του Κώστα Βεργόπουλου *

kostas-vergopoulos-630

Υπερβολική, αλλά και αποπροσανατολιστική, η αναφορά τον τελευταίο καιρό στην βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους στο μέλλον. Ενώ παράλληλα παντελώς αγνοείται το πρόβλημα της κατεπείγουσας επανεκκίνησης της ελληνικής οικονομίας και της συναφούς ανάγκης για άμεση μείωση της ανεργίας στο παρόν. Μέχρι χθες, η ελληνική κυβέρνηση αποδεχόταν και δικαιολογούσε ατέρμονες θυσίες των εργαζομένων με διατυπωμένο στόχο την απόσπαση θετικής αξιολόγησης από τους θεσμούς, που υποτίθετο ότι θα οδηγούσε στην ελάφρυνση του μη-βιώσιμου χρέους. Ωστόσο, η κυρία Λαγκάρντ εισέπραξε τα «γαλλικά» της, όταν ισχυρίσθηκε και αυτή ότι, αφού το χρέος δεν είναι βιώσιμο, προηγείται η ελάφρυνση του ώστε να γίνει βιώσιμο και επεται το πρόγραμμα διάσωσης. Ότι δεν νοείται πρόγραμμα διάσωσης για εξ ορισμού μη βιώσιμο χρέος.

Η αποθέωση της σύγχυσης επήλθε, όταν καθ’ ύλην αρμόδιος Έλληνας υπουργός, μιλώντας σε γερμανικό ακροατήριο, διαβεβαίωσε ότι το χρέος παραμένει μεν βιώσιμο για την επόμενη 6ετία, αλλά οπωσδήποτε μη-βιώσιμο στη συνέχεια. Όταν εμφανίσθηκε η κυβερνητική διχογνωμία σχετικά με την βιωσιμότητα του χρέους, ο αυτός υπουργός έσπευσε να διευκρινίσει ότι το μακροχρόνιο σκέλος του χρέους παραμένει μη-βιώσιμο, ενώ το βραχυχρόνιο μέχρι το 2022 είναι εξυπηρετήσιμο. Ο ίδιος διευκρίνισε επίσης ότι το μη βιώσιμο μακροχρόνιο σκέλος απωθεί τις μακροχρόνιες επενδύσεις από την χώρα, ότι αυτό θα πρέπει να ελαφρυνθεί, αλλά έπειτα από τη θετική αξιολόγηση, όχι πριν από αυτήν.

Ενώ το ΔΝΤ ισχυρίζεται ότι το τρέχον τρίτο πρόγραμμα διάσωσης δεν βγαίνει και θα αποτύχει, με συνέπεια οι θεσμοί να χάσουν όσα επενδύουν σε αυτό, η ελληνική κυβέρνηση επιμένει να διεκδικεί την επιτυχή εφαρμογή του προγράμματος, με την προσδοκία ότι στη συνέχεια θα επιβραβευθεί στο ζήτημα του χρέους. Μοιραία αυτό θυμίζει την προκάτοχο της κυβέρνηση, η οποία είχε θέσει ως στόχο της να αποδείξει ότι είναι σε θέση να εφαρμόσει με ακρίβεια τους όρους του δεύτερου Μνημονίου, προκειμένου να νομιμοποιηθεί να ζητήσει στη συνέχεια ελάφρυνση του χρέους και χαλάρωση του προγράμματος. Να αποδείξει δηλαδή ότι μπορεί να εξυπηρετεί ένα πρόγραμμα μη εξυπηρετήσιμο, για να ζητήσει στη συνέχεια ελάφρυνση του, επειδή δεν είναι εξυπηρετήσιμο. Τέλος πάντων, είναι ή δεν είναι βιώσιμο το χρέος μας;

