Το κείμενο που ακολουθεί καθώς και οι φωτογραφίες είναι από το βιβλίο του Θωμά Ψύρρα Κιλελέρ στον ήλιο μοίρα. Από το ξεκίνημα του αγώνα ώς την εξέγερση και την τελική λύση (1881-1923), που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσειςΜεταίχμιο.
Την οργάνωση του μεγάλου πανθεσσαλικού συλλαλητηρίου την ανέλαβε ο Γεωργικός Σύνδεσμος της Λάρισαςπου είχε συσταθεί μόλις πριναπό έναν μήνα. Στην πραγματικότητα όμωςήταν οι δήμαρχοι των γεωργικών κέντρων ολόγυρα από τη Λάρισα που ανέλαβαν το βάρος της οργάνωσης.Ήταν ο γιατρός Παπαθανασίου, δήμαρχος Κρανώνος, ο Ιωάννης Περιφανής, δήμαρχος Φακίου, και ο ΑριστείδηςΧαραβελούλης, δήμαρχος Ογχήστου.
Με τα μέσα της εποχής δεν ήταν διόλου εύκολο να μετακινηθούν οι μάζες των αγροτών από όλη τη Θεσσαλία που επιθυμούσαν να παρευρίσκονται στη Λάρισα. Οι περισσότεροι κολίγοι δεν είχαν ζώα κι έπρεπε να περπατήσουν ώρες πολλές για να φτάσουν ως εκεί. Κατά συνέπεια έβγαιναν σε ομάδες κοντά στους σταθμούς ή στις σιδηροδρομικές γραμμές και προσπαθούσαν να ανέβουν στα τρένα για να φτάσουν στον χώρο συγκέντρωσης, στην πλατεία Θέμιδος στη Λάρισα.
Από το πρωί του Σαββάτου στις 6 Μαρτίου του 1910 στη Λάρισα άρχισαννα εισρέουν αγρότες.
Με αυστηρή εντολή των διοργανωτών, των γεωργικών συλλόγων, της πανθεσσαλικής επιτροπής αλλά και του νομάρχη Λάρισας Π.Αργυρόπουλου έπρεπε να είναι όλοι άοπλοι, γιατί τις προηγούμενες μέρες υπήρχαν φήμες ότι θα έμπαιναν οι αγρότες ένοπλοι να καταλάβουν την πόλη. Υπήρχαν φήμες ότι κάποιοι στην πανθεσ-σαλική επιτροπή έκαναν σκέψεις για ένοπλο συλλαλητήριο. Αλλά αυτά δεν έδειχναν να έχουν βάση. Οι χωρικοί συγκεντρώνονταν και διαδήλωναν ειρηνικά παρά το γεγονός ότι τα έκτακτα μέτρα που είχε λάβει η κυβέρνηση ήταν κάτι παραπάνω από εμφανή στην πόλη. Στις εισόδους της Λάρισας, στην πύλη της Αγιας, στην πύλη των Φαρσάλων, στην πύλη της Καρδίτσας, στην πύλη των Τρικάλων και μπροστά από τη γέφυρα στον Πηνειό, είχαν στηθεί ενισχυμένες φρουρές. Μέσα στην πόλη είχαν εγκατασταθεί φρουρές μπροστά από όλες τις τράπεζες και τα δημόσια καταστήματα. Τους δρόμους της Λάρισας διέτρεχαν έφιππα περίπολα.
Από τους πρώτους που μπήκαν στην πόλη ήταν οι ολιγομελείς αντιπροσωπείες από τα μακρινά της Θεσσαλίας και κατόπιν ομάδες, πεζοί ή έφιπποι, από τα γύρω χωριά: οι αγρότες από τον Κρα-νώνα, οι αγρότες του Ογχήστου, οι αγρότες από το Συκούριο… Η πλατεία γέμισε κόσμο. Κρατούσαν μαύρες και κόκκινες σημαίες, τραγουδούσαν και φώναζαν συνθήματα για την απαλλοτρίωση. Σαν μια μεγάλη γιορτή.
