του Νίκου Μπίστη
Ωραία, κάναμε την ανάλυση σε πρώτο επίπεδο, βγάλαμε το άχτι μας κατά των Γερμανών και ξεμπερδέψαμε. Ποιος «φταίει» για το εκλογικό αποτέλεσμα στην Ιταλία; Η Μέρκελ, η λιτότητα, το σάπιο πολιτικό σύστημα. Όλοι εκτός από τους Ιταλούς ψηφοφόρους. Αυτούς που τιμώρησαν το πολιτικό σύστημα ξαναβάζοντας στο παιγνίδι τον πιο αντιπροσωπευτικό εκπρόσωπό του κι αυτούς που έβγαλαν πρώτο κόμμα ένα παλιάτσο που δεν θέλει τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των παιδιών. Τον Μπερλουσκόνι που έστειλε ατομικές ειδοποιήσεις για επιστροφή φόρου σε μια σχεδόν χρεοκοπημένη χώρα και τον Πεπε Γκρίλο που – επιεικώς – δεν ξέρει τι θέλει και δεν έχει χρόνο ούτε, κυρίως, διάθεση να μάθει. Ο Γερμανός Σοσιαλδημοκράτης υποψήφιος Πέερ Στάινμπρουκ , που έχει καυτηριάσει την εμμονή της Μερκελ στη λιτότητα, τους το είπε πολύ ωραία: «Εκλέξατε δυο κλόουν λαϊκιστές». Και επειδή η αλήθεια πονάει, αρχίσανε τα περί «ωμής παρέμβασης στα εσωτερικά μας». Ο Ναπολιτάνο δεν μπορούσε παρά να ακυρώσει το γεύμα μαζί του, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, νοερά, του σφίγγει το χέρι.
Το μήνυμα των εκλογών είναι διπλής κατεύθυνσης και είναι πολύ βολικό να ξεχνάμε τη δεύτερη. Η πρώτη είναι προς Γερμανία και Βρυξέλλες, για χαλάρωση της πολιτικής λιτότητας. Η δεύτερη αφορά τους ίδιους τους λαούς και δεν έχει μόνο οικονομική διάσταση, έχει και έντονα πολιτισμική. Αναδεικνύει θέματα αυτογνωσίας, ηθικής ευθύνης, γνώσης της Ιστορίας, σοβαρότητας, όλα αυτά που συγκροτούν αυτό που λέμε «κουλτούρα». Και το μήνυμα είναι ότι κανείς δεν μπορεί να καταστρέψει με μεγαλύτερη επιτυχία μια χώρα από τον ίδιο τον λαό της όταν βγάζει τα μάτια του και κόβει τα πόδια του, χρησιμοποιώντας μάλιστα σαν χειρουργικό μαχαίρι την ψήφο του. Οι Γερμανοί το πήραν για τα καλά το μήνυμα αυτό όταν έκαναν απολογισμό της ψήφου που απλόχερα έδωσαν στον Χίτλερ.. Η επίκληση των αδικιών και της εθνικής ταπείνωσης, που επέφερε η συνθήκη των Βερσαλλιών, δεν αποτέλεσε ελαφρυντικό ούτε στη Νυρεμβέργη, ούτε στην εθνική συνείδηση και ενοχή . Για αυτήν που γονάτισε ο Βίλι Μπράντ στο Άουσβιτς. Γι’ αυτό αντιμετωπίζουν αυστηρά τους νεοναζί, γι’ αυτό δεν παίζουν με την ψήφο τους, καθηλώνοντας δημοσκοπικά στο 2% το κόμμα των Πειρατών, δηλαδή τους παρόμοιους (αν και πολύ σοβαρότερους) με τον Πέπε Γκρίλο.
Αλλά εδώ είναι νότος της Ευρώπης, δεν είναι παίξε-γέλασε. Εδώ, μπορούμε να στέλνουμε τη Χρυσή Αυγή και τους ψεκασμένους στη Βουλή, να ζηλεύουμε τον «επιτυχημένο» Μπερλουσκόνι που δεν άφησε νόμο που να μην παραβίασε και, ταυτοχρόνως, να τον επαναφέρουμε στην πολιτική, να επιβραβεύουμε ασυνάρτητους λαϊκιστές σαν τον Γκρίλο. Βέβαιοι ότι δεν φταίμε εμείς, αλλά πάντα οι άλλοι που μας υποχρεώνουν να γινόμαστε, παρά τη θέλησή μας, γελοίοι. Με είχε συγκλονίσει μια δήλωση του Βελτρόνι, όταν αποχώρησε από την ηγεσία του Δημοκρατικού Κόμματος της Αριστεράς το 2008, όταν ηττήθηκε από τον Μπερλουσκόνι. Σε ελεύθερη απόδοση, είχε πει ότι ο ιταλικός λαός πρέπει σοβαρά να «ψαχτεί» για τους λόγους που μπορεί να ψηφίζει κάποιον σαν τον Μπερλουσκόνι.
