Στον Βάιο Μαχμουντέ
Ασυμβίβαστος και ανατρεπτικός, ο διακεκριμένος Ελληνας σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Γιάνναρης, που έχει διαγράψει μια λαμπρή πορεία και στο εξωτερικό, δεν γυρίζει ταινίες-καταγγελίες. Αυτό που κάνει είναι να απεικονίζει μέσα από τις ταινίες του καταστάσεις που έχει βιώσει στο πετσί του, με ρεαλισμό και τσαμπουκά. Ενα εκρηκτικό μείγμα ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας που τον γοήτευσε από την αρχή της καριέρας του, τότε που άφησε τους πάντες άφωνους με το «Από την άκρη της πόλης».
Με μεγάλη καθυστέρηση η τελευταία του ταινία «Man at Sea», που δίχασε κοινό και κριτικούς όταν προβλήθηκε πρώτη φορά στο Φεστιβάλ Βερολίνου το 2011, βγαίνει με νέο μοντάζ στις αίθουσες την ερχόμενη Πέμπτη, κλείνοντας έτσι έναν κύκλο για τον ίδιο της τον δημιουργό. Γυρισμένη εξ ολοκλήρου σε ένα δεξαμενόπλοιο, με πρωταγωνιστές τους Αντώνη Καρυστινό και Θεοδώρα Τζήμου, καθώς και ερασιτέχνες, η ταινία αφορά την ξενοφοβία, παρακολουθώντας την προσπάθεια ενός καπετάνιου να σώσει τριάντα έφηβους λαθρομετανάστες που έχουν ναυαγήσει μεσοπέλαγα. Ο ίδιος παραδέχεται ότι τα γυρίσματα της ταινίας ήταν οι «μαύρες στιγμές της ζωής μου. Ηταν η πρώτη φορά που βρέθηκα χωρίς απόσταση από το υλικό μου, το πιο τρομερό πράγμα που μπορεί να συμβεί σε έναν σκηνοθέτη. Εκανα μεγάλα λάθη. Γι’ αυτόν τον λόγο αποφάσισα να την ξαναμοντάρω από την αρχή».
Το «Man at Sea» είναι μια σκληρή και κλειστοφοβική ταινία, όπως ένιωθε ο ίδιος εκείνη την εποχή που ζούσε κάτω από την Ομόνοια, στο «βαθύ κέντρο της Αθήνας», όπως χαρακτηριστικά λέει.
Από πού αντλήσατε την έμπνευση για το σενάριο της ταινίας;
Από τη ζωή μου στο κέντρο της Αθήνας. Εκεί όπου η ελίτ της χώρας και οι πολιτικές δυνάμεις της εποχής ρίξανε τα απόβλητα, τα τζάνκι, τις ιερόδουλες και τους λαθραίους μετανάστες. Αυτή η κατάσταση που στη συνέχεια φούντωσε και δημιούργησε αυτό το ακραίο ναζιστικό φαινόμενο, το οποίο, όπως γνωρίζουμε από τις εθνικές και δημοτικές εκλογές, παίρνει ποσοστά από 10% έως 15% σε κάποια διαμερίσματα της Αθήνας. Ετσι, ήρθα αντιμέτωπος με τον δικό μου ρατσισμό.
Με ποιον τρόπο τον αντιμετωπίσατε;
Ανακάλυψα πολλά ακραία συναισθήματα μέσα μου, που δεν μου αρέσουν καθόλου. Χρειάστηκε να τα εκφράσω με έναν τρόπο που δεν ήταν πολιτικά ορθός. Να μην πω τα αναμενόμενα που περιμένει να ακούσει η Αριστερά ή οι ουμανιστές. Αυτό ήθελα να κάνω. Μια κλειστοφοβική ιστορία, όπως ένιωθα εκείνη την εποχή στο κέντρο της πόλης.