Είκοσι οχτώ περίπου χιλιόμετρα μακρύτερα, στο χωριό Κιλελέρ, στις οχτώμισι το πρωί, είχαν συγκεντρωθεί στον σιδηροδρομικό σταθμό διακόσιοι περίπου αγρότες περιμένοντας το τρένο για τη Λάρισα. Όταν έφτασε το τρένο, οι αγρότες προσπάθησαν να ανεβούν χωρίς να πληρώσουν εισιτήριο. Ο διευθυντής των Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων Πολίτης, που επέβαινε στο τρένο συνοδεύοντας τον γερμανό δημοσιογράφο και ανταποκριτή δύο γερμανικών εφημερίδων Φίσερ και τη γυναίκα του, αρνήθηκε να επιτρέψει στους κολίγους να επιβιβαστούν. Οργισμένοι οι χωρικοί λιθοβολούν τα βαγόνια και προκαλούν αρκετές ζημιές. Ωστόσο ένα περίπου χιλιόμετρο πιο κάτω μια νέα ομάδα οχτακοσίων αγροτών κρατώντας κόκκινες σημαίες προσπαθεί να σταματήσει την αμαξοστοιχία.
Μέσα στο τρένο υπήρχε στρατιωτική δύναμη, η οποία είχε ανέβει από το Βελεστίνο και από το Γκερλίγια να ενισχύσει τις δυνάμεις στη Λάρισα με επικεφαλής δύο ανθυπολοχαγούς. Προφανώς είχαν διαταγή να μην επιτρέψουν στους χωρικούς να επιβιβαστούν και, κατά πάσα πιθανότητα, η διαταγή δεν είχε σχέση μόνο με την άρνηση του διευθυντή των Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων, αλλά με την επιλογή της κυβέρνησης να δυσκολέψει όσο μπορούσε τη συγκέντρωση των αγροτών. Οι ανθυπολοχαγοί μπροστά στην επιμονή των χωρικών να επιβιβαστούν, και προφανώς ενοχλημένοι και από το προηγούμενο επεισόδιο, διέταξαν πυρ προς εκφοβισμό. Όταν όμως έπεσαν οι πρώτοι πυροβολισμοί στον αέρα, οι αγρότες αντί να φοβηθούν εξαγριώθηκαν ακόμα περισσότερο και επιχείρησαν επίθεση με ξύλα και πέτρες. Και ενώ η αμαξοστοιχία ξεκινά να φύγει, οι στρατιώτες πυροβολούν πλέον στο ψαχνό με αποτέλεσμα να πέσουν εκεί οι αγρότες Αντώνης Δημητρίου και Στέφανος Ακριβούσης ή Ευαγγέλου και να τραυματιστούν τουλάχιστον άλλοι εφτά.
Η ίδια περίπου σκηνή επαναλαμβάνεται λίγο πιο κάτω στον σταθμό του χωριού Τσουλάρ(Μελία). Βλέποντας πολλούς αγρότες συγκεντρωμένους ο μηχανοδηγός δεν σταματά (άλλωστε τέτοιες εντολές του είχαν δοθεί). Οι χωρικοί που περίμεναν να επιβιβαστούν αντιλαμβάνονται τις προθέσεις του οδηγού και επιτίθενται με πέτρες και ξύλα. Οι στρατιώτες ανοίγουν και πάλι πυρ. Από τις σφαίρες τους πέφτει νεκρός ο Αθανάσιος Νταφούλης (ή Σαρτζελαριώτης, επειδή καταγόταν από το Σαρτζελάρ, τη σημερινή Γλαύκη) και τραυματίζονται τουλάχιστον άλλοι δεκαπέντε. Ανάμεσα τους οι Θ. Νικουρδάς, Β. Βασιλόπουλος, Δ. Δημόπουλος, Ι.Συριγιάννης, Ν. Μπάκος, Β. Θεοχαρόπουλος, Σπ.Τριτάρης.
Οι τραυματίες μεταφέρονται για τις πρώτες βοήθειες στο Μαϊ-μούλι (Χάλκη).
Στη Λάρισα η συγκέντρωση των αγροτών συνεχιζόταν απρόσκοπτα.
Έως εκείνη τη στιγμή δεν είχε σημειωθεί το παραμικρό και η οργανωτική επιτροπή έδειχνε ικανή να ελέγχει το πλήθος. Έως βέβαια τη στιγμή που έφτασε στους συγκεντρωμένους η πληροφορία ότι η φρουρά της πύλης των Φαρσάλων δεν επιτρέπει να περάσουν μέσα στην πόλη οι αγρότες που έρχονταν από το Νεμπεγλέρ (Νίκαια).Ένα μεγάλο μέρος από τους συγκεντρωμένους στην πλατεία κινήθηκε προς την οδό Φαρσάλων.
