imagesCAF3VZE1

του Στάθη Κουβελάκη

Ιδιαίτερα πυκνή έγινε το τελευταίο διάστημα στο δημόσιο λόγο η αναφορά στη «στρατηγική της έντασης», ειδικότερα μετά τις επιθέσεις στα γραφεία της Νέας Δημοκρατίας και στο Mall. Ας θυμίσουμε εδώ ότι ο όρος παραπέμπει στην Ιταλία της δεκαετίας του 1970, όταν ακροδεξιές ομάδες, με τη συνεργασία των μυστικών υπηρεσιών και του «βαθέος κράτους», διέπραξαν μεγάλης έκτασης τρομοκρατικά χτυπήματα και τα απέδωσαν στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά.

Η ατμόσφαιρα ήταν τότε εκρηκτική: ένα εξεγερσιακό κύμα, με επίκεντρο τα εργοστάσια και τα πανεπιστήμια, σάρωνε την ιταλική κοινωνία. Η Αριστερά, με πυλώνα το Κ.Κ. Ιταλίας, το πιο ισχυρό όλου του δυτικού κόσμου, απειλούσε την αδιατάρακτη μεταπολεμικά εξουσία της Χριστιανοδημοκρατίας και των συμμάχων της. Η στρατηγική της έντασης στόχευε λοιπόν πολλαπλά: κατ’ αρχάς να σπείρει φόβο και να αναζωπυρώσει τα συντηρητικά αντανακλαστικά που σε καιρούς κρίσης στρέφονται σε λύσεις νόμου και τάξης. Θα προετοιμαζόταν έτσι το έδαφος για την αυταρχική σκλήρυνση και τη νομιμοποίηση της καταστολής των κοινωνικών κινητοποιήσεων. Στόχος ήταν, τέλος, αφ’ ενός η ανακοπή της ανοδικής δυναμικής της κομμουνιστικής Αριστεράς, αφ’ ετέρου η διάσπασή της ανάμεσα στις μειοψηφικές τάσεις που, με προβλέψιμο τρόπο, θα αντιδρούσαν «δυναμικά» (έως και ένοπλα) και σ’ εκείνες που, προσβλέποντας στην εξουσία εντός του κοινοβουλευτικού πλαισίου, θα αναγκάζονταν να στοιχηθούν με τη «νομιμότητα» και την κρατική καταστολή.

Η κατάληξη αυτής της ιστορίας είναι γνωστή: στην ουσία, το σχέδιο πέτυχε. Μια μειοψηφία όντως επέλεξε τον αδιέξοδο δρόμο της ένοπλης αναμέτρησης, και συντρίφτηκε, ενώ η πλειοψηφία συντάχθηκε με το κράτος έκτακτης ανάγκης που σφυρηλατήθηκε στην «πάλη κατά της τρομοκρατίας» και οδηγήθηκε στην ήττα και την παρακμή. Στριμωγμένα μεταξύ σφύρας και άκμονος, τα κοινωνικά κινήματα, τα πιο ριζοσπαστικά και μαζικά που γνώρισε η μεταπολεμική Ευρώπη, υποχώρησαν και περιθωριοποιήθηκαν. Ο δρόμος είχε ανοίξει για την αντεπανάσταση που θα έσπρωχνε τη χώρα του «παρατεταμένου κόκκινου Μάη» στην κατρακύλα ενός Κράξι και ενός Μπερλουσκόνι.

Οι αναλογίες με τη σημερινή ελληνική κατάσταση είναι υπαρκτές, εξίσου σημαντικές όμως και οι διαφορές. Το κλονιζόμενο από τον μνημονιακό Αρμαγεδδώνα κράτος προσπαθεί να υπερβεί τη χρεοκοπία του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος, οικοδομώντας συναινέσεις βασισμένες στο φόβο και την αντιμετώπιση των κοινωνικών αντιδράσεων μέσω της επίδειξης «πυγμής». Οι κατασταλτικοί του μηχανισμοί, αλλά και ο λόγος των εκπροσώπων του, έχουν δημιουργήσει ουσιαστικά ένα συνεχές με τις ακροδεξιές συμμορίες, λιγότερο οργανωμένες ίσως από τις αντίστοιχες ιταλικές εκείνης της εποχής αλλά με μεγαλύτερα στηρίγματα στην κοινωνία. Στο στόχαστρο βρίσκεται και πάλι η Αριστερά, στην οποία ασκείται μια τεράστια πίεση που αποσκοπεί στο να την αποκόψει από τις λαϊκές κινητοποιήσεις και να την εξωθήσει σε λογικές συναίνεσης στη «νομιμότητα» και ένταξης στο υποτιθέμενο «συνταγματικό τόξο». Αυτά τη στιγμή που έχουν γελοιοποιηθεί οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες, καθώς και το ίδιο το Σύνταγμα, ενώ αλωνίζουν ανενόχλητοι οι τραμπούκοι της Χρυσής Αυγής.

Λείπει όμως από την αναλογία ένα βασικό στοιχείο. Οσο ελκυστική κι αν φαντάζει με βάση την αρχή του cui bono (ποιος επωφελείται;), η θεωρία της προβοκάτσιας δεν στηρίζεται προς το παρόν σε κανένα στοιχείο, χωρίς φυσικά να μπορεί να αποκλειστεί. Ούτε όμως μπορεί να αποκλειστεί και το ενδεχόμενο να επιλέξουν μικρές ομάδες το δρόμο της «δυναμικής αναμέτρησης» με το κράτος