Γιατί πιστεύετε ότι υπάρχει έκρηξη του ρατσισμού στην Ελλάδα;
Με ρωτάνε συχνά αν οι Ελληνες είναι ρατσιστές. Μα φυσικά, όλοι οι λαοί είναι ρατσιστικοί. Εχει κάποια ιδιαιτερότητα αυτό το έθνος και δεν πρέπει να είναι; Απλώς, δεν του είχε δοθεί η ευκαιρία να εκδηλωθεί. Ο ξένος για πολλά χρόνια ήταν ο τουρίστας. Ο τουρίστας δεν θα έρθει να μείνει δίπλα σου. Ερχεται, τα ακουμπάει, φεύγει και όλα είναι μια χαρά. Τότε όμως ζούσαμε σε μια χώρα που ήταν τελείως απομονωμένη στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Ζούσαμε σε μια πελώρια «φούσκα». Ηταν πιο εύκολο να μην είσαι ρατσιστής, γιατί δεν ερχόσουν σε επαφή με τους γείτονές σου. Ζούσες στον χαβά σου, στο δικό σου τριπάκι. Με την ανεξέλεγκτη μετανάστευση, ήρθαμε αντιμέτωποι με την αλήθεια.
Αρα, η κρίση έφερε τον ρατσισμό στην επιφάνεια…
Η κρίση έδωσε την ευκαιρία στη Χρυσή Αυγή και στην ακροδεξιά να εκδηλωθεί, γιατί βλέπαμε πραγματικά ότι η ελίτ της χώρας ήταν απόλυτα διεφθαρμένη και ότι μια χούφτα οικογενειών κυριαρχούσε στα πάντα. Κακά τα ψέματα, πάντοτε υπήρχε στην Ελλάδα μια αρκετά ισχυρή ακροδεξιά. Απλώς, τα τελευταία 30-35 χρόνια ενσωματώθηκε με λαδώματα και επιδοτήσεις μέσα σε μια τεράστια κοιλιά που λέγεται Νέα Δημοκρατία. Δεν νομίζω ότι ήταν αποτέλεσμα της κρίσης, προϋπήρχε ιδεολογικά.
Σας φοβίζει η άνοδος της ακροδεξιάς;
Παλιά φοβόμουν περισσότερο. Νομίζω πως είτε φοβάσαι είτε όχι, πρέπει να δημιουργήσουμε ένα πλατύ κίνημα, ανθρωπιστικό και αντιρατσιστικό, με κόσμο απ’ όλες τις κατευθύνσεις. Πήγα πριν από μερικές εβδομάδες σε μια αντιρατσιστική διαδήλωση στο Σύνταγμα, αλλά δεν κατάλαβα ότι είναι αντιρατσιστική. Ολα τα συνθήματα ήταν εναντίον της Μέρκελ και του Μνημονίου. Δεν πιστεύω ότι μπορούμε να αλλάξουμε μια κοινωνία με ιδεολογίες που λένε ότι μόνο με την πτώση του καπιταλισμού μπορούμε να έχουμε μια αντιρατσιστική κοινωνία.
Μέσα σε αυτό το ζοφερό κλίμα υπάρχει κάτι θετικό που βλέπετε γύρω σας;
Βλέπω ότι ο κόσμος αρχίζει και εκδηλώνεται. Υπάρχει πλέον περισσότερη αλληλεγγύη. Ο κόσμος είναι πάρα πολύ εξοργισμένος, αλλά προσπαθεί να κρατηθεί σε ανθρώπινο επίπεδο. Εχει αρχίσει να σέβεται τον χώρο του άλλου. Ισως αυτό να συμβαίνει και από φόβο, γιατί ξέρεις πια ότι δεν σε παίρνει να είσαι ο απόλυτος «Ελληνάρας». Επίσης, βλέπω να γίνεται μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση στα μπλογκ, όχι τόσο στις ημερήσιες εφημερίδες, και αυτό είναι θετικό. Πρέπει να αισθάνεσαι αισιόδοξος. Αυτό που ζούμε δεν είναι μόνο η χρεοκοπία των τελευταίων 35 ετών. Είναι η χρεοκοπία ενός κράτους που έχει στηθεί λάθος από το 1830. Αυτό το μοντέλο στο οποίο βασίστηκαν η Δεξιά και η Αριστερά έχει χρεοκοπήσει. Ποια είναι η εναλλακτική λύση; Η μεγάλη ευκαιρία για εμάς είναι να δημιουργήσουμε ως χώρα μια κοινωνία των πολιτών. Εχουμε μια πολιτική και πολιτιστική ευθύνη στις επόμενες γενιές. Φοβάμαι όμως ότι συχνά πέφτουμε στην παγίδα της ουτοπίας. Και η ουτοπία είναι τυραννία.
