του Αντώνη Λιάκου
Το νέο σκηνικό, μετά την κονιορτοποίηση του πολιτικού συστήματος που προκάλεσε η κρίση, δεν μπορεί να ξαναστηθεί με χρησιμοποιημένα υλικά, για πολλά από τα οποία έχει παρέλθει η προθεσμία λήξης. Σε ό,τι αφορά την Κεντροαριστερά, μάλλον θα εκλείψει και ως όρος. Η εμπειρία που έφερε πολλούς φίλους εκόντες-άκοντες στην αγκαλιά του Βενιζέλου, και η προσδοκία να αναζωογονηθούν στα ύδατα του Ποταμού, τους βοηθάει να απαλλαγούν από πολιτικούς προσδιορισμούς. Ο νομαδισμός όμως δεν θα σταματήσει έως ότου βρεθεί η Γη της Επαγγελίας. Γιατί το ζήτημα δεν είναι η ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς αλλά η ανασυγκρότηση της Κεντροδεξιάς. Ετσι κι αλλιώς ο κόσμος αυτός θέλει την ανασυγκρότηση ενός αστικού πόλου. Δεν μπορεί να τον κάνει χωρίς τη συνδρομή της ΝΔ, δεν θέλει να τον κάνει γιατί τον φοβίζει η συνιστώσα που ασκεί την ηγεσία της. Αλλωστε σε ελάχιστα διαφέρουν Κεντροαριστερά και Κεντροδεξιά στην οικονομική και κοινωνική πολιτική. Εκείνα που τους χωρίζουν αφορούν τις πολιτισμικές και ιδεολογικές διαφορές με τη λαϊκή και εθνικιστική Δεξιά. Οπως μου έλεγε πρώην υπουργός στην τρικομματική, ο Σαμαράς έχει δύο ταυτότητες, μία αστική και κοσμοπολιτική, με την οποία συνεργάζεσαι μια χαρά, και μία εθνικολαϊκή που προκαλεί αναδίπλωση. Αμφιθυμία και επαμφοτερισμός. Θα μπαίνουν στο μαντρί σε κάθε κρίσιμη αναμέτρηση (χθες ευρωεκλογές, αύριο εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας), θα βγαίνουν την επομένη.
Αναφορικά με την Αριστερά, και αυτή φοβάμαι ότι ψάχνει συνεργασίες σε ληγμένα προϊόντα. Γιατί ποια είναι η κοινωνική προίκα, το πολιτικό κεφάλαιο αυτού του κόσμου, για τον οποίο διαφωνούν στις κεντρικές επιτροπές, πέραν του να χρησιμοποιείται ως σημαδούρα για το εύρος της επιρροής στην πολιτική γεωγραφία; Η παράδοση με την αναζήτηση συμμαχιών από την Αριστερά έχει το εξής παράδοξο. Οι διασπάσεις συμβαίνουν εξαιτίας διαφωνιών στην αναζήτηση συνεργασιών. Για να μην επαληθευτεί λοιπόν άλλη μία φορά το «πήγαμε για μαλλί και βγήκαμε κουρεμένοι», θα πρέπει οι συμμαχίες να σχετίζονται όχι τόσο με τα μήκη και πλάτη της παραδοσιακής πολιτικής γεωγραφίας όσο με το ποια προβλήματα έχει να λύσει η Αριστερά και γιατί χρειάζεται στην κοινωνία.
Εχει γίνει κατανοητό, τουλάχιστον στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, ότι η διάκριση του 20ού αιώνα σε κομμουνιστές και σοσιαλιστές έχει εξαντληθεί. Επομένως δεν πρόκειται για ένα κομμουνιστογενές κόμμα που αναζητεί διεύρυνση προς τους σοσιαλιστές στη βάση μιας κοινής συμφωνίας αντιμετώπισης της κρίσης. Κι αν βρει συμμάχους, δεν λύνει το πρόβλημα. Δεν είναι εκεί, στις μεταγραφές, το ζήτημα.
