του Λάμπρου Τσουκνίδα
«Ο παππούς μου έλεγε: αν θες να διεκδικήσεις τα δικαιώματά σου, πρέπει πρώτα να είσαι εντάξει στις υποχρεώσεις του. Όλοι αυτοί οι υπάλληλοι είναι εντάξει;». Η σχετικά καλοντυμένη ηλικιωμένη κυρία, που με μητρικό τόνο έκανε, πρωί-πρωί χθες, τη σύσταση σε κάποιον -από τους πολλούς, δυστυχώς- που από τη φύση της εργασιακής του σχέσης δεν τολμούν ούτε να διανοηθούν να απεργήσουν, είχε απλώς ενσωματώσει στον τρόπο σκέψης της το μήνυμα που στέλνουν καθημερινά οι κάθε είδους προπαγανδιστές της ασκούμενης κυβερνητικής πολιτικής στήνοντας το σκηνικό του κοινωνικού αυτοματισμού.
Αντί να εξοργιστούμε ή απλώς να προσπεράσουμε τον διάχυτο συντηρητισμό που αναδύεται από τη γενίκευση της κάθε κυρίας, θα μπορούσαμε να (της) αντιστρέψουμε το προπαγανδιστικό τέχνασμα των απαξιωτικών συστάσεων. Να αναδεικνύουμε συνεχώς, με άλλα λόγια, κατά πόσο «είναι εντάξει» στις υποχρεώσεις της μια κυβέρνηση που διαλύοντας τις εργασιακές σχέσεις, ισοπεδώνοντας τους μισθούς, αυξάνοντας φόρους, τιμές και ανεργία, στρώνει το τραπέζι στους κάθε είδους επενδυτές που σαν γύπες εφορμούν πάνω στις σχεδιαζόμενες αποκρατικοποιήσεις. Και υπάρχει ένα θεμελιώδες κείμενο αναφοράς γι’ αυτή τη σύγκριση, το Σύνταγμα.
Αυτό το Σύνταγμα που στο άρθρο 22 ορίζει ότι «η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το κράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού». Αυτό το Σύνταγμα που με ιδιαίτερη σαφήνεια ορίζει, επίσης στο ίδιο άρθρο: «Με νόμο καθορίζονται οι γενικοί όροι εργασίας, που συμπληρώνονται από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας συναπτόμενες με ελεύθερες διαπραγματεύσεις και, αν αυτές αποτύχουν, με τους κανόνες που θέτει η διαιτησία». Ο Καταστατικός Χάρτης της πολιτείας που κατά τα άλλα όλοι τους επικαλούνται και που, για να μη μακρηγορούμε, προβλέπει πως «οποιαδήποτε μορφή αναγκαστικής εργασίας απαγορεύεται. Ειδικοί νόμοι ρυθμίζουν τα σχετικά με την επίταξη προσωπικών υπηρεσιών σε περίπτωση πολέμου ή επιστράτευσης ή για την αντιμετώπιση αναγκών της άμυνας της χώρας ή επείγουσας κοινωνικής ανάγκης από θεομηνία ή ανάγκης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία, καθώς και τα σχετικά με την προσφορά προσωπικής εργασίας στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης για την ικανοποίηση τοπικών αναγκών».
Η απλή ανάγνωση του άρθρου 22 αναδεικνύει την τεράστια απόσταση ανάμεσα στην κυβερνητική πρακτική και το πνεύμα -αλλά και το γράμμα- του Συντάγματος, η καθημερινότητα όμως αποδεικνύει πως δεν αρκεί για την απόκρουση της προσπάθειας εμπέδωσης του κοινωνικού αυτοματισμού και την υπεράσπιση του δικαιώματος στην απεργία. Δεν αρκεί, καθώς τα ίδια επικοινωνιακά κέντρα που επικαλούνται το Σύνταγμα σηκώνοντας το δάχτυλο στην κοινωνία, αποφεύγουν ακόμα και την απλή αναπαραγωγή του κειμένου του που θα αναδείκνυε την ανακολουθία.
Χρειάζεται, όμως, και μια επιπλέον προσπάθεια από τα συνδικάτα. Για τον συντονισμό των κινητοποιήσεων των διαφόρων κλάδων εργαζομένων και για τη δημιουργία εκείνης της ευρύτερης κοινωνικής συμμαχίας, που θα συμπεριλάβει και τις εκατοντάδες χιλιάδες ανέργους και η οποία θα οδηγήσει δημοκρατικά στην ανατροπή των πολιτικών λιτότητας. Μια προσπάθεια να συνδυαστεί κάθε κλαδική κινητοποίηση με την υπεράσπιση ευρύτερων κοινωνικών αιτημάτων, με την ανάδειξη και γνωστοποίηση -την ώρα της κινητοποίησης- των αιτημάτων και της πραγματικότητας που δεν βρίσκουν χώρο στα ΜΜΕ, αλλά και με την προσπάθεια της μεγαλύτερης και καλύτερης δυνατής παροχής υπηρεσιών στις υπόλοιπες κοινωνικές ομάδες -δωρέαν, για παράδειγμα, τις ώρες και ημέρες της απεργίας-, ώστε να ανατραπεί ο κοινωνικός αυτοματισμός. Η αλληλεγγύη πρέπει να γίνει καθημερινή πρακτική, που να ανατρέπει τη γραφειοκρατία και τις όποιες, όσο μειοψηφικές και αν είναι, πρακτικές που επιτρέπουν, μέσω των γενικεύσεων, τη δυσφήμιση του κόσμου της εργασίας.
Via : www.avgi.gr