του Φίλιππου Νικολόπουλου
Τον τελευταίο καιρό σε πολλές περιπτώσεις παρατηρούμε έναν αυξανόμενο «υπερβάλλοντα ζήλο» ορισμένων τμημάτων των αστυνομικών δυνάμεων όσον αφορά τη λεγόμενη «επιβολή της τάξης». Παραπέμπουμε στη συμπεριφορά αστυνομικών οργάνων απέναντι σε νεαρά άτομα, που ανήκαν σε ομάδες ένοπλης επαναστατικής πάλης και συνελήφθησαν για ληστείες τραπέζης στο Βελβεντό Κοζάνης, στον τρόπο που άρχισαν να διεξάγονται οι αστυνομικές έρευνες για τον γνωστό εμπρησμό (που μπορεί να ήταν και απλή προβοκάτσια) στις Σκουριές Χαλκιδικής, στον τρόπο επέμβασης των ΜΑΤ στην Ιερισσό και σε άλλα παρόμοια περιστατικά.
Φυσικά δεν πέφτουμε στην παγίδα της απεριόριστης γενίκευσης ώστε να κατηγορήσουμε συλλήβδην όλα τα αστυνομικά όργανα για απαράδεκτη φασίζουσα συμπεριφορά. Σαφώς και υπάρχουν όργανα της τάξης και αξιωματικοί που σέβονται τον νόμο, τα ατομικά και ανθρώπινα δικαιώματα, και γνωρίζουν τα όριά τους όσον αφορά τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντά τους. Όμως επισημαίνουμε ότι τμήματα του συνολικού αστυνομικού σώματος -ειδικά εκείνα των ειδικών δυνάμεων- παρουσιάζουν τον τελευταίο καιρό, φυσικά με ανοχή των πολιτικών τους προϊσταμένων, αυταρχικότατη συμπεριφορά, που παραβιάζει τη νομιμότητα και δεν σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, στο όνομα τελικά της υποτιθέμενης αποκατάστασης της «διασαλευθείσας έννομης τάξης».
Ωστόσο αποτελεί πάγια νομική κατάκτηση το ότι η αστυνομική έρευνα για εξιχνίαση οποιωνδήποτε εγκλημάτων πρέπει να είναι σύμφωνη με τον νόμο και δεν μπορεί να προσβάλλει συνταγματικά και ανθρώπινα δικαιώματα. Έτσι, τουλάχιστον, επιτάσσει στοιχειωδώς η έννοια του κράτους δικαίου, διαφορετικά έχουμε να κάνουμε με κράτος αστυνομικής και κρατικής αυθαιρεσίας.
Αυτό ισχύει ακόμη κι αν η έρευνα αποσκοπεί στη σύλληψη των λεγόμενων «τρομοκρατών», οι οποίοι, τελικά, αν δεν είναι προβοκάτορες ή επιπόλαιοι «παρορμητικοί της βίας», αποτελούν αγωνιστές που πιστεύουν στην ένοπλη επαναστατική πάλη και στρέφονται εναντίον πόλων δύναμης ή συμβόλων του αστικού καθεστώτος, που, κατά την άποψή τους, δεν μπορεί νʼ αλλάξει διά της κοινοβουλευτικής ή ευρύτερα της δημοκρατικής οδού. Ανεξάρτητα αν εμείς διαφωνούμε μʼ αυτή την αγωνιστική μέθοδο και θεωρούμε ότι διακατέχονται από απλοϊκές αντιλήψεις για το πώς σήμερα μέσα στη σύγχρονη πολύπλοκη κοινωνία μπορούν να γίνουν ριζοσπαστικές αλλαγές, δεν μπορούμε να τους θεωρήσουμε «υπανθρώπους» στερούμενους των συνταγματικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ακόμη δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι, συγκριτικά με κοινούς ποινικούς, που διαπράττουν βίαια εγκλήματα για ιδιοτελείς και προσωπικούς λόγους, έχουν έναν αξιακό κόσμο που χρήζει κάποιας άλλης προσοχής, αν φυσικά είναι γνήσιοι στο είδος τους ( δηλ. δεν αποτελούν προβοκάτορες) και δεν διαπράττουν πράξεις που θέτουν σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα και τη ζωή αθώων πολιτών και δεν παραβιάζουν τα δικαιώματά τους.