Εκεί ο Φιλόλαος Πηχεών, επικεφαλής της ίλης του ιππικού, καθώς βρέθηκε ανάμεσα στους αγρότες, προσπάθησε να τους αναχαιτίσει με ξίφη. Αρχικά καταφέρνει να τους διασκορπίσει. Οι χωρικοί όμως με πέτρες και ξύλα επιτίθενται. Τότε ο Πηχεών διατάσσει χρήση όπλων. Εδώ έπεσε ο αγρότης από τη Νίκαια Αποστόλης Μπατάλας (του οποίου, κατά τραγική ειρωνεία, ο αδερφός Γιώργος υπηρετούσε ως δεκανέας και βρισκόταν εκεί απέναντι του ως μέλος της συγκεκριμένης ίλης). Οι αγρότες της Νίκαιας τελικά διέσπασαν τις τάξεις της φρουράς, πέρασαν ορμητικά στην πόλη κι ενώθηκαν με τους υπόλοιπους στην πλατεία. Στη διάρκεια αυτών των γεγονότων ποδοπατήθηκε έως θανάτου ένας νεαρός διαδηλωτής.
Εντωμεταξύ έφτασαν και οι πληροφορίες για τους νεκρούς και τους τραυματίες στο Κιλελέρ και το Τσουλάρ. Η συγκέντρωση της πλατείας έγινε ποτάμι οργής. Οργή βαθιά των καταπιεσμένων από αιώνες. Κι όταν μαθεύτηκε από στόμα σε στόμα ότι ο εισαγγελέας Παπαθεοδωρόπουλος διέταξε την προσωρινή κράτηση των τριών δημάρχων που ουσιαστικά είχαν οργανώσει το συλλαλητήριο, η οργή ξεχείλισε.
Η κεντρική πλατεία της Λάρισας έγινε πραγματικό πεδίο μάχης ανάμεσα σε άοπλους χωρικούς και στον ελληνικό στρατό που εκτελώντας εντολές επέπεσε στους αγρότες για να διαλύσει τη συγκέντρωση και να κάμψει το φρόνημα τους. Τραυματίστηκαν πολλοί. Ανάμεσα τους ο Απ. Μπάνταρης, ο Ζ. Καραμπέρης, ο Θ. Γκουλέμας και πάρα πολλοί άλλοι των οποίων τα ονόματα δεν θα μάθουμε ποτέ. Τελικά ο στρατός κατάφερε να ελέγξει τον χώρο της πλατείας.
Γύρω στις τρεις, μετά το μεσημέρι, έγινε σύσκεψη στη Νομαρχία και οι αρχές για να εκτονώσουν την κατάσταση αποφάσισαν να επιτρέψουν στους διοργανωτές να πραγματοποιήσουν το συλλαλητήριο. Πραγματικά η συγκέντρωση έγινε και από τον εξώστη της λέσχης Ασλάνη μίλησε ο Γ. Σχοινάς που απαίτησε να ψηφιστεί στη Βουλή το νομοσχέδιο του Αλεξανδρή. Ο Δ. Χατζηγιάννης συνέταξε το ψήφισμα που επιδόθηκε στον νομάρχη Αργυρόπουλο για να σταλεί στη Βουλή και στην Κυβέρνηση.
Την ίδια μέρα, μόλις έφτασαν στον Βόλο τα θλιβερά νέα για τους νεκρούς, το Εργατικό Κέντρο Βόλου ανοίγει τον χορό των αντιδράσεων. Αποδοκιμάζει με τηλεγράφημα προς την κυβέρνηση τη βίαιη στάση των αρχών και σε μια επίδειξη άμεσων ανακλαστικών την ίδια ώρα που πραγματοποιείται στη Λάρισα το συλλαλητήριο διοργανώνει και στον Βόλο συγκέντρωση συμπαράστασης στους αγρότες. Από την επόμενη κιόλας μέρα γίνονται πολλά συλλαλητήρια στα χωριά, συγκεντρώνονται χρήματα για τις οικογένειες των θυμάτων και των τραυματιών και σε κάποιες άλλες περιπτώσεις η οργή ξεσπά με δολιοφθορές στις τηλεγραφικές γραμμές ή με την πυρπόληση κάποιων αποθηκών και κονακιών. Και φυσικά σε πολλές περιπτώσεις εκτοξεύονται απειλές ότι οι κολίγοι θα πυρπολήσουν υποστατικά.
