του Στράτου Κερσανίδη *
Κι εκεί που έχεις μπει για τα καλά μέσα στην ιστορία, έχεις μπροστά σου τα δεδομένα και μια σειρά από στοιχεία, έρχεται ο σκηνοθέτης και σου φέρνει τα πάνω κάτω.
Την ώρα που εσύ προσπαθείς να συνθέσεις τα γεγονότα, εκείνος με μια κίνηση –έναν πυροβολισμό εν προκειμένω- σου λέει. «θεατή μου δεν είναι αυτό που νομίζεις»! Κι αρχίζει να ανασυνθέτει την ιστορία για να φτάσει στην –Ταραντίνο γαρ- αιματοβαμμένη κορύφωση.
Ο Κουεντίν Ταραντίνο σκηνοθετεί ένα γουέστερν όπου δεν πρωταγωνιστούν οι 7 υπέροχοι που μας είχε συστήσει ο Τζον Στάρτζες το 1960, αλλά «Οι μισητοί 8» (The hatefull eight).
Οι πρώτοι 4 είναι ο κυνηγός επικηρυγμένων, Τζον Ρουθ ο «Κρεμάλας», η επικηρυγμένη Ντέιζι Ντόμεργκιου, την οποία ο Τζον μεταφέρει με μία άμαξα στην πόλη Ρεντ Ροκ για να δικαστεί, ο Μαρκίς Ουόρεν, μαύρος, επίσης κυνηγός επικηρυγμένων, ο οποίος μεταφέρει τρία πτώματα και ο Κρις Μάνιξ, ο οποίος πηγαίνει στο Ρεντ Ροκ για να αναλάβει τη θέση του σερίφη. Οι δύο τελευταίοι επιβιβάζονται στη διαδρομή. Λόγω της κακοκαιρίας σταματούν σε ένα σταθμό, τον οποίο διαχειρίζεται η Μίνι, μια γυναίκα την οποία δεν βλέπουμε. Αντί αυτής, συναντάμε τους υπόλοιπους τέσσερις: Το «Μεξικάνο» Μπομπ, ο οποίος υποστηρίζει πως η Μίνι λείπει ταξίδι και τον άφησε στη θέση της, τον Οσβάλντο Μομπρέι, ο οποίος σύμφωνα με τα λεγόμενά του είναι ο δήμιος του Ρεντ Ροκ, το «Γελαδάρη» Τζο Γκέιτζ και έναν ηλικιωμένο στρατηγό των Νότιων, τον Σάντφορντ Σμίδερς. Χρονικά η υπόθεση τοποθετείται μερικά χρόνια μετά από το τέλος του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου.
Οι οκτώ αυτοί άνθρωποι βρίσκονται εκεί αποκλεισμένοι και περιμένουν τη βελτίωση του καιρού για να καταφέρουν να φτάσουν στο Ρεντ Ροκ. Εδώ, σε έναν χώρο, ο Ταραντίνο ξετυλίγει τη δράση του. Οι οκτώ χαρακτήρες του μιλούν, γνωρίζονται, αντιπαρατίθενται και η ατμόσφαιρα μοιάζει ηλεκτρισμένη χωρίς όμως καμία προφανή αιτία. Και τότε, ενώ φαίνεται πως μπαίνουν όλα σε μια σειρά, ένα μικρό φλας μπακ, μας δείχνει κάτι που έχει συμβεί. Κι αυτό το «κάτι» αποτελεί τη θρυαλλίδα των ανατροπών. Είναι η ώρα που οι χαρακτήρες αποκαλύπτονται, που έρχεται στην επιφάνεια το αληθινό τους πρόσωπο. Και βέβαια, είναι η ώρα που αρχίζουν να «κελαηδούν» τα πιστόλια και να ξερνούν μολύβι! Αρχίζει το μακελειό, η βία και το αίμα. Ο Ταραντίνο για μια ακόμη φορά μέσα από την υπερβολή αποδομεί και απομυθοποιεί. «Είναι κινηματογράφος», μας λέει, «δεν είναι τίποτε περισσότερο από μία οπτική απάτη». Και μας ξαναλέει, πως δεν είναι αυτό που φαίνεται.
Λοιπόν, τι είναι εντέλει (και αυτή) η ταινία του Κουεντίν Ταραντίνο; Επιχειρώντας να απαντήσω, θα πω πως πρώτα απ’ όλα είναι ένα παιχνίδι με πρωταγωνιστές οκτώ εκκεντρικούς (σύνηθες για Ταραντίνο) χαρακτήρες. Είναι ακόμη ένα φόρος τιμής στο ίδιο το σινεμά και στην προκειμένη περίπτωση στο γουέστερν. Όμως επιπλέον είναι και μια ταινία γυρισμένη, επί της ουσίας, σε έναν κλειστό χώρο. Σε κάποια σημεία θυμίζει Αγκάθα Κρίστι (ο Μαρκίς Ουόρεν, μιμείται τον Ηρακλή Πουαρό), ο φόβος βρίσκεται κλεισμένος μέσα σε τέσσερις τοίχους. Αλλά υπάρχει και κάτι ακόμη, που ο Ταραντίνο δεν το αφήνει ασχολίαστο. Είναι η κατάσταση της χώρας, των ΗΠΑ, μετά από τον Εμφύλιο. Είναι το φυλετικό πρόβλημα, πολύ έντονο ακόμη τότε, αλλά το οποίο υπάρχει ακόμη και σήμερα. Κι αν νομικά έχει λυθεί, δεν παύει να αποτελεί μια πραγματικότητα η οποία υποβόσκει στη σύγχρονη αμερικανική κοινωνία.
Άλλωστε, το λέει κι ο ίδιος ο σκηνοθέτης: «Μου αρέσει να λέω ό,τι έχω να πω με τη μάσκα του σινεμά είδους. Κανένα άλλο είδος δεν έχει μιλήσει καλύτερα για την Αμερική απ’ ό,τι το γούεστερν, με ένα υπόγειο τρόπο πάντα. Τα γούεστερν της δεκαετίας του ’50 προέβαλαν την Αμερική του Αϊζενχάουερ, εκείνα του ’70 είναι πολύ πιο κυνικά και αντι-καθεστωτικά και μετά στην δεκαετία του ’80 επέστρεψαν στον πατριωτισμό, επηρεασμένα από τον Ρίγκαν. Όσο κάναμε την ταινία, βλέπαμε στην τηλεόραση πολλά από τα ζητήματα της ταινίας να αναβιώνουν δυστυχώς στις ειδήσεις».
Η μουσική είναι του Ένιο Μορικόνε, ο οποίος έγραψε μουσική για γουέστερν σαράντα χρόνια μετά από το «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος».
*Ο Στράτος Κερσανίδης είναι κριτικός κινηματογράφου