Εξάλλου όταν μιλάμε για «πάταξη της παρανομίας» ας μην ξεχνούμε τι παράδειγμα δίνει αυτή η ίδια η ηγεσία του πολιτικού συστήματος της χώρας και η Δημόσια Διοίκηση (μιλώ διαχρονικά και όχι για μία μόνο κυβέρνηση της χώρας) σχετικά με την τήρηση του νόμου: Ποιος είναι πιο επικίνδυνος παράνομος τελικά, ο αφελής δεκαοκτάρης που προσπαθεί να ληστέψει μια τράπεζα για υποτιθέμενους επαναστατικούς σκοπούς ή ένα οργανωμένο κύκλωμα πολιτικών προσώπων ή στελεχών της Δημόσιας Διοίκησης που καταληστεύουν το δημόσιο χρήμα; Η διαφθορά ποιους βαραίνει κυρίως;
Αυτή η προσωνυμία, «τρομοκράτης», απαιτεί επιτακτικά διευκρινίσεις. Κάθε πολίτης, που εναντιώνεται με βία (ανεξάρτητα των δικών μας διαφωνιών και δικών μας αντιλήψεων περί δημοκρατικού αγώνα) σε ένα οικονομικό και πολιτικό καθεστώς, που το θεωρεί εκμεταλλευτικό, άδικο και υποκριτικό «δεν τρομοκρατεί” ακριβώς αθώους πολίτες ή ακόμη δεν έχει κάποιο προσωπικό προηγούμενο με όργανα της τάξης. Μπορεί νʼ αποτελεί κίνδυνο για την “καθεστηκυία τάξη», αλλά δεν σημαίνει ότι δεν σέβεται τα δικαιώματα του απλού πολίτη. Είναι γνωστό ότι το εκάστοτε κατεστημένο όσους στρέφονται επαναστατικά εναντίον του τους βαφτίζει «τρομοκράτες». Αυτός ο χαρακτηρισμός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός εξ ορισμού από τους προοδευτικούς πολίτες, όπως και δεν μπορεί να γίνει ουσιαστικά αποδεκτό ότι ο βίαια εξεγειρόμενος (ανεξάρτητα διαφωνιών από πλευράς μας) πρέπει να ταυτιστεί αναγκαστικά με το οργανωμένο έγκλημα.
Τις παραπάνω θέσεις πρέπει η αστυνομία και οι πολιτικοί της προϊστάμενοι να τις λάβουν σοβαρά υπʼ όψη, αν δεν θέλουν νʼ αποτελούν απλά όργανα ενός υπάρχοντος πολιτικοοικονομικού κατεστημένου, του οποίου τη διατήρηση και την αναπαραγωγή των συμφερόντων του πιστά υπηρετούν. Αν θέλουν να σταθούν πιο ουδέτεροι, κοντά στο πνεύμα της «τυφλής δικαιοσύνης», θεωρώντας ότι το κράτος και τα επιμέρους υποσυστήματά του δεν πρέπει να ταυτίζονται αναγκαστικά με τα συμφέροντα των κατεστημένων τάξεων, αλλʼ αντίθετα πρέπει να κρατούν μια σχετική αυτονομία, οφείλουν να μην κάνουν κατάχρηση του δικαιώματος της “νόμιμης βίας”, να μην ξεπερνούν τα όρια του νόμου, αλλʼ αντίθετα να σέβονται τους διαδικαστικούς κανόνες της οποιασδήποτε αστυνομικής και εισαγγελικής έρευνας και κυρίως τον φάρο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
* Ο Φίλιππος Νικολόπουλος είναι αν/της καθηγητής Κοινωνιολογίας του Παν/μίου Ινδιανάπολης, δικηγόρος
Via : www.avgi.gr