Είπα ότι είναι και θέμα κουλτούρας, ευρύτερα πολιτισμού. Μιας συστηματικής διάβρωσης που την ανέχτηκε και, πολλές φορές, την υπέθαλψε το πολιτικό σύστημα. Είναι και αποτέλεσμα του αχαλίνωτου μιντιακού λαϊκισμού μιας εγκατάλειψης της μαζικής κουλτούρας στα χέρια αδίστακτων γελωτοποιών που καλλιεργούσαν συστηματικά τα χειρότερα ένστικτα του ανθρώπου. Για σκεφτείτε, πόσο καιρό έχετε να δείτε ιταλική ταινία; Στη χώρα του Φελίνι, του Παζολίνι, του Βισκόντι, του Σκολα, του Φερέρι και τόσων άλλων, χρόνια τώρα η μαζική «κουλτούρα» διαμορφώνεται από τα κανάλια που εξαγόρασε ο Μπερλουσκόνι και βομβάρδιζαν με προγράμματα απόλυτης αποχαύνωσης και εξαχρείωσης. Εδώ δεν θα πληρώναμε κάποτε την κουλτούρα των σκυλάδικων της δεκαετίας του ’80, την ποιοτική κατρακύλα της τηλεόρασης, τον δημοσιογραφικό υπόκοσμο που, όπως μαθαίνουμε, συνωστίζεται στην είσοδο καναλιών, τα χάχανα του «λαού» του Λαζόπουλου;
Δυο πρόσφατα στοιχεία που επιβεβαιώνουν τα παραπάνω, Έπρεπε να δω το Euronews για να ακούσω συνέντευξη του Μπερσάνι. Στην ελληνική τηλεόραση οι εκλογές καλύπτονταν από τα καμώματα του Μπερλουσκόνι, αν παίρνει μάτι τις γυμνόστηθες, τι χυδαιότητες λέει. Στο τέλος, με μόλις αποκρυπτόμενη συμπάθεια – λόγω, προφανώς, αντιμνημονιακής αλληλεγγύης – μας πληροφορούσαν ότι θα επιστρέψει φόρους. Τον Μόντι τον είδα μια φορά στη θλιβερή του προσπάθεια να δείξει ανθρώπινος, γελοιοποιούμενος στο πλατό, με ένα σκυλάκι που του φόρτωσε η τηλεπαρουσιάστρια.
Ακόμα και σοβαροί άνθρωποι και μέσα αντιμετώπιζαν τον υποψήφιο της κεντροαριστεράς με τα στερεότυπα του κυρίαρχου life style. «Άνευρος, υποτονικός, άνθρωπος της διπλανής πόρτας, συνηθισμένος, δεν συνεγείρει» και άλλα πολλά αυτής της κατηγορίας, Αν είναι τώρα δυνατόν να συναγωνιστεί τον Μπερλουσκόνι ένας παντρεμένος με την ίδια γυναίκα τριάντα χρόνια, που θήτευσε τρεις φορές ως υπουργός παίρνοντας τα εύσημα από συνδικάτα και εργοδοτικές οργανώσεις, που βασική του αδυναμία είναι το πούρο του και επιμένει να μιλάει παλιομοδίτικα, προβάλλοντας προγράμματα.
Όπως μου το επιβεβαίωσε ένας φίλος μου στην Ιταλία, ο Μπερλουσκόνι δεν άφησε κανάλι για κανάλι όπου χυδαιολογώντας να μην υπόσχεται τα πάντα και ο Γκρίλο εδοξάσθη κρυπτόμενος γιατί άλλο το ατομικό ιστολόγιο και οι φιέστες κι άλλο η δημόσια αντιπαράθεση με επιχειρήματα. Αυτό τον δρόμο, πιστός στις καλύτερες παραδόσεις της ιταλικής Αριστεράς, κράτησε ο Μπερσάνι. Ήρθε πρώτος, αλλά δεν νίκησε.
Κοιτάξτε, όμως, το – εκ πρώτης όψεως – παράδοξο. Τρομαγμένοι από την ψήφο τους, σαν τα μικρά παιδιά που – αφού έκαναν τη σκανδαλιά τους, πάνε να κρυφτούν πίσω από τον κηδεμόνα τους – οι Ιταλοί, από δυο ανθρώπους, περιμένουν να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά. Τον Ναπολιτάνο και τον Μπερσάνι. Κατά σύμπτωση(;) και οι δυο, από τη μεγάλη του ιταλικού ΚΚ σχολή. Γιατί, βλέπετε, το πρόβλημα – για τους απανταχού καραγκιόζηδες – είναι ότι μπορούν να κάνουν με ευκολία ζημιά, είναι όμως αδύνατο να δώσουν την παραμικρή λύση στα προβλήματα των ανθρώπων.
Via : www.protagon.gr