του Νίκου Ξυδάκη
Πριν από λίγες ημέρες, η διεθνής κοινή γνώμη θυμήθηκε πάλι πώς ο δημοκρατικός πρόεδρος Σαλβαντόρ Αλιέντε έπεφτε νεκρός, την 11η Σεπτεμβρίου 1973, από τις σφαίρες των πραξικοπηματιών του δικτάτορα Πινοσέτ. Το μεγαλύτερο δημοκρατικό πείραμα της Λατινικής Αμερικής και του κόσμου έπαιρνε τέλος, μόλις έξι μήνες μετά την εκλογική νίκη της Λαϊκής Ενότητας του Αλιέντε. Ο Χιλιανός ηγέτης είχε κερδίσει την κυβέρνηση ειρηνικά, κοινοβουλευτικά, αλλά δεν μπόρεσε να πάρει ποτέ την εξουσία.
Η ιστορική ήττα του δημοκρατικού σοσιαλισμού στη Χιλή διέψευσε τις προσδοκίες των κομμουνιστικών κομμάτων στη Δυτική Ευρώπη για μια ειρηνική ανάληψη της εξουσίας. Ελάχιστες μέρες μετά το πραξικόπημα στη Χιλή, ο διακεκριμένος ηγέτης του μεγαλύτερου κομμουνιστικού κόμματος της Δύσης, ο μαρκήσιος Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, δημοσίευσε τρία άρθρα στην επιθεώρηση Rinascita (ελλην. μετάφραση: Ιστορικός συμβιβασμός, εκδ. Θεμέλιο), με τα οποία άλλαξε την ιστορική πορεία του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και των αντίστοιχων κομμάτων στην Ευρώπη. Η στρατηγική απόληξη των άρθρων του Μπερλινγκουέρ ήταν ο περίφημος «ιστορικός συμβιβασμός» (compromesso storico): το ΙΚΚ θα ακολουθούσε μια πολιτική ευρύτατων συμμαχιών, με τους σοσιαλιστές και τους καθολικούς, για να απεμπλακεί οριστικά από τη «στρατηγική της έντασης» που προωθούσαν οι νεοφασίστες και για να τερματίσει τον αποκλεισμό του από την εξουσία, έτσι ώστε να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση για ενίσχυση και μεταρρύθμιση του δημοκρατικού κράτους. Με τα λόγια του:
«Η αντιπαράθεση και η μετωπική σύγκρουση ανάμεσα στα κόμματα που έχουν βάση μέσα στον λαό, και από τα οποία σημαντικές μάζες του λαού αισθάνονται ότι εκπροσωπούνται, οδηγούν στη ρήξη, στον κυριολεκτικό διχασμό της χώρας, που θα ήταν μοιραίος για τη δημοκρατία και θα παρέσυρε τα ίδια τα θεμέλια του δημοκρατικού κράτους.
»Έχοντας επίγνωση αυτού του γεγονότος, πάντα πιστεύαμε –και σήμερα η εμπειρία της Χιλής μάς ενισχύει αυτή την πεποίθηση– πως η ενότητα των κομμάτων των εργαζομένων και των δυνάμεων της Αριστεράς δεν αρκεί για την εγγύηση της προστασίας και της προόδου της δημοκρατίας, όταν βρεθούν αντιμέτωπες με έναν άλλο συνασπισμό κομμάτων, που εκτείνεται από το κέντρο μέχρι την άκρα Δεξιά.
» […] Θα ήταν εντελώς απατηλό το να σκεφτεί κανείς, ακόμα κι αν τα κόμματα και οι δυνάμεις της Αριστεράς κατόρθωναν να φθάσουν το 51% των ψήφων και της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης (πράγμα που από μόνο του θα ήταν ένα πελώριο προχώρημα στον συσχετισμό δυνάμεων στην Ιταλία), πως ένα τέτοιο ποσοστό θα επαρκούσε δήθεν για την επιβίωση και την επιτυχία της κυβέρνησης που θα εξέφραζε μία παρόμοια πλειοψηφία.
»Να γιατί εμείς μιλάμε όχι για μια “αριστερή εναλλακτική λύση”, άλλα για μια “δημοκρατική εναλλακτική λύση”, δηλαδή για την πολιτική προοπτική της συνεργασίας και της συνεννόησης των λαϊκών δυνάμεων, κομμουνιστικής και σοσιαλιστικής έμπνευσης, με τις λαϊκές δυνάμεις, καθολικής έμπνευσης, χωρίς βέβαια να εξαιρούνται και άλλοι, δημοκρατικοί πολιτικοί σχηματισμοί».
Ο πειρασμός για αναλογίες είναι ισχυρός. Βεβαίως οι διαφορές είναι δομικές και περισσότερες από τις ομοιότητες και ο ιστορικός αναγωγισμός είναι πάντα επικίνδυνος και σφαλερός. Ωστόσο, οι διανοητικές και πολιτικές προκλήσεις του καιρού μας είναι ανάλογες, η δε ανάγκη για λυσιτελείς και ρηξικέλευθες απαντήσεις είναι ίδια.