Πολλαπλές απαντήσεις δίδονται, ανάλογα με το ακροατήριο: μια για εσωτερική κατανάλωση, άλλη προς Γερμανούς επενδυτές, άλλη προς το ΔΝΤ. Αλλά και ανάλογα με το βάθος χρόνου: βιώσιμο το βραχυμεσοπρόθεσμο, μη βιώσιμο το μακροχρονοπρόθεσμο. Ωστόσο, το χρέος είναι ένα και δεν διακρίνεται σε μακροπρόθεσμο και βραχυπρόθεσμο, ενώ αγνοείται ή παρασιωπάται ότι έχει ήδη δοθεί «περίοδος χάριτος» για την εκτός τόκων εξυπηρέτηση του μέχρι το 2022. Ωστοσο, εφ’ όσον μόνον οι τόκοι απορροφούν ήδη άνω του 3% του ΑΕΠ, αυτό συνεπάγεται ότι για να γίνει βιώσιμη η εξυπηρέτησή τους, θα πρέπει η οικονομία να αυξάνεται με ρυθμό τουλάχιστον ανώτερο του 3%, ενώ επί του παρόντος αυτή παραμένει σε αρνητικούς ρυθμούς.

Για την επόμενη 6ετία, το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα της χώρας δεν είναι το χρέος, αλλά η επανεκκίνηση και ανάκαμψη της οικονομίας εδώ και τώρα.

Επ’ αυτού η συζήτηση και ο προβληματισμός παραμένουν ανυποψίαστοι έως ανύπαρκτοι. Εκτός από την εσπευσμένη, αλλά οπωσδήποτε καθυστερημένη εκταμίευση των ευρωπαϊκών κονδυλίων που για χρόνια παρέμεναν αναξιοποίητα στα ράφια, δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιο ελάχιστο πρόγραμμα ούτε καν προτάσεις για την αναθέρμανση της οικονομίας. Το διαβόητο «παράλληλο πρόγραμμα» παραμένει στο στάδιο της φαντασίας. Ο αναπτυξιακός νόμος στις ελληνικές καλένδες. Πέρασε ο Μάρτιος του 2016, έφθασε η Άνοιξη, αλλά ουδέν αναφαίνεται ούτε καν στον ορίζοντα. Η κυβέρνηση παραμένει άφωνη επ’ αυτού επικαλούμενη το άχθος του χρέους, που όμως δεν τίθεται τόσο ασφυκτικά για τα επόμενα 6 έτη, όσο η επανεκκίνηση στο παρόν.

Η επισήμανση ότι η μη εξυπηρετησιμότητα του χρέους σε βαθος χρόνου αποτρέπει τις μακροχρόνιες επενδύσεις στο παρόν είναι οπωσδήποτε βάσιμη. Ωστόσο, η χώρα βρίσκεται σε ακόμη δεινότερη θέση, αφού το έλλειμμα της δεν είναι μόνον στις μακροχρόνιες επενδύσεις, αλλά εξ ίσου δραματικό και στις βραχυχρόνιες. Οι μακροχρόνιες επενδύσεις θα ήσαν οπωσδήποτε η ιδανική λύση για τη χώρα, όμως και οι μεσο-βραχυπρόθεσμες δεν θα ήσαν κακές για τη μεταβατική περίοδο μέχρις ότου εξασφαλισθεί η επάνοδος στην ομαλότητα. Το δράμα είναι ότι ενώ υπάρχει έλλειμμα και υστέρηση σε όλες τις κατηγορίες επενδύσεων, η κυβέρνηση επισείει το ζήτημα μόνον για τις άριστες των επενδύσεων, αγνοώντας ότι αυτή τη στιγμή ακόμη και λιγότερο καλές επενδύσεις δεν θα ήσαν καθόλου κακές για τη χώρα, αφού θα συνέβαλαν οπωσδήποτε στη μείωση της ανεργιας, έστω για κάποιο περιορισμένο χρονικό διάστημα. Ενώ η χώρα αντιμετωπίζει δραματικό πρόβλημα απο-επένδυσης σε ολους τους κλάδους, η κυβέρνηση, για να καλύψει την υπερπροσήλωση της στο ζήτημα του χρέους, επικαλείται μόνον την ανάγκη των «τέλειων» επενδύσεων, παρασιωπώντας ότι αυτή τη στιγμή θα ήσαν ευπρόσδεκτες ακόμη και οι λιγότερο «τέλειες». Το πρόβλημα είναι ότι μέχρι σήμερα και για το ορατό μέλλον, ουδείς γνωρίζει σε ποιους τομείς και κλάδους θα πρέπει αυτές να τοποθετηθούν ώστε να έχουν τη μέγιστη ωφέλεια για την οικονομία και την απασχόληση.

