Της Ελενας Ακρίτα
Ο τίτλος η «Χώρα της Μαρμότας» είναι παράφραση του τίτλου της κινηματογραφικής ταινίας «Η Μέρα της Μαρμότας». Μια αλληγορική ιστορία όπου ο ήρωας ξυπνάει κάθε πρωί για να ανακαλύψει ότι πάντα του συμβαίνει το ίδιο με την προηγούμενη. Ζει την ίδια μέρα ξανά και ξανά και ξανά. Η ζωή του επαναλαμβάνεται. Ξανά και ξανά και ξανά. Μέχρι να πάρει κάποτε το μήνυμα. Κάποτε. Μέχρι να αντιδράσει. Κάποτε.
Οταν βαριέσαι μια ερωτική σχέση, χωρίζεις. Οταν βαριέσαι ένα ρούχο, το χαρίζεις. Οταν βαριέσαι ένα χτένισμα το αλλάζεις. Οταν βαριέσαι παιχνίδια τα μοιράζεις.
Οταν βαριέσαι μια χώρα; Τι κάνεις όταν βαριέσαι μια χώρα;
– Τη χωρίζεις;
– Τη χαρίζεις;
– Την αλλάζεις;
– Τη μοιράζεις;
Είμαι Ελληνίδα. Είμαι περήφανη που είμαι Ελληνίδα. Γιατί κι αν δεν ήμουν περήφανη, πάλι Ελληνίδα θα ήμουνα. Δεν είναι να πεις ότι θα είχα βάσιμες ελπίδες να έχω γεννηθεί σε καντόνι. Να είμαι πιχί ελβετίδα υπήκοος. Γιατί τότε το μόνο μου άγχος σε αυτή τη ζωή θα ήταν αν πάει 3 λεπτά μπροστά ή πίσω ο ελβετικός (ΜΟΥ) κούκος. Ή αν σιχαίνομαι την πραλίνα στην ελβετική (ΜΟΥ) σοκολάτα.
Είμαι Ελληνίδα. Γέννημα θρέμμα στη Χώρα της Μαρμότας. Οσα ζω τα έχω ζήσει. Οσα έζησα τα ζω. Ξανά και ξανά και ξανά. Κι εσύ, πατριωτάκι… Εσύ που νόμιζες πως η ανακύκλωση είναι για μπαταρίες, κι όχι για ανθρώπινες ζωές, είσαι απλώς ηλίθιος. Είσαι απλώς κορόιδο. Είσαι απλώς υπήκοος στη Χώρα της Μαρμότας.
Στην ίδια χώρα, στο ίδιο μαιευτήριο, στη διπλανή θερμοκοιτίδα, γεννήθηκαν και οι έλληνες πολιτικοί. Γι’ αυτό και δεν έχουν κανένα απολύτως πρόβλημα να κάνουν τα ίδια λάθη ξανά και ξανά και ξανά. Να τα χρεώνουν στον αντίπαλό τους πολιτικό ξανά και ξανά και ξανά. Να λένε ψέματα ξανά και ξανά και ξανά. Να υπόσχονται τις ίδιες μπαρούφες ξανά και ξανά και ξανά. Να ακυρώνονται από την ιστορία ξανά και ξανά και ξανά. Να μην ιδρώνει το αυτί τους ξανά και ξανά και ξανά. Και να τραβούν προς τη δόξα ξανά. Και ξανά και ξανά.
Αυτοί στη δόξα. Εμείς στη λόξα…
Βαρέθηκα, σιχάθηκα, μπούχτισα, μπάφιασα, άλλο δεν μπορώ. Τη βαρέθηκα πια αυτή τη Χώρα της Μαρμότας: θέλω διαζύγιο και το θέλω τώρα. Αρκετά σκεφτόμουνα «τι θα πει ο κόσμος». Αρκετά έκανα υπομονή «για τα παιδιά». Τώρα πια δεν υπάρχει άλλοθι. Χέστηκα τι θα πει ο κόσμος. Και τα παιδιά μεγάλωσαν. Αποκαταστάθηκαν τα πουλάκια μου, τα μισά άνεργα, τα άλλα μισά ξενιτεμένα!
Δεν αντέχω, θέλω διαζύγιο. Συναινετικό, αυτόματο, ημιαυτόματο, με ταχύτητες, με αερόσακο, με αντιδικία, συκοφαντίες, με κέρατο, με διατροφή – ό,τι να ‘ναι! Και – προκειμένου να σε ξεφορτωθώ – σ’ τα δίνω όλα! Τα ασημένια κουταλάκια, την τηλεόραση την ελτζί, το σετ μαχαιριών απ’ τις τηλεπωλήσεις, της μάνας σου το δαχτυλίδι, τη μάνα σου την ίδια, της θείας σου το γκομπλέν, της θείας σου γενικώς – αï σιχτίρ πια! Πάρ’ τα όλα και τσακίσου – δεν με νοιάζει. Θέλω διαζύγιο. Η χώρα αυτή κι εγώ δεν χωράμε πια στο ίδιο σπίτι. Ή αυτή θα φύγει ή εγώ.
Θα μου πεις, τώρα θα φύγεις; Τώρα βρε, πάνω στο καλύτερο; Αφού ώσπου να φτάσεις στην εξώπορτα, θα έχει αρχίσει η ανάπτυξη. Μέχρι το ασανσέρ, θα κάνουν ουρά οι επενδυτές. Μέχρι το ισόγειο, θα προσγειώνεται το μισό Κατάρ. Μέχρι να βγεις στον δρόμο θα έχουν ανοίξει 300.000 θέσεις εργασίας. Θες 400.000; Θες 500.00; Οσες θες, δικό μου είναι το πληκτρολόγιο, ό,τι μου γουστάρει γράφω.
Γι’ αυτό – συγγνώμη κιόλας – αλλά δεν καταλαβαίνω μερικούς συμπατριώτες μας. Μες στην γκρίνια και τη μίρλα, αυτό το μπίρι μπίρι μπίρι μες στ’ αυτί μου. Γιατί, μανάρι μου; Μπορεί να σου κάνανε τον μισθό πουρμπουάρ αλλά έρχεται η ανάπτυξη. Μπορεί το παιδί σου να μοιράζει τα βιογραφικά του στα παρμπρίζ σαν διαφημιστικά πιτσαρίας αλλά έρχεται η ανάπτυξη. Μπορεί να μη βάλεις πετρέλαιο αλλά ΑΝ επιβιώσεις, έρχεται η ανάπτυξη.
Ερχεται η ανάπτυξη. Ερχεται η ανάπτυξη. Ερχεται η ανάπτυξη. Στη Χώρα της Μαρμότας. Στη Χώρα της Μαρμότας. Στη Χώρα της Μαρμότας. Κάθε μέρα. Κάθε μέρα. Κάθε μέρα. Ξανά. Ξανά. Ξανά.
Μέχρι να πάρεις κάποτε το μήνυμα. Μέχρι να αντιδράσεις… Κάποτε…
Κάποτε λέγαμε «Ελληνας γεννήθηκα κι Ελληνας θα πεθάνω».
Τώρα λέμε «Ελληνας γεννήθηκα – πού στα τσακίδια θα πεθάνω;».
via Η χώρα της μαρμότας.