Στις 7 Μαρτίου 1910 ο Άδωνις Κύρου έγραφε στην «Εστία»: «κινδυνεύομεν με όσα γίνονται εν Θεσσαλία να προκαλέσωμεν επέμβασιν εξωτερικήν. Είναι καιρός να συνέλθωμεν και να αντιληφθώ-μεν ότι δεν είναι καιρός για πειραματισμούς».
Εντωμεταξύ οι φήμες θέλουν τον βουλευτή Γ. Καραϊσκάκη να έχει ετοιμάσει ομάδες ένοπλων αγροτών με σκοπό να μπουν στη Λάρισα. Οι φήμες φτάνουν και ανησυχούν την κυβέρνηση στην Αθήνα.
Στις 8 Μαρτίου 1910 πραγματοποιείται συζήτηση στη Βουλή υπό το βάρος των πρόσφατων γεγονότων. Οι Θεσσαλοί βουλευτές διαμαρτύρονται έντονα. Ο Στ. Δραγούμης υπερασπίζει τις επιλογές του στρατού και ρίχνει το βάρος των επεισοδίων στα θύματα ισχυριζόμενος ότι οι στρατιώτες αμύνθηκαν και δεν δόθηκαν διαταγές να πυροβολήσουν τους άοπλους αγρότες.
Ο βουλευτής Αλεξανδρής με το νομοσχέδιο που κατέθεσε προτείνει στην κυβέρνηση να υιοθετήσει μία από τις τρεις λύσεις: δηλαδή ή να προβεί στον διακανονισμό των σχέσεων κολίγων – τσιφλικάδων, ή να προχωρήσει στη λύση της εθελούσιας απαλλοτρίωσης, ή στη λύση της μερικής αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Ο ίδιος επισημαίνει ότι θεωρεί την τρίτη λύση καλύτερη, τονίζοντας εμφατικά πως αυτή δεν προσκρούει στο εμπόδιο του άρθρου 6 της σύμβασης της Κωνσταντινούπολης. Ο Αλεξανδρής ωστόσο και πάλι δεν εισακούστηκε.
Κατά τη συζήτηση έλαβε τον λόγο και ο γιος του τσιφλικά Χρη-στάκη Ζωγράφου, ο Γεώργιος Ζωγράφος, ο οποίος ευθαρσώς είπε στον Δραγούμη ότι «τα τσιφλίκια κατήντησαν πηγή ερίδων, προς βλάβην της παραγωγής» και «εάν δεν μεριμνήσωμεν προς οριστικήν λύσιν του θεσσαλικού ζητήματος, διαπράττομεν έγκλημα, του οποίου την ευθύνην θα φέρωμεν ημείς. Ας αρχίσωμεν από τα Ζάππειο. Ας εφαρμόσωμεν εκεί την αναγκαστικήν απαλλοτρίωσιν».
Ο Δραγούμης προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο. Η μόνη «υποχώρηση» που έκανε προς τους αγρότες ήταν ότι συμφώνησε να οριστεί μια επιτροπή να… μελετήσει το ζήτημα. Δεν δέχτηκε ούτε καν τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής για τις συνθήκες θανάτου των Θεσσαλών χωρικών.
Οι αρχές εντωμεταξύ έχουν ήδη εξαπολύσει τους μηχανισμούς της καταστολής. Ολόκληρος ο στρατός της Θεσσαλίας σκορπίζεται στα χωριά τρομοκρατώντας τους αγρότες. Οι χωροφύλακες κυνηγούν και ξετρυπώνουν τους αγρότες όπου κι αν κρύβονται, ενώ οι ηγέτες του Γεωργικού Πεδινού Συνδέσμου είτε συλλαμβάνονται είτε περνούν στην παρανομία. Οι συλληφθέντες φυλακίζονται, αν και οι περισσότεροι θα αθωωθούν αργότερα με βουλεύματα, αφού όμως παραμείνουν στα κελιά για πολλούς μήνες.
Μάχη εις την πλατείαν
Μόλις οι χωρικοί διέσπασαν την γραμμή των ιππέων, ώρμησαν εις την οδό Φαρσάλων, διευθυνόμενοι εις την αγοράν όπως συνενωθούν μετά των άλλων χωρικών. Την στιγμήν, όμως, καθ’ ην έφθασαν προ της δημαρχίας το ιππικόν κάμνει νέαν επέλασιν διά να τους εμποδίσουν. Την επέλασιν οι χωρικοί εξαγριωθέντες πλέον υποδέχονται διά λιθοβολισμού. Φωναί, κακό, πανδαιμόνιον. Την στιγμήν ταύτην τραυματίζονται πολλοί χωρικοί. Ο ανθυπίλαρχος κ. Σκανδάλης πίπτει του ίππου του και τραυματίζεται εις τον βραχίονα, από την σπάθην ενός ιππέως. Αυθωρεί μεταφέρεται εις το φαρμακείον του κ. Αστεριάδου, ένθα του επιδένουν το τραύμα.
