Ο κύκλος των φτηνών βιοτεχνιών ενδυμάτων μεταφέρεται από χώρα σε χώρα
της Κατερίνας Κοντίνη
Εκατομμύρια Ευρωπαίοι και Αμερικανοί έχουν στην ντουλάπα τους τουλάχιστον ένα από τα ρούχα που κατασκευάζονταν σε μία από τις βιοτεχνίες ενδυμάτων, οι οποίες στεγάζονταν στο οκταώροφο κτίριο που κατέρρευσε στο Μπανγκλαντές. Το Rana Plaza κατέρρευσε στις 24 Απριλίου, σκοτώνοντας περισσότερους από 400 ανθρώπους. Ανάμεσα στις εταιρίες που προμηθεύονταν από τις βιοτεχνίες του, είναι η αμερικανική Wal-Mart, η βρετανική Primark, η ισπανική Mango και η ιταλική Benetton.
Με συνολικά 3,6 εκατομμύρια εργάτες και εξαγωγές που ξεπέρασαν τα 13 δισεκατομμύρια ευρώ το περασμένο έτος, το Μπανγκλαντές είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας ενδυμάτων στον κόσμο, μετά την Κίνα. Οι εργάτες κερδίζουν λιγότερο από 30 ευρώ τον μήνα, υπό τραγικές συνθήκες εργασίας. Ενδεικτικά, ράβουν ένα παντελόνι τζιν ανά έξι λεπτά, πολλές φορές επί 12 ώρες την ημέρα.
Πολυεθνικές επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου απευθύνονται σε βιοτεχνίες που βρίσκονται στον Μπανγκλαντές, για προμήθεια ενδυμάτων, αναζητώντας τις χαμηλότερες δυνατές τιμές. Με τη σειρά τους, οι τοπικοί παραγωγοί μειώνουν τους μισθούς, αλλά και τα χρήματα που ξοδεύουν για τη συντήρηση και ασφάλεια των κτιρίων.
Στο Rana Plaza εργάζονταν 3.122 εργάτες. Μία ημέρα πριν, είχαν παρατηρήσει μία μεγάλη ρωγμή στο κτίριο. Παρά την εντολή της αστυνομίας για άμεση εκκένωση, οι επικεφαλής των βιοτεχνιών αποφάσισαν να συνεχίσουν τις εργασίες. Πρόκειται για το τελευταίο περιστατικό, και το πλέον πολύνεκρο, σε μία σειρά από πυρκαγιές σε βιοτεχνίες και καταρρεύσεις κτιρίων, που από το 2005 έχουν στοιχίσει τη ζωή σε περισσότερους από 900 ανθρώπους, ενώ χιλιάδες είναι οι τραυματίες.
Οι πολυεθνικές υποστηρίζουν συνήθως ότι έχουν εξασφαλίσει πως τα ρούχα που πωλούνται στη δύση κατασκευάζονται σε ασφαλή εργοστάσια. Οι επιθεωρητές όμως, συνήθως ελέγχουν τους κώδικες ασφαλείας και τις συνθήκες εργασίας, αλλά όχι την ίδια την ασφάλεια των κτιρίων. Αυτό συνέβη μάλιστα και στο Rana Plaza, καθώς μία ομάδα επιθεωρητών με βάση τις Βρυξέλλες (Business Social Compliance Initiative) παραδέχθηκεότι είχε εγκρίνει δύο από τις βιοτεχνίες, χωρίς όμως να επιθεωρήσει το ίδιο το κτίριο.
Η Benetton έσπευσε να διαψεύσει ότι προμηθευόταν ρούχα από τις συγκεκριμένες βιοτεχνίες. Λίγο αργότερα όμως, όταν φωτογραφίες με ρούχα της πεταμένα στα χαλάσματα είδαν το φως της δημοσιότητας, η εταιρία ανέφερε ότι ένας από τους προμηθευτές της συνεργαζόταν με μία από τις βιοτεχνίες. Μάλιστα, σημειώνει ότι ήδη πριν το ατύχημα τον είχε αφαιρέσει από τον κατάλογο των προμηθευτών της, καθώς δεν ανταποκρινόταν στα αυστηρά πρότυπά της.
