Του Νίκου Ξυδάκη
Τι μας δείχνει η εν εξελίξει εμπειρία της χρεοκοπημένης Κύπρου; Πολλά. Μας δείχνει κατ’ αρχάς πώς αντιδρούν οι αδελφοί Κύπριοι σε ιστορικές στιγμές, αντιμέτωποι με κρίσιμα διλήμματα: αποφασίζουν. Και παρά το μικρό μέγεθος του νεαρού κράτους τους, τολμούν να αναλαμβάνουν το ρίσκο της εναντίωσης στους μεγάλους. Με όποιο κόστος. Φυσικά: το πανεθνικό και παλλαϊκό κίνημα της αυτοδιάθεσης είναι μνήμη νωπή ακόμη. Οπως νωπή είναι και η ήττα του 1974, η κατοχή του βορείου τμήματος, η προσφυγιά, ο σκληρός αγώνας για ανοικοδόμηση. Η αυτοδιάθεση, δηλαδή η αποτίναξη του αποικιοκρατικού ζυγού, στα χρόνια του ’50, κόστισε κάτι παραπάνω από χαράτσι επί των καταθέσεων: κόστισε αίμα, έφηβοι και παλικάρια απαγχονίζονταν κι ύστερα θάβονταν άκλαφτα σε φυλακισμένα μνήματα. Κάθε οικογένεια στην Κύπρο έχει τέτοιες μνήμες: μία φωτογραφία αγωνιστή, μία φωτογραφία αγνοούμενου, μία φωτογραφία με το χαμένο σπίτι στα Κατεχόμενα, φωτογραφίες με ξενιτεμένους στο Λονδίνο, στην Αυστραλία, στην Αμερική.
Παρ’ όλ’ αυτά, αυτοδιάθεση. Αυτό είναι το νόημα του «όχι» απέναντι στη σκληρή απόφαση του Eurogroup, η οποία de facto πλήγωσε βαριά την οικονομία της Κύπρου, και μόνο με την ανακοίνωσή της. Μπορεί η εφεξής πορεία της Κυπριακής Δημοκρατίας μετά το «όχι» να είναι αναλόγως ή και περισσότερο επώδυνη, αλλά υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά: η επιλογή θα είναι δική της. Οπως και με το σχέδιο Ανάν, το 2004: δεν ήταν εύκολη απόφαση· όλοι οι μεγάλοι φίλοι πίεζαν αφόρητα τους Κυπρίους να αποφασίσουν για το καλό τους υπέρ ενός υβριδικού μορφώματος με ασαφή κυριαρχία και αμφίβολη βιωσιμότητα. Αυτοί αποφάσισαν «όχι». Τους απειλούσαν, αυτούς τους μικρούς και ολίγους, μερικές εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνες πάνω σε ένα διαιρεμένο νησί στη Μεσόγειο, ότι, αν αντιταχθούν, θα καταστραφούν. Αντιτάχθηκαν, και δεν καταστράφηκαν.
Αναλόγως τώρα: απειλούνται με μια άλλη καταστροφή, τη χρεοκοπία. Απειλούνται να χάσουν όσα κέρδισαν με σαράντα χρόνια σκληρής δουλειάς, μετά την εθνική τραγωδία του ’74. Αφού, εν τω μεταξύ, έχουν εκχωρήσει οικειοθελώς στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στην Ευρωζώνη μέγα μέρος της εθνικής κυριαρχίας, της με αίμα κερδισμένης. Θα πληγωθούν, βαριά ενδεχομένως. Πάντως, όχι τόσο βαριά όσο το ’74. Και σίγουρα δεν θα καταστραφούν: αφού δεν τέλειωσαν τότε, με την πολεμική ήττα.
Μαζί με το αναπόφευκτο οικονομικό τραύμα ωστόσο, και ανεξαρτήτως της τελικής έκβασης, οι Ελληνες της Κύπρου έχουν ένα ηθικό κέρδος, διατηρούν ένα κεκτημένο: την αυτοδιάθεση. Τη δυνατότητα να διαθέτουν εαυτόν ως βούλονται. Τη δυνατότητα να επιλέξουν να τερματίσουν οι ίδιοι την ευημερία τους ή και τη ζωή τους, όταν και όπως αυτοί βούλονται, και όχι όπως και όταν τους υποδεικνύεται από φίλους και προστάτες. Αυτή είναι η ουσία της ελευθερίας, από τον καιρό των θουκιδίδειων Μηλίων έως τον καιρό της Γαλλικής Επανάστασης και της απελευθέρωσης των αποικιοκρατούμενων εθνών.
Το «όχι» δεν οδηγεί σε νίκη· άλλωστε, το πεδίο και το είδος της αναμέτρησης έχουν οριστεί από τους άλλους, τους υπέρβαρους εταίρους και δανειστές. Οδηγεί όμως στην επιβεβαίωση της ηθικής υπόστασης, στη συλλογική αυτοαναγνώριση, στην εθνική συνοχή. Πρόκειται για μεγέθη μη μετρήσιμα, άυλα, όχι όμως λιγότερο αναγκαία: άνευ αυτών, τι είναι ένας λαός, μια συλλογικότητα ανθρώπων; Ενα πλήθος αλληλοϋποβλεπόμενων ατόμων, όχλος ωφελιμιστών· ασφαλώς ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δεν οραματίζεται αυτό για τον γερμανικό λαό.
Οι Κύπριοι θα ξαναφτιάξουν το νησί. Οπως ξανάφτιαξαν τις ζωές τους μετά το ’74, όταν –μας θυμίζει ο Αριστος Μιχαηλίδης στον «Φιλελεύθερο»– ο Αττίλας κατέφαγε το 65% των ξενοδοχείων, το 87% των υπό ανέγερση ξενοδοχειακών μονάδων, το 40% των σχολικών κτιρίων, το 41% των κτηνοτροφικών μονάδων, το 48% των εξαγωγικών αγροτικών προϊόντων και το 56% των παραλιών.
Δεν ξέρω μόνο αν θα ξαναπούν εύκολα το ομηρικό του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα: «Την Ελλάδα θέλομεν και ας τρώγωμεν πέτρες». Διότι η παρούσα Ελλάς, ως κράτος των Αθηνών, και σε τούτη την περίσταση δεν τους στάθηκε. Θα δούμε. Ακόμη κι έτσι όμως, οφείλομε χάριτες στους Κυπραίους αδελφούς, εμείς οι τρις χρεοκοπημένοι και τρις ενδώσαντες Ελλαδίτες, γιατί μας θύμισαν ότι υπάρχει και το γλυκόπικρο όχι της ψυχής. Και της αυτοδιάθεσης: της Γαλλικής Επανάστασης, του Ρήγα, του Μπολιβάρ, του Γκάντι, του Γρηγόρη Αυξεντίου.
Via : www.kathimerini.gr