Πώς βλέπετε τους νέους σήμερα;
Δεν είναι οι νέοι που θα φάνε την κρίση στη μάπα. Αυτοί που βρίσκονται πραγματικά σε τραγική κατάσταση είναι η γενιά μου, οι εργαζόμενοι ηλικίας από 40 έως 55 ετών. Ολοι αυτοί που μέχρι να τελειώσει η κρίση θα έχουν φτάσει σε μια ηλικία συνταξιοδότησης. Οσο κι αν ακούγεται τραγικό, οι νέοι θα έχουν την ευκαιρία να φτιάξουν τη ζωή τους μελλοντικά. Πάντοτε στην Ελλάδα έμπαινες στην αγορά εργασίας μετά την ηλικία των 30. Δεν έμπαινες 18 χρόνων και αμέσως έπιανες δουλειά, ήσουν ανεξάρτητος και είχες τα χρήματα να φύγεις από την οικογενειακή εστία.
Απ’ όλη αυτή τη δύσκολη κατάσταση που βιώνετε, τι έχετε πάρει ως άνθρωπος;
Πολύ δυνατές και έντονες εικόνες. Δεν περίμενα ποτέ στη ζωή μου ότι θα ζήσω τέτοιες καταστάσεις, που να με φοβίζουν και να με μελαγχολούν. Προσπαθώ να βρω το κουράγιο σε ατομικό επίπεδο να συνεχίσω τη ζωή μου και να μην πέσω σε κατάθλιψη. Ζούμε σε μια σχιζοφρένεια. Τη μία στιγμή είσαι ανεβασμένος και λες ότι όλα θα πάνε καλά και ακριβώς την επόμενη ημέρα σηκώνεσαι το πρωί και λες «τι κάνω τώρα;». Αυτό είναι η μανιοκατάθλιψη μιας κοινωνίας σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.
Τι σας έχει σοκάρει τον τελευταίο καιρό;
Οι ξυλοδαρμοί μεταναστών στο κέντρο της Αθήνας, στο Μεταξουργείο, στην πλατεία Καραϊσκάκη. Βλέπεις την απόλυτη αυθαιρεσία της αστυνομίας. Σίγουρα χρειάζεται μια δίκαιη αστυνόμευση, γιατί κι εγώ για πολλά χρόνια ένιωθα έρμαιο στο κέντρο της πόλης. Τώρα βλέπεις τους αστυνομικούς και, από τη μία, αισθάνεσαι ανακούφιση και, από την άλλη, λες «μπορεί και να φάω ξύλο». Επίσης, με έχει σοκάρει η αδιαφορία απέναντι στους ηλικιωμένους. Ατομα που σε γεννήσανε, σε μεγαλώσανε και σε θρέψανε. Στην οικογένεια δεν υπάρχει πια η μέριμνα και η στοργή που χρειάζονται αυτοί οι άνθρωποι. Ακούς να λένε ότι η ελληνική οικογένεια είναι ο στυλοβάτης της κοινωνίας, αλλά κατά βάθος νομίζω πως κι αυτή είναι σάπια.
Θα μπορούσατε να έχετε μια εξίσου λαμπρή καριέρα στο εξωτερικό, αλλά προτιμήσατε να μείνετε στην Ελλάδα. Αισθάνεστε δικαιωμένος από την επιλογή σας;
Για προσωπικούς λόγους έμεινα στην Ελλάδα. Εχω νιώσει δικαιωμένος γιατί έκανα τις ταινίες που ήθελα, χωρίς λογοκρισία και υπερβολικούς συμβιβασμούς. Αυτό είναι τεράστιο προνόμιο. Είναι θαυμάσια εμπειρία να μιλάς για θέματα που σε αφορούν προσωπικά ως καλλιτέχνη και όχι ως επαγγελματία σκηνοθέτη που προσλαμβάνεται να διεκπεραιώσει κάποιο απρόσωπο σενάριο που έχει γράψει κάποιος άλλος και είναι κομμάτι μιας μηχανής. Από την άλλη, το κακό είναι ότι δεν ζεις από αυτό που κάνεις. Τα λεφτά είναι πενιχρά. Η αμοιβή της πνευματικής αλλά και σωματικής εργασίας, διότι όταν γυρίζεις μια ταινία, είναι σαν να σκάβεις δρόμους, δεν αμείβεται στην Ελλάδα όπως σε άλλες χώρες, την Πορτογαλία ή την Ισπανία.
———————————————————————
Υπερεκτιμημένο το νέο ελληνικό σινεμά των βραβείων
Ποια είναι η γνώμη σας για το νέο «παράξενο ελληνικό σινεμά», όπως το χαρακτήρισε η «Guardian», που διαπρέπει στο εξωτερικό;
Δεν με εκφράζει αυτό το λεγόμενο «παράξενο σινεμά». Πιστεύω πως είναι μια υπερεκτιμημένη άσκηση φορμαλισμού. Σέβομαι απόλυτα το δικαίωμα των δημιουργών να φτιάχνουν τέτοιες ταινίες, αλλά προσωπικά εναποθέτω τις ελπίδες μου σε πιο νέες γενιές, στους 20άρηδες και στους 30άρηδες, που νομίζω πως έχουν να πουν εξαιρετικά πράγματα. Οπως ο 22χρονος Νεριτάν Ζιντζιρία, που πήρε το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Δράμας. Η μικρού μήκους ταινία του «Χαμομήλι» ήταν ένα μικρό διαμάντι μπροστά στις μπούρδες όλων των άλλων, που έχουν σπουδάσει στην Αγγλία και έχουν ξοδέψει οι οικογένειές τους μικρές περιουσίες. Για να αποκτήσουν τι; Μια ακαδημαϊκή γραφή.
Θα λέγατε ότι υπάρχει αλληλεγγύη μεταξύ των Ελλήνων σκηνοθετών;
Σίγουρα υπάρχει σε παρεΐστικο επίπεδο. Αποφεύγουμε τις ενώσεις, οι οποίες ουσιαστικά ήταν κρατικοδίαιτες και φοβερές πηγές διαφθοράς. Οι σκηνοθέτες, προπαντός στον κινηματογράφο, είναι η πιο δύσκολη και δύστροπη κάστα ανθρώπων και δύσκολα μπορούν να βρεθούν σε έναν κοινό χώρο με έναν κοινό σκοπό. Εξ ορισμού υπάρχει ο ναρκισσισμός. Χωρίς αυτόν, δεν γίνεται κινηματογράφος.
Πώς σκέφτεστε την επόμενη ταινίας σας, καθώς μεγαλώνετε;
H επόμενη ταινία μου λέγεται «Καλάσνικοφ» και ήδη το σενάριο είναι γραμμένο. Είναι η ιστορία μιας εφηβικής ομάδας, όπως εκείνη που έκανε διαρρήξεις στα νότια προάστια. Μιλάει για απόλυτο αδιέξοδο σε ανθρώπινο επίπεδο και πώς αυτό οδηγεί σε τραγικές καταστάσεις. Στην ταινία έχει πιάσει τα παιδιά η αστυνομία και η αφήγηση κυλάει μέσα από τις εξομολογήσεις τους. Παρακολουθούμε πώς δημιουργήθηκε αυτή η ομάδα, που έχει όλο τον νεανικό ερωτισμό και αυθορμητισμό. Μπορεί να πει κανείς ότι είναι σαν την «Ακρη της Πόλης» δεκαπέντε χρόνια μετά, αλλά με πολύ πιο σκοτεινές καταστάσεις. Δεν καταπιάνεται με το θέμα των μεταναστών αλλά με τους αστούς Αθηναίους και τις προβληματικές οικογενειακές σχέσεις τους. Αυτή τη στιγμή βρίσκομαι σε αναζήτηση χρηματοδότη. Οπως όλη η χώρα, περιμένω κι εγώ χρήματα από τους Γερμανούς.
Via : www.6meres.gr