Μία ομάδα Μη Κυβερνητικών Οργανώσεωνέχει καλέσει τις πολυεθνικές να ενταχθούν σε ένα πρόγραμμα που θα θεσπίσει ανεξάρτητες επιθεωρήσεις, επιτροπές που θα ελέγχουν την ασφάλεια των χώρων εργασίας και θα εξετάσουν τις βασικές στρατηγικές για την πρόληψη των πυρκαγιών. Μέχρι στιγμής όμως, μόνο δύο εταιρίες έχουν συμφωνήσει (η Phillips Van Heusen, που αντιπροσωπεύει μάρκες όπως Calvin Klein και Tommy Hilfiger, και η γερμανική Tchibo), ενώ η πλειοψηφία αρνήθηκε.
Πολλές εταιρίες σκέφτονται να εγκαταλείψουν το Μπανγκλαντές. Ήδη, τον Μάρτιο η Walt Disney αποφάσισε τη διακοπή της παραγωγής εμπορευμάτων στη χώρα, ύστερα από μία πυρκαγιά σε εργοστάσιο με περισσότερους από 100 νεκρούς.
Η αποχώρηση όμως των πολυεθνικών και το μποϊκοτάζ δεν πρόκειται να βελτιώσουν τις συνθήκες εργασίας στο Μπανγκλαντές. Όπως αναφέρει ο Vijay Prashad σε άρθρο του στην εφημερίδα Guardian, οι εργαζόμενοι χρειάζονται ισχυρή υποστήριξη προκειμένου να οργανωθούν. «Οι Μπανγκλαντεσιανοί είναι ικανοί να οργανωθούν από μόνοι τους. Αυτό που χρειάζονται είναι πολιτική υποστήριξη. Είναι επίσης αναγκαία μία ξεκάθαρη αντιπολίτευση όχι απέναντι στον έναν και στον άλλο βιοτέχνη, αλλά στο ίδιο το σύστημα που παράγει θύλακες χαμηλόμισθων οικονομιών στον νότο προκειμένου να τροφοδοτήσουν έναν σύστημα κατανάλωσης στον βορρά, που βασίζεται στο χρέος».
Τα τελευταία 200 χρόνια, οι φτηνές βιοτεχνίες ενδυμάτων μεταφέρονται από χώρα σε χώρα. Κάθε φορά που οι εργάτες απαιτούν ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο, απορρίπτονται. Η βιομηχανία αλλάζει συνεχώς προκειμένου να βρίσκεται πάντα μπροστά από τις νομοθετικές αλλαγές, αναζητώντας τη μικρότερη αντίσταση από την πλευρά των εργαζομένων.
Αυτός ο κύκλος έχει και τα θετικά του, όπως υποστηρίζουν κάποιοι, καθώς δίνει μία εναλλακτική λύση σε φτωχούς κατοίκους αγροτικών περιοχών. Περιλαμβάνει όμως κυρίως δεινά, όπως την πολυετή καθυστέρηση της αύξησης του κατώτατου μισθού στο Μπανγκλαντές, τη δίωξη και δολοφονία συνδικαλιστών, παιδική εργασία και γενιές εργατών που απολύονται χωρίς καμία προειδοποίηση. Στο πλαίσιο αυτό, προστίθενται και τραγωδίες, όπως εκείνη του Rana Plaza.
Το πιο λυπηρό όμως είναι, όπως αναφέρει ο M. T. Anderson στους New York Times, ότι χρειάζεται μόλις μία αύξηση της τάξεως του 1-3% στην τιμή κάθε ενδύματος που κατασκευάζεται σε αυτές τις «χαμηλού κόστους» βιομηχανίες, προκειμένου να έχουν ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο και ασφαλέστερες συνθήκες εργασίας οι εργαζόμενοι. Όμως αυτό το 1-3% θα πρέπει να περάσει μέσα από διοικητικά συμβούλια, προμηθευτές και μεσάζοντες, προκειμένου να φτάσει σε εκείνους που το έχουν πραγματικά ανάγκη.
Via : www.enet.gr