Η Ιταλία στη δεκαετία του ’70 αντιμετωπίζει οικονομική και πολιτική κρίση, το ΙΚΚ έχει το 27% έως το 34,4% των ψήφων, αλλά παραμένει εκτός κυβέρνησης από το 1947, οι νεοφασίστες, με εκλογική δύναμη γύρω στο 7%, εφαρμόζουν τη στρατηγική της έντασης και απειλούν με εμφύλιο – πρακτικές που θα αποκαλυφθούν αργότερα σαν μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου αποσταθεροποίησης, του Gladio, που περιελάμβανε τη Μαφία, τη στοά Ρ2 και την τράπεζα του Βατικανού Banco Ambrosiano.
Η Ελλάδα του 2013 δοκιμάζεται από πρωτοφανή οικονομική και κοινωνική κρίση επί σχεδόν τέσσερα χρόνια, το πολιτικό σύστημα κλονίζεται από κρίση νομιμοποίησης, ο νεοναζισμός καταγράφεται εκλογικά στο 7% και εφαρμόζει τη δική του στρατηγική έντασης, στην οποία εντάσσεται και η πρόσφατη δολοφονία του αντιφασίστα Παύλου Φύσσα. Τέλος, ένα αιφνιδίως γιγαντωμένο κόμμα της Αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ, έχει σκοράρει 27% και διεκδικεί με σοβαρές πιθανότητες την πρωτιά σε επόμενες εκλογές, άρα και τη δυνατότητα να σχηματίσει κυβέρνηση.
Κυβέρνηση της Αριστεράς ή κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας με την Αριστερά; Ο Μπερλινγκουέρ είχε θέσει το δίλημμα και είχε απαντήσει υπέρ του δεύτερου σκέλους. Την ίδια απάντηση δίνει και ο Αλέξης Τσίπρας του ΣΥΡΙΖΑ. Το κόμμα του, άλλωστε, σε ένα βαθμό είναι κληρονόμος της παράδοσης του ευρωκομμουνισμού. Για να αποκτήσει όμως περιεχόμενο η απάντηση υπέρ μιας μετωπικής δημοκρατικής κυβέρνησης, πρέπει πρώτα να υπάρξουν κι άλλες προϋποθέσεις. Κυρίως, με ποιες συμμαχίες και με ποιες πολιτικές δυνάμεις θα σχηματισθεί αυτή η κυβέρνηση; Βάσει ποίων προγραμματικών αρχών; Μπορεί να διαρκέσει μια κυβερνητική συμμαχία αν συγκολληθεί μόνο για την απόκρουση της άκρας Δεξιάς; Πολύ περισσότερο, που η λυδία λίθος για σύγκλιση θα είναι η εφαρμογή ή μη του μνημονίου λιτότητας και συνακολούθως η στρατηγική ανασυγκρότησης της χώρας.
Η νεοναζιστική απειλή γιγαντώθηκε εξαιτίας της δεινής κρίσης. Και θα ξεριζωθεί μόνο όταν θα αρχίσουν να αίρονται οι δυσμενείς επιπτώσεις της κρίσης, η ανεργία, η ύφεση, η ανασφάλεια. Το compromesso storico του Αλέξη Τσίπρα είναι κατά πολύ δυσχερέστερο από αυτό του Μπερλινγκουέρ, στο μέτρο που το ευρωπαϊκό περιβάλλον είναι δυσμενές ή και εχθρικό σε τέτοια ιστορικά πειράματα, και με δεδομένη τη διαφορετικού βαθμού εξάρτηση των δύο χωρών από ξένες δυνάμεις. Η Ιταλία του ’73 ήταν σε κρίση, αλλά δεν ήταν οιονεί αποικία χρέους, όπως η Ελλάδα του 2013. Οι δυσκολίες και οι διαφορές δεν σταματούν εδώ: για τον ιστορικό συμβιβασμό χρειάζονται περισσότεροι του ενός εταίροι. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει ο αντίστοιχος Αλντο Μόρο, ο προνομιακός συνομιλητής του χαρισματικού Μπερλινγκουέρ. Ούτε καν ένας μακιαβελικός Τζούλιο Αντρεότι ή ένας ασταθής Μπετίνο Κράξι. Εξάλλου, η ιστορική εμπειρία έδειξε εκ των υστέρων ότι παρότι ο Μπερλινγκουέρ συνέλαβε μια ιδιοφυή στρατηγική, στην πράξη το σχέδιο απέτυχε παταγωδώς και το ΙΚΚ του 34% εξαφανίστηκε.
Παρ’ όλ’ αυτά. Η στρατηγική αξία του ιστορικού συμβιβασμού παραμένει, τουλάχιστον ως αφορμή για τολμηρές συγκλίσεις και υπερβάσεις σε άλλα επίπεδα.
Via : www.kathimerini.gr