Το Πανεπιστήμιο Κρήτης-Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης σε συνεργασία με την περιβαλλοντική οργάνωση «ΑΡΚΤΟΥΡΟΣ», εταίροι και οι δύο στο πρόγραμμα LIFE+ Βιοποικιλότητα «Καινοτομίες Ενάντια στα Δηλητηριασμένα Δολώματα», πραγματοποίησαν το τριήμερο 18 έως 20 Μαρτίου 2014 μια από τις καινοτόμες δράσεις του προαναφερόμενου προγράμματος, αυτό της διάθεσης ελληνικών ποιμενικών σκύλων σε κτηνοτρόφους-μέλη του Ευρωπαϊκού Δικτύου Κτηνοτρόφων Ενάντια στα Δηλητηριασμένα Δολώματα (ENSAIP).
Τα 16 ποιμενικά κουτάβια συνοδευόμενα από δύο συνεργάτες-στελέχη του ΑΡΚΤΟΥΡΟΥ, ταξίδεψαν από τον Αετό Φλώρινας στην Αθήνα και από εκεί με πλοίο της ΑΝΕΚ – SUPERFAST στο Ηράκλειο, με άφιξη την Τρίτη 18 Μαρτίου 2014. Η ΑΝΕΚ – SUPERFAST, αρωγός όπως πάντα στις δράσεις του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Κρήτης (ΜΦΙΚ), χορήγησε δωρεάν τόσο τη μετακίνηση των συνεργατών του Αρκτούρου όσο και του αυτοκινήτου που μετέφερε τα 16 κουτάβια από τη Φλώρινα έως την Κρήτη.
Τα σκυλιά παραδόθηκαν σε τρεις διαφορετικές διαδρομές, στις 18, 19 και 20 Μαρτίου 2014, σε 15 κτηνοτρόφους-μέλη του Δικτύου ENSAIP, που τα παρέλαβαν οι περισσότεροι στις κτηνοτροφικές τους εγκαταστάσεις. Η παράδοση των σκυλιών συνοδεύτηκε από εκτενή ενημέρωση των κτηνοτρόφων από τους συνεργάτες του ΑΡΚΤΟΥΡΟΥ σχετικά με τον τρόπο εκπαίδευσης των σκύλων, τις ιδιαιτερότητες της φυλής, καθώς και την ορθή διατροφή και διαβίωσή τους για την καλύτερη προσαρμογή τους στο ιδιαίτερο περιβάλλον της Κρήτης.
Στόχος της πιλοτικής αυτής δράσης είναι να δοθούν κατάλληλα εργαλεία και εναλλακτικές λύσεις στους κτηνοτρόφους-μέλη του δικτύου ENSAIP, που αντιμετωπίζουν προβλήματα θήρευσης και απωλειών του ζωικού κεφαλαίου τους από αδέσποτους ή/και άγριους σκύλους, έτσι ώστε να ανταπεξέλθουν στο πρόβλημα με τις πλέον ακίνδυνες και ανώδυνες πρακτικές. Η παρουσία αδέσποτων σκύλων εντοπίζεται σε περιοχές γύρω και μέσα σε χωριά, σε χωματερές, σφαγεία ή χοιροστάσια, αλλά και σε περιοχές που είναι απομακρυσμένες από ανθρώπινες εγκαταστάσεις και που παρέχουν σ’ αυτά δυνατότητες επιβίωσης, όπως είναι η θήρευση των αιγοπροβάτων στους ημιορεινούς-ορεινούς όγκους του νησιού.
Η χρήση κατάλληλων ποιμενικών σκύλων σε συνδυασμό με την ουσιαστική παρουσία του κτηνοτρόφου, είναι μια εναλλακτική και ανώδυνη λύση αντιμετώπισης των αδέσποτων σκύλων που μερικές φορές επιτίθενται σε κοπάδια αιγοπροβάτων με ιδιαίτερη ένταση σε ορισμένες περιοχές της Κρήτης, μειώνοντας ή και εξαλείφοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την επικίνδυνη πρακτική της χρήσης δηλητηριασμένων δολωμάτων, που αποτελεί κίνδυνο όχι μόνο για οικόσιτα και άγρια ζώα (κυρίως αρπακτικά πτηνά) αλλά και για τη δημόσια υγεία.
Ο Ελληνικός Ποιμενικός σκύλος ανήκει στην οικογένεια των Κυνοειδών (Canidae), υποείδος Canis lupus familiaris και κατατάσσεται στις μολοσσοειδείς φυλές σκύλων ποιμενικού τύπου. Η σωματική του διάπλαση και τα άλλα χαρακτηριστικά του είναι άριστα προσαρμοσμένα στο περιβάλλον που ζει και το ρόλο του φύλακα για το κοπάδι.
Το ύψος του κυμαίνεται από 65 ως 75 εκ. και το βάρος του από 40 ως 55 κιλά, ενώ και ακόμη μεγαλύτερα ζώα δεν είναι σπάνια. Η ακοή, η όσφρηση και η όραση είναι εξαιρετικά αναπτυγμένες, ενώ το ζώο παρουσιάζει μεγάλη κινητικότητα κατά τη διάρκεια της νύχτας, δηλαδή όταν υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες επίθεσης στα ζώα του κοπαδιού. Επιπλέον, παρουσιάζει αξιοθαύμαστη αντοχή στις κακουχίες και τις καιρικές συνθήκες, ενώ είναι και εξαιρετικά λιτοδίαιτος.