Το άλλο ζήτημα είναι ότι στις σημερινές συνθήκες της παγκόσμιας οικονομίας, μακροχρόνιες επενδύσεις δεν υπάρχουν σε καμιά χώρα του κόσμου. Κατά κανόνα, ο όγκος των επενδύσεων μειώνεται συνεχώς και οι μακροχρόνιες εξ αυτών έχουν ήδη σχεδόν εκλείψει. Η Κίνα που μέχρι πρόσφατα προσέλκυε το μεγαλύτερο όγκο επενδύσεων στον κόσμο, σήμερα αποσταθεροποιείται και απειλείται από την επιταχυνόμενη εκροή επενδύσεων και κεφαλαίων, την οποία επιχειρεί να αντισταθμίσει δαπανώντας τα τεράστια αποθεματικά της. Η Βραζιλία, η Ρωσία, οι αναπτυσσόμενες χώρες και η παγκόσμια οικονομία αποσταθεροποιούνται σήμερα λόγω της εκροής κεφαλαίων και επενδύσεων. Ακόμη και η Γερμανία πάσχει από σοβαρό έλλειμμα μακροχρόνιων επενδύσεων, όπως επισημαίνει ο ΟΟΣΑ. Πόσο μακράν της πραγματικότητος θα πρέπει να βρίσκεται σήμερα στην Ελλάδα κάποιος για να βασίζει την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας στην προσέλευση μακροχρόνιων επενδύσεων; Προηγούνται πολλές προϋποθέσεις για να προσέλθουν οι μακροχρόνιες επενδύσεις σε μια χώρα στην οποία έχει καταπέσει κάθε δυναμική και σε μια εποχή στην οποία οι επενδύσεις αυτού του είδους σπανίζουν όλο και περισσότερο σε παγκόσμια κλίμακα.

Δεν είναι η πρώτη φορά που κυβερνητικοί φορείς βρίσκονται εκτός πραγματικότητος. Πρόσφατα η αυτή κυβερνητική πηγή είχε εκφράσει την απόλυτη εκτός τόπου και χρόνου προτίμηση της για επενδύσεις σε κλάδους με διεθνή ανταγωνιστικότητα και υψηλό συντελεστή προστιθέμενης αξίας. Όμως, αυτού του είδους οι επενδύσεις δεν αυξάνουν την απασχόληση των εργαζομένων, αλλά τη μειώνουν ακόμη περισσότερο. Το πρόβλημα για την Ελλάδα δεν είναι γενικό και θεωρητικό, αλλά πολύ συγκεκριμένο και πρακτικό. Εφ’ όσον η προτεραιότητα οφείλει να δίδεται στην απασχόληση, τότε κάθε είδους επένδυση είναι ευπρόσδεκτη, ιδίως στις υποδομές της χώρας που υστερούν δραματικά και αποτελούν πραγματικό αντικίνητρο για οποιαδήποτε επένδυση.

Ωραίες οι ιδέες για εσωτερική κατανάλωση τα περί διεθνούς ανταγωνιστικότητος και υψηλής προστιθέμενης αξίας, αλλά αυτά αποτελούν πολυτέλεια σε μια χώρα που πρέπει να λύσει άμεσα και με οποιοδήποτε τρόπο, ακόμη και εμβαλωματικό και προσωρινό, τα πιο στοιχειώδη προβλήματα που απειλούν ακόμη και την απλή επιβίωσή της. Η αναντιστοιχία ανάμεσα στα συγκεκριμένα προβλήματα της χώρας και στις απαντήσεις ορισμένων αρμοδίων οδηγεί μοιραία κάποιους να διερωτώνται:γιατί άραγε τόση υπερπροσήλωση σε στόχους μελλοντικους και ανέφικτους, όπως στις μακροχρόνιες επενδύσεις και στην υψηλή προστιθέμενη αξία; Μήπως η σκιαμαχία για το μέλλον καλύπτει το έλλειμμα διατύπωσης πιο «ταπεινών» στόχων στο παρόν, όπως η επανεκκίνηση της οικονομίας και η άμεση καταπολέμηση της ανεργίας;

*Ο κ.Κώστας Βεργόπουλος είναι Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Paris VIII

Via : www.huffingtonpost.gr