Στο δημόσιο βίο υπάρχουν δυο τρόποι να αναλάβεις δημόσιο αξίωμα. Ο ένας είναι κατ’ αξίαν: με την προσωπικότητα και τη δουλειά σου, όπως πιστοποιούνται με διαφανείς διαδικασίες.
Ο άλλος τρόπος είναι: κατ’ απονομήν. Ως ευνοούμενος. Ως κολλητός και παρατρεχάμενος. Αυτός ο τρόπος ευδοκίμησε πολύ τις τελευταίες δεκαετίες. Και στα πρόσωπα ορισμένων ξεπέρασε το όριο της πρόκλησης και της αναισθησίας.
Ορντινάντσες της κομματικής ηγεσίας, απίστευτοι τύποι, απαίδευτοι και ανάγωγοι, απέκτησαν ρόλους και αξιώματα εντελώς ασύμβατα με τις προϋποθέσεις, τις δυνατότητες και την ποιότητά τους ως άνθρωποι. Και, φυσικά, τα ευτέλισαν με την παρουσία τους.
Για παράδειγμα, μια από τις πιο θλιβερές σελίδες του μεταπολιτευτικού βίου έχει γραφεί με τις λίστες των ευρωβουλευτών που κατάρτιζαν αυθαίρετα ανά πενταετία στο ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ.
Η Αριστερά έβρισκε τον τρόπο να στέλνει στο Στρασβούργο αξιόλογα πρόσωπα. Με κορυφαίες περιπτώσεις τον Μιχάλη Παπαγιαννάκη και τον Αλέκο Αλαβάνο που τίμησαν τη χώρα με την παρουσία τους.
Τα δυο κόμματα -εναλλασσόμενης, αλλά από κοινού πλέον- εξουσίας, έβρισκαν σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και ντενεκέδες ξεγάνωτους και τους έστελναν να εκπροσωπήσουν τη χώρα στα ευρωπαϊκά όργανα.
Από τους 150 που τοποθετήθηκαν χωρίς καμιά αξιολόγηση τις τελευταίες δεκαετίες σε αυτούς τους ρόλους, είναι ζήτημα αν ο ένας στους τρεις το άξιζε ή είχε τα προσόντα. Η ανάθεση του αξιώματος δεν ήταν το επιστέγασμα μιας επιτυχημένης σταδιοδρομίας, όπως π.χ. στις περιπτώσεις του δημοσιογράφου Γιάννη Μαρίνου, ή του διπλωμάτη Χρήστου Ζαχαράκη και αρκετών ακόμη που είχαν αίσθηση της αποστολή τους και ικανότητες να τη φέρουν σε πέρας.
Ήταν ευτελής εύνοια της κομματικής ηγεσίας σε παρακοιμώμενους, σε πρόσωπα χωρίς υπόληψη, κομματόσκυλα εντελώς ακατάλληλα για το αξίωμα. Αυτές οι καλοπληρωμένες θέσεις χρησιμοποιήθηκαν ωμά ως ανταμοιβή κομματικής ή αυλικής επίδοσης, ως αντικείμενο εσωκομματικών διευθετήσεων. Πάντως, όχι ως εργαλείο εξυπηρέτησης της χώρας. Για αυτό αποτύγχαναν και στις αξιολογήσεις έπιαναν πάτο. Στην καλύτερη περίπτωση κατέβαιναν τα ακουστικά.
Όσο για την ανάμνηση που έχουν αφήσει από όπου πέρασαν, όσο καλύτερα ξεχαστεί, τόσο καλύτερα για τη χώρα.
Αν αυτό το φαινόμενο ήταν σύμπτωμα μιας εποχής απόλυτης κομματοκρατίας, η επανάληψη του σήμερα συνιστά συμβολισμό οπισθοδρόμησης. Υποδηλώνει ότι οι μηχανισμοί συναλλαγών που στήθηκαν στο παρελθόν υπάρχουν ακόμη.
Αλλά η σημερινή Ελλάδα δίνει στον εαυτό της τη χαριστική βολή όταν επιτρέπει να διαιωνίσουν την παρουσία του οι θεσιθήρες του παρελθόντος της.
Όχι γιατί δεν πρόκειται να κάνουν καλά τη δουλειά τους, όπως δεν την έκαναν ποτέ. Αλλά γιατί αυτός ακριβώς ο συμβολισμός στο εσωτερικό είναι καταλυτικός. Εκλύει οργή και εξωθεί στρώματα του πληθυσμού σε ακραίες επιλογές καταδίκης του πολιτικού συστήματος. Προκαλεί τον πολίτη και τον αναγκάζει να αντιδρά τυφλά, ρίχνοντας στη φωτιά και τα χλωρά της πολιτικής μαζί με τα ξερά.
Δείχνει την ανευθυνότητα και των σημερινών ηγεσιών που συνεχίζουν την άθλια πρακτική της διανομής αξιωμάτων κάτω από το τραπέζι. Προσβάλει την πολιτική και απαξιώνει τον πολιτικό κόσμο. Για να παραφράσω τον Γκάτσο, που μελοποίησε ο Χατζιδάκις, υποδηλώνει «Καληνύχτα, Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ»\