Του Νίκου Ξυδάκη
Το επταήμερο κύλησε μες στην ανησυχία. Όπως συμβαίνει συχνά τα τελευταία χρόνια. Πυροβολισμοί στη Ζωοδόχου Πηγής από βαποράκια, λίγη ώρα αφότου πέρασα απ’ εκεί πηγαίνοντας στο σαββατιάτικο απεριτίφ της αντροπαρέας. Ληστεία μετά ξυλοδαρμού για το παιδί μιας φίλης, λίγο παραπάνω στην οδό Ασκληπιού· του πήραν το κινητό και το χαρτζιλίκι, και τον γρονθοκοπούσαν τρεις στα νεφρά και στο κεφάλι. Έγινε το στομάχι κόμπος· ασθμαίνων, έκανα ένα μικρό μάθημα αυτοπροστασίας στους γιους που κυκλοφορούν ανά τας Αθήνας. Ανακάλυψα ότι γνώριζαν περισσότερα απ’ όσα τους έλεγα. Η ανησυχία μου δεν εκόπασε πάντως, φώλιασε.
Λίγες μέρες αργότερα, είδα τη φωτογραφία μικρών παιδιών σε νεοναζιστικό κατηχητικό. Κάπου στην Αττική, οι νεοναζί κάνουν «Διάπλαση των παίδων», μαγαρίζοντας ακόμη και τη θερινή παιδική μνήμη από τους πανόδετους τόμους της δημοτικής βιβλιοθήκης Μυκόνου. Στην ηλικία περίπου που ξεφύλλιζα τα «Σας ασπάζομαι, Φαίδων» και τα λιθόγραφα Κλασικά Εικονογραφημένα, Αθλίους, Λόρδο Τζιμ, Σίλας Μάρνερ, Τελευταίο Μοϊκανό, στην ηλικία που κατηχητικό σήμαινε ολίγο Ευαγγέλιο αγάπης, με Σαμαρείτιδες και πετεινά, πολλή μπάλα και ελευθερία, στην ίδια περίπου ηλικία αντίκρισα παιδιά να μπολιάζονται στο μίσος και στον φυλετισμό, να παραγεμίζουν τα άγραφα μυαλά τους με δηλητήριο και μισαλλοδοξία. Αυτό ήταν πιο ανησυχητικό κι από τις σφαίρες των ενήλικων ντίλερ, των ληστών και των παρανόμων, γιατί ένιωθα την κακία να φεύγει πια από τη σφαίρα του περιθωρίου και να απλώνεται στην κανονικότητα, να καταλαμβάνει το μέινστριμ, να κυριεύει παιδικές ψυχές και λαϊκά νοικοκυριά. Δεν ήταν πια ανησυχία, ήταν εφιάλτης.
Απαντήσεις και παρηγοριά μού έδωσε παραδόξως ένα βιβλίο, που εξιστορεί και εξηγεί το Κακό, όπως ενσαρκώθηκε στα μέσα του 20ού αιώνα, στην καρδιά της Ευρώπης. «Το Αουσβιτς, όπως το εξήγησα στην κόρη μου» είναι ό,τι είπε στη 14χρονη Ματίλντ, η ιστορικός Ανέτ Βιβιορκά, απαντώντας στις πιο απλές, στις πιο δύσκολες ερωτήσεις ενός παιδιού. Τι ήταν η Τελική Λύση; Τι είναι γενοκτονία, Ολοκαύτωμα, Shoah; Γιατί σκοτώνανε παιδιά; Τι είναι το τατουάζ στο χέρι της Μπερτ; Έφταιγαν όλοι οι Γερμανοί; Τι είναι το χρέος της μνήμης;
Το βιβλιαράκι (εκδ. Πόλις) διαβάζεται με μια ανάσα. Μάλλον, με κομμένη την ανάσα. Ακόμη κι αν έχεις διαβάσει τα άπαντα του μεγάλου Πρίμο Λέβι, η ζεστή μητρική ομιλία της Βιβιορκά συμπυκνώνει αλήθειες, εξηγήσεις, απαντήσεις και ανοιχτά ερωτήματα, χωρίς δράμα, αλλά με δύναμη και αμεσότητα μοναδικές. Ετσι όπως θα ήθελε κάθε γονιός να εξηγήσει στο παιδί του τα μεγάλα του κόσμου που πέρασε και του κόσμου που διαρκώς έρχεται.
Στα παιδιά που ακούνε την κατήχηση μίσους, θα διάβαζα σαν αντίδοτο τέτοια βιβλία, σαν της Βιβιορκά. Λόγια εξήγησης και κατανόησης, λόγια συγχώρεσης και αλληλοπεριχώρησης, αλλά και λόγια μαχητικά, που αγωνίζονται να κρατήσουν ζωντανή τη μνήμη. Να θυμάσαι, για ν’ αγαπάς τη ζωή.
« Ένας ιστορικός, ο Ιγκνατσί Σχίπερ, ο οποίος πέθανε στο στρατόπεδο του Μάιντανεκ, το εξηγεί πολύ καλά: “ Όλα εξαρτώνται από αυτούς που θα μεταφέρουν τη μαρτυρία τους στις μέλλουσες γενιές, από αυτούς που θα γράψουν την ιστορία τούτης της εποχής. Η ιστορία γράφεται, κατά κανόνα, από τους νικητές. Όλα όσα γνωρίζουμε για τους λαούς που εξοντώθηκαν είναι όσα ήθελαν να πουν οι διώκτες τους. Εάν οι διώκτες μάς νικήσουν, εάν αυτοί γράψουν την ιστορία τούτου του πολέμου, τότε ο αφανισμός μας θα παρουσιαστεί ως μία από τις ωραιότερες σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας, και οι μέλλουσες γενιές θα αποτίσουν φόρο τιμής στο θάρρος αυτών των σταυροφόρων. Ο λόγος τους θα είναι Ευαγγέλιο. Μπορούν έτσι να αποφασίσουν να μας σβήσουν από τη μνήμη του κόσμου σαν να μην υπήρξαμε ποτέ, σαν να μην υπήρξε ποτέ ο πολωνικός εβραϊσμός, το γκέτο της Βαρσοβίας, το Μάιντανεκ”».
Αντί για μαθήματα ανησυχίας, θα πείσω τους γιους μου να διαβάσουν αυτό το βιβλίο. Σαν μάθημα μνήμης, και σαν εξήγηση – δηλαδή σαν αντίδοτο στο μίσος, στον φυλετισμό, στον αφανισμό ανθρώπου από άνθρωπο. Γιατί, όπως σημειώνει με πικρή διαύγεια η Ρίκα Μπενβενίστε στο επίμετρο: «Απεχθάνομαι την ψυχρή αποστασιοποίηση, την απουσία θυμού, θλίψης και απορίας στις επιστημονικές εξηγήσεις. Δεν έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στην εξήγηση. Όμως, δεν ξέρω κάτι καλύτερο».
Via : www.kathimerini.gr