Γράφει η Λίνα Γιάνναρου
Πολύς λόγος γίνεται για την αδυναμία των ελληνικών νοικοκυριών να αντεπεξέλθουν ακόμα και στα βασικά έξοδα και να διαχειριστούν την καθημερινότητά τους με τους μειωμένους μισθούς και συντάξεις. Μολονότι ο καθένας ορίζει με τον δικό του τρόπο το πρόβλημα, ανάλογα με το επίπεδο ζωής του, η υλική στέρηση, η στέρηση δηλαδή βασικών αγαθών και υπηρεσιών, δεν είναι κάτι αφηρημένο, αλλά είναι κάτι σαφές και μετρήσιμο.
Αφορά συγκεκριμένα κριτήρια: τη δυσκολία ικανοποίησης έκτακτων οικονομικών αναγκών, την αδυναμία κάλυψης εξόδων για διακοπές μιας εβδομάδας τον χρόνο, την αδυναμία διατροφής που να περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας ή ψάρι, την αδυναμία πληρωμής για ικανοποιητική θέρμανση της κατοικίας, την έλλειψη βασικών αγαθών, όπως πλυντήριο ρούχων, έγχρωμη τηλεόραση, τηλέφωνο ή αυτοκίνητο, την αδυναμία αποπληρωμής δανείων ή αγορών με δόσεις και τις δυσκολίες στην πληρωμή πάγιων λογαριασμών.
Σε συνθήκες υλικής στέρησης είναι αυτός που, σύμφωνα με τους ειδικούς, λόγω οικονομικών δυσκολιών στερείται τεσσάρων τουλάχιστον βασικών αγαθών και υπηρεσιών από τα παραπάνω. Και όπως προκύπτει από στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Ελληνική Στατιστική Αρχή, στο πλαίσιο της Ερευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών 2015, δεν αφορά μόνο τα φτωχά νοικοκυριά, όσα δηλαδή έχουν εισόδημα ίσο ή μικρότερο από το κατώφλι της φτώχειας, αλλά εμφανίζεται διευρυμένη, πλήττοντας σαφώς πια και τη μεσαία τάξη.
Φτωχά νοικοκυριά
Το 2015, το ποσοστό του πληθυσμού που στερείτο τέσσερις από τις κατηγορίες, έφτασε το 22,2%, έναντι 21,5% το 2014 και 12,8% το 2005, προ κρίσης. Ο δείκτης αυξάνεται σταθερά από το 2009 και μετά. Παρατηρείται ότι σε σχέση με το 2014 η αύξηση του ποσοστού είναι μεγαλύτερη στα παιδιά έως και 17 ετών (25,7% έναντι 9,9% το 2005). Για τους πολίτες άνω των 65 ετών, το ποσοστό στέρησης έχει σημειώσει μικρή πτώση από το 2014 κατά 0,3% και ανέρχεται στο 15,2%. Το αντίστοιχο ποσοστό το 2005 ήταν 19,4%. (Σημειώνεται ότι κατά τη διάρκεια διεξαγωγής της έρευνας δεν είχε εφαρμοστεί ακόμη η κατάργηση του ΕΚΑΣ).
Ειδικότερα, το ποσοστό των φτωχών νοικοκυριών που δηλώνουν ότι δεν μπορούν να πληρώσουν για μια εβδομάδα διακοπών φτάνει το 87,1%, ενώ στα μη φτωχά νοικοκυριά το ποσοστό φτάνει το 44,8% (53,4% στο σύνολο). Το ποσοστό των φτωχών νοικοκυριών που δεν μπορούν να έχουν στο τραπέζι κάθε δεύτερη μέρα θρεπτικό φαγητό αγγίζει το 52,5% στα φτωχά νοικοκυριά, αλλά δεν ξεπερνά το 1,8% στα μη φτωχά (12% στο σύνολο). Η αντιμετώπιση έκτακτων αλλά αναγκαίων δαπανών ύψους περίπου 410 ευρώ είναι αδύνατη για το 87,2% των φτωχών νοικοκυριών και για το 44,5% των μη φτωχών νοικοκυριών (ή για το 53,2% συνολικά).
Το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν αδυναμία να έχουν ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα ανέρχεται σε 29,2% (50,8% για τα φτωχά νοικοκυριά), ενώ το 52,4% του συνόλου των νοικοκυριών που έχουν λάβει καταναλωτικό δάνειο δηλώνει ότι δυσκολεύεται πάρα πολύ στην αποπληρωμή αυτού ή των δόσεων. Συνολικά, το 41% των ελληνικών νοικοκυριών δηλώνει δυσκολία στην πληρωμή του ενοικίου (ή της δόσης δανείου της κύριας κατοικίας) και το 40,6% στην πληρωμή των πάγιων λογαριασμών. Για τα φτωχά νοικοκυριά, τα αντίστοιχα ποσοστά φτάνουν το 64,7% και το 60,9%.
Αυτή τη στιγμή, το 75,9% των φτωχών νοικοκυριών αναφέρει μεγάλη δυσκολία στην αντιμετώπιση των συνήθων αναγκών με το υπάρχον εισόδημά τους. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι το 21,3% των φτωχών νοικοκυριών δεν διαθέτει τουλάχιστον ένα Ι.Χ. αυτοκίνητο και το 17,9% δεν διαθέτει ηλεκτρονικό υπολογιστή αν και τον χρειάζεται.
Σύμφωνα με την έρευνα, επίσης, το 28,1% του πληθυσμού ζει σε σπίτια με στενότητα χώρου (το ποσοστό στα φτωχά νοικοκυριά εκτοξεύεται στο 42%), ενώ 28,8% των νοικοκυριών αντιμετωπίζουν ελλείψεις βασικών ανέσεων στην κατοικία τους. Για παράδειγμα, το 15,2% του συνόλου των νοικοκυριών έχει διαρροή στη στέγη ή υγρασία.
Επίπτωση παντού
Η οικονομική στενότητα επηρεάζει όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων μας. Για παράδειγμα, για ένα σημαντικό ποσοστό του γενικού πληθυσμού (άνω των 16 ετών), που φτάνει το 18,4% (και το 34,8% για τον φτωχό πληθυσμό), δεν υπάρχει η οικονομική δυνατότητα της εξόδου με φίλους ή συγγενείς για ποτό ή φαγητό έστω και μια φορά τον μήνα. Το 10,1% του γενικού πληθυσμού επίσης δεν μπορεί να αντεπεξέλθει οικονομικά όσον αφορά τη σύνδεση στο Ιντερνετ στο σπίτι (22,4% του φτωχού πληθυσμού). Σε ό,τι αφορά την οικονομική ανισότητα, εμφανίζεται αμετάβλητη σε σχέση με το 2014. Παραμένει δηλαδή στο 6,5: το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 6,5 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο του εισοδήματος του φτωχότερου 20% του πληθυσμού. Το 25% του πληθυσμού με το χαμηλότερο εισόδημα κατέχει το 8,9% του συνολικού εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος, ενώ το 25% του πληθυσμού με το υψηλότερο εισόδημα κατέχει το 47,2% του συνολικού εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος. Το πρώτο ποσοστό μειώθηκε σε σχέση με το 2014 κατά 0,1%, ενώ το δεύτερο ποσοστό αυξήθηκε κατά 0,5%.
Via : www.kathimerini.gr