Η Αριστερά με το τωρινό της μέγεθος και χαρακτηριστικά συγκροτήθηκε με βάση την αντίθεσή της στην πολιτική που ακολουθείται από την πρώτη ημέρα της κρίσης. Στην πολιτική των μνημονίων. Η κρίση ξήλωσε το παλιό πολιτικό σύστημα, η κρίση ανέδειξε τον ΣΥΡΙΖΑ το μεγαλύτερο ελληνικό κόμμα, στη βάση της πολιτικής απέναντι στην κρίση αναζητούνται οι συμφωνίες. Σύμφωνοι ως εδώ. Αν η κρίση είναι μια μεγάλη τομή, στη βάση αυτής της τομής πρέπει να αναζητηθούν συνεργασίες. Αλλά τα ηγεμονικά κόμματα δεν συγκροτούνται στη βάση της συγκυρίας, όσο καθοριστική κι αν είναι αυτή, αλλά στη βάση των αναγκών μιας εποχής. Κατανοώντας τη σύνδεση του βραχέος και του μέσου χρόνου, συγκυρίας και μεσοπρόθεσμων τάσεων.
Η κρίση συνέβη γιατί άλλαξε δραματικά η εποχή. Πέρασε από ένα παραγωγικό μοντέλο σε άλλο, από έναν τρόπο άσκησης πολιτικής σε έναν διαφορετικό, από μια διάταξη των διεθνών δυνάμεων σε μια άλλη. Ο χρονικός ορίζοντας αυτής της αλλαγής είναι ευρύτερος των χρόνων της κρίσης, προηγήθηκε δύο δεκαετίες, θα την ακολουθήσει για πολλά χρόνια, γι’ αυτό μιλάμε για παγίωση καθεστώτος κρίσης. Αν δεν έχουμε αντιληφθεί τον χαρακτήρα και τις διαστάσεις αυτής της αλλαγής εποχής, τότε χτίζουμε στην άμμο κάστρα και συμμαχίες που θα σαρώσει το κύμα. Πρόκειται για μια άλλη νεωτερικότητα, ή έστω για μια άλλη φάση της νεωτερικότητας. Η κρίση, τόσο στις ελληνικές όσο και στις ευρύτερες διαστάσεις της, είναι ταυτόχρονα αποτέλεσμα και της μη (πλήρους) προσαρμογής στην καινούργια αυτή εποχή, αλλά και σωρευτική συνέπεια των αλλαγών της εποχής αυτής. Σε αυτό το διπλό αποτέλεσμα της προσαρμογής αλλά και της μη προσαρμογής θα προσκρούσει κάθε πολιτική εξόδου από την κρίση, και θα έλεγα κάθε πολιτική και μνημονιακή και αντιμνημονιακή.
Επομένως η διεύρυνση της Αριστεράς και η ανάδειξή της σε ηγεμονική δύναμη πρέπει να γίνουν με την αναμέτρησή της πάνω στα ζητήματα και τις προκλήσεις και τις προσαρμογές που απαιτεί αυτή η καινούργια εποχή. Εδώ επάνω θα σμιλευθούν η φυσιογνωμία της, η πειστικότητά της και συνακόλουθα οι κοινωνικές συμμαχίες της. Η Κεντροαριστερά προσαρμόζεται παθητικά στις αλλαγές αυτές, από εκεί αντλεί τη νομιμοποίησή της, αλλά παραλείπει κάτι ουσιώδες. Την κρίση ως συνέπεια αυτών των αλλαγών. Στον βαθμό που το κοινωνικό δεν την ενδιαφέρει, ή και επιδιώκει την ενίσχυση των κοινωνικών ιεραρχιών, αυτό είναι αναμενόμενο, αλλά και αχίλλειος πτέρνα. Η Αριστερά, αντίθετα, ενδιαφέρεται για το κοινωνικό, επομένως βάζει την κρίση στο επίκεντρο. Δεν ξέρει όμως τι θα κάνει με τις ευρύτερες αλλαγές της εποχής. Αυτές οι αλλαγές απαιτούν προτάσεις, που υπερβαίνουν τις καταγγελίες της πολιτικής λιτότητας των «μερκελιστών». Αυτές είναι συνέπειες. Η Αριστερά για να γίνει η ηγεμονική δύναμη της επόμενης περιόδου χρειάζεται μια πολιτική μεγάλης πνοής, έναν ορίζοντα προσδοκιών. Η καθημερινή πολιτική βέβαια απαιτεί τακτική και συνεργασίες. Η στρατηγική όμως οφείλει να προσανατολίζεται επισκοπώντας το ευρύ πεδίο, πέρα από το περίγραμμα των λόφων.
Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Via : www.tovima.gr