Η ανεξαρτησία της δράσης, η μεγάλη αίσθηση του ζωτικού του χώρου, το αίσθημα προστασίας του κοπαδιού, η επιθετικότητά του προς τα άγρια ζώα, το θάρρος και η αφοσίωσή του στο αφεντικό του, κάνουν το σκύλο αυτό πολύτιμο και αναντικατάστατο βοηθό κάθε κτηνοτρόφου.
Ένα ακόμα πλεονέκτημα του ελληνικού ποιμενικού σε σχέση με άλλες δημοφιλέστερες ποιμενικές φυλές, είναι ο διπλός του ρόλος στο κοπάδι. Μπορεί, δηλαδή, να εντοπίζει και να αποτρέπει οποιαδήποτε επίθεση άγριου ζώου, ενώ παράλληλα μπορεί να ακολουθεί το κοπάδι σε μεγάλες αποστάσεις και να το προστατεύει σε ένα συνεχώς εναλλασσόμενο τοπίο. Αν και η προστατευτική συμπεριφορά του είναι ενστικτώδης, η φύλαξη γίνεται ακόμη πιο αποτελεσματική όταν ο σκύλος εκπαιδευτεί κατάλληλα από έναν έμπειρο ποιμένα ή όταν ο ίδιος ο σκύλος έχει ως πρότυπο συμπεριφοράς έναν ήδη έμπειρο σκύλο του κοπαδιού. Ο σωστά εκπαιδευμένος ποιμενικός σκύλος θεωρεί τον εαυτό του κυρίαρχο μέλος του κοπαδιού και προστατεύει όποτε χρειαστεί τα μέλη του.
Ο ΑΡΚΤΟΥΡΟΣ στο πλαίσιο της πρόληψης των ζημιών που προκαλούν οι αρκούδες και οι λύκοι στο κτηνοτροφικό κεφάλαιο σε περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας και θέλοντας να προστατεύσει την ελληνική φυλή σκύλων που κινδυνεύει με εξαφάνιση, εκτρέφει από το 1998 ελληνικούς ποιμενικούς και τους χορηγεί δωρεάν σε κτηνοτρόφους των οποίων τα κοπάδια βόσκουν σε ορεινές περιοχές που αποτελούν το βιότοπο των μεγάλων σαρκοφάγων ζώων. Το πρόγραμμα αναπαραγωγής υλοποιείται σε σύγχρονες εγκαταστάσεις στον Αετό Φλώρινας, που περιλαμβάνουν 10-12 χώρους διαμονής γεννητόρων, κοινό χώρο εξάσκησης των ζώων και χώρο εγκλιματισμού με παραγωγικά ζώα (πρόβατα, κατσίκια, αγελάδες). Κάθε χρόνο στο Κέντρο Αναπαραγωγής Ελληνικού Ποιμενικού γεννιούνται περίπου 50 κουτάβια.
Η δωρεάν παραχώρηση των 16 ποιμενικών κουταβιών από τον ΑΡΚΤΟΥΡΟ έγινε με ειδικό συμβόλαιο παραχώρησης προς τους κτηνοτρόφους, οι οποίοι δεσμεύονται να τηρούν κατά το δυνατόν τις οδηγίες για την καλύτερη διαβίωση και υγεία των σκυλιών, τη σωστή εκπαίδευσή τους, την ελεγχόμενη και σωστή αναπαραγωγή των ζώων, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή περαιτέρω χρήση της φυλής στην Κρήτη αλλά και η διατήρηση αυτής της αρχαίας και πολύτιμης φυλής στο μέλλον.
Σημειώνεται ότι το ΜΦΙΚ και ο ΑΡΚΤΟΥΡΟΣ στα πλαίσια του προγράμματος «Καινοτομίες Ενάντια στα Δηλητηριασμένα Δολώματα» προχώρησαν στη δημιουργία Δικτύου Κτηνοτρόφων (αλλά και Δικτύου Δήμων και Δικτύου Κυνηγετικών Συλλόγων και/ή Κυνηγών) στις πιλοτικές περιοχές της Κρήτης και της Θεσσαλίας από την αρχή του έργου (Οκτώβριος 2010). Το πρόγραμμα παρέχει συγκεκριμένα εργαλεία και συνεργάζεται στενά με τα μέλη των Δικτύων, προκειμένου να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά, έστω και με πιλοτική εφαρμογή, η παράνομη χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων.
Για όλες τις δράσεις που εφαρμόζονται, πραγματοποιείται τακτική παρακολούθηση και αξιολόγηση της αποτελεσματικότητάς τους και σε συνεργασία με τα μέλη των Δικτύων προτείνονται αλλαγές/βελτιώσεις των δράσεων, προσαρμοσμένες στα δεδομένα της πιλοτικής περιοχής εφαρμογής του έργου.
Via : www.econews.gr