αλλά από κάποιο σηµείο και µετά άρχισε να κάνει τον κύκλο της. Ο ένας έλεγε για την ταινία σε άλλους και, ξέρετε, είναι πολύ απλό, όταν εκατό θεατές µιλάνε για µια ταινία που τους αρέσει στη δουλειά τους, στην παρέα τους κ.λπ., µαθαίνουν γι’ αυτή ακόµη πεντακόσιοι άνθρωποι. Κάπως έτσι τη δεύτερη και την τρίτη εβδοµάδα η ταινία άρχισε να πηγαίνει πολύ καλά και παίχτηκε στο Παρίσι για 44 εβδοµάδες. Ηταν κάτι απίθανο. Το ίδιο πράγµα γινόταν και αλλού. Ενας σκηνοθέτης µου τηλεφώνησε από την Αργεντινή και µου είπε: «Καταπληκτικό το φιλµ σου. Ο συνταγµατάρχης που διάλεξες µοιάζει µε τον υπουργό Εσωτερικών µας. Καλά έκανες και τον διάλεξες». Εγώ δεν τον ήξερα τον υπουργό Εσωτερικών της Αργεντινής.
Πώς βλέπετε το κίνηµα των κίτρινων γιλέκων;
Αυτό το κίνηµα αποτελεί µέρος της γαλλικής ιδιοσυγκρασίας, όπως εκφράστηκε µε τη Γαλλική Επανάσταση αλλά και πριν από αυτήν, και φυσικά µέσω του Μάη του ’68. Οµως το συγκεκριµένο κίνηµα είναι τελείως διαφορετικό από όλα τα άλλα, πολύ πιο άγριο. Βλέπεις ανθρώπους χωρίς να κρύβουν το πρόσωπό τους να λένε εκείνο που σκέφτονται, να σπάνε πράγµατα. Υπάρχει ένα σοβαρό πρόβληµα στην κοινωνία µας: η συρρίκνωση της µεσαίας τάξης. Η µεσαία τάξη πρέπει πάλι να διευρυνθεί για να φέρει περισσότερη ειρήνη. Οχι απόλυτη ειρήνη, αλλά πολύ περισσότερη. Πολλοί άνθρωποι που έχω ακούσει και στη δική σας τηλεόραση λένε ότι µε τα συλλαλητήρια δεν πετυχαίνει κανείς τίποτε, ότι για να ακουστούν θα πρέπει να αρχίσουν να σπάνε. Αυτό είναι το άλλο πρόβληµα που γεννιέται σιγά σιγά. Στη Γαλλία υπάρχουν οι «επαγγελµατίες του σπασίµατος». Συχνά οι διαδηλώσεις κλείνουν µε αυτούς. Αυτήν τη φορά όµως µου φαίνεται ότι η κατάσταση πάει πιο µακριά.
Τα τελευταία χρόνια στα κινήµατα εισβάλλει η ακροδεξιά.
Φυσικά. Η σηµερινή κατάσταση γι’ αυτούς είναι µέλι. ∆υστυχώς δεν πρόσφερε λύσεις η Ευρώπη για να µπορέσει να αλλάξει και η ζωή των ανθρώπων. Γιατί όταν έγινε η Ευρώπη, περιµέναµε αυτό. Οχι µόνο δεν έγινε, αλλά µπήκαµε σε περίοδο χειρότερη. Αυτό δεν το ανέχονται πια οι άνθρωποι και θέλουν να αλλάξουν τα πράγµατα. Παλιά δεν τολµούσαν πολύ. Υπήρχε ο φόβος. Αυτός ο φόβος έχει φύγει σήµερα.
Εχουν ευθύνη για το σηµερινό πρόσωπο του φασισµού οι απολιτίκ γενιές;
Ο φασισµός και ο ναζισµός δεν είναι όπως παλιά. ∆εν νοµίζω όµως ότι υπάρχει η δύναµη να γίνουν πράγµατα τόσο ακραία όσο ήταν κάποτε η εξόντωση των Εβραίων. Εκείνο που θα κάνουν θα είναι χειρότερο σε οικονοµικό, καλλιτεχνικό, πολιτιστικό επίπεδο, γιατί ο τρόπος που βλέπουν τη ζωή είναι τροµερός.
Μπορεί η σηµερινή ευρωπαϊκή Αριστερά να εκφράσει τον κόσµο;
Πού είναι η Αριστερά; Αυτό είναι το µεγάλο ερώτηµα. Το πρόβληµα δεν είναι ότι δεν υπάρχει η θέληση εκ µέρους των ανθρώπων. Η φιλοσοφία της Αριστεράς είναι πολύ βαθιά ριζωµένη. Οι αρχηγοί όµως τα χαλάσανε και χαλάσανε και την ιδέα της Αριστεράς, δυστυχώς.
Ετοιµάζετε ταινία πάνω στο βιβλίο του Γιάνη Βαρουφάκη «Ανίκητοι ηττηµένοι»;
Ναι, προσπαθώ να κάνω ένα φιλµ πάνω στο βιβλίο. Συγκέντρωνα υλικό από την αρχή της κρίσης. Αλλά όλο αυτό το υλικό που είχα δεν έβγαζε κάτι, πήγαινε χωρίς κατεύθυνση. Και το βιβλίο µού έδωσε µια γραµµή.
Σε παλιότερη συνέντευξή σας είχατε πει: «Η πολιτική θα έπρεπε να είναι τέχνη… ∆υστυχώς δεν είναι. Αν ήταν, θα είχε ευαισθησία». Αυτός είναι ο λόγος που δεν έχετε ασχοληθεί ενεργά µε την πολιτική παρά τις προτάσεις που είχατε;
Είναι σίγουρα ένας από τους λόγους. Ο βασικότερος όµως είναι ότι εµένα µε ενδιέφερε ο κινηµατογράφος. Το πάθος µου ήταν αυτή η σχέση µε µια ιστορία την οποία διηγείται κανείς και βλέπουν χιλιάδες άλλοι, πολλές φορές εκατοµµύρια άνθρωποι. Και αυτό είναι κάτι πολύ συγκινητικό. Η πολιτική πάει και έρχεται, οφείλει κανείς να διατηρεί ισορροπίες µε τόσο διαφορετικά πράγµατα. ∆εν µου αρέσουν αυτές οι ισορροπίες.
INFΟ
Το βιβλίο του Κώστα Γαβρά «Αυτοβιογραφία – Πήγαινε εκεί όπου είναι αδύνατο να πας» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Gutenberg
Via : www.documentonews.gr