Εν τω μεταξύ οι χωρικοί προχωρούν, διέρχονται προ του ξενοδοχείου του κ. Κολιοπούλου αλαλάζοντες, θραύουν διά λίθων τους υαλοπίνακας του και εισορμούν εις την πλατείαν της Θέμιδος, ζητωκραυγάζοντες υπέρ της ελευθερίας και του δικαίου των. Το ιππικόν επελαύνει κατά του αόπλου λαού, προσπαθεί να τον διάλυση, τούτος διά πυκνού λιθοβολισμού αμύνεται ερρωμένως. Την στιγμήν ταύτην ο προ του ξενοδοχείου «Πανελλήνιον» λόχος μηχανικού διατάσσεται και βάλλει πυρά ομαδόν, εν ω οι ιππείς ξιφουλκούντες πυροβολούν διά περιστρόφων και γενικήν επέλασιν ανά την πλατείαν κάμνουν. Η πλατεία παρουσιάζει όψιν πεδίου μάχης. Μετ’ ολίγον εις χωρικός παρασυρθείς υπό του ιππικού πίπτει και καταπατείται, εν οικτρά δε καταστάσει μεταφέρεται εις το φαρ-μακείον Αστεριάδου, όπου οδηγούνται και δύο άλλοι χωρικοί, οι Ζ. Καραμπέρης και Θ. Γκουλέμος, τραυματισθέντες διά ξίφους.
Εις τα «πυρ ομαδόν» η πλατεία ερημούται και καταλαμβάνεται υπό του στρατού, οι δε χωρικοί εξηγριωμένοι καταρώνται τους δημάρχους των, διότι δεν τους επέτρεψαν να πάρουν μαζί τους τα όπλα των διά να αμυνθούν. Γενικός αναβρασμός και έξαψις κυριαρχεί. Η πόλις στρατοκρατείται…
εφημ. «Θεσσαλία», 7.31910
Φρενίτις και Ενθουσιασμός
Φρενίτις και ενθουσιασμός είχε μεταδοθεί απ’ άκρου εις άκρον της Θεσσαλικής γης και οι χωρικοί εσχημάτισαν την πεποίθησιν ότι ο καιρός της απελευθερώσεως των ήγγικεν πλέον. Ουδείς ηδύνατο να συγκράτηση πλέον αυτούς!! Οι κολίγοι των χωρίων συναθροιζόμενοι εζήτουν από τους προεστούς των ίνα τεθούν οδηγοί και δια συλλαλητηρίων επιβλητικών να ζητήσωσιν από την Κυβέρνησιν την διανομήν των τσιφλικιών εις αυτούς.
εφημ. «Θεσσαλία», 28.1.1910
Ψήφισμα Βουλήν Ελλήνων, Κυβέρνησιν Αθήνας
Άπας ο γεωργικός λαός Λαρίσης συνελθών πανοικεί σήμερον Λάρισαν, ίνα έκφραση βαθύν πόνον και πικρόν παράπονον διά την μη υποβολήν και επιψήφισιν του νόμου περί απαλλοτριώσεως των τσιφλικιών και προικοδοτήσεως γενναιότερος του Γεωργικού Ταμείου.
ΑΠΑΙΤΕΙ
α) Την άμεσον επιψήφισιν του νομοσχεδίου περί απαλλοτριώσεως των τσιφλικιών και διανομήν των Ζαππείων κτημάτων.
β)Την γενναιοτέραν προικοδότησιν του Γεωργικού Ταμείου, διά της διαθέσεως του όλου φόρου των αροτριώντων κτηνών και παντός ό,τι νομίζει η κυβέρνησις καλύτερον.
γ) Εκφράζει την βαθείαν λύπην και οδύνην του διά την εκ μέρους των αρχών της Πολιτείας άδικον επίθεσιν κατά του φιλήσυχου και νομοταγούς λαού, ης θύματα υπήρξαν άοπλοι και αθώοι λευκοί σκλάβοι της Θεσσαλίας.
Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ
6 Μαρτίου 1910
Via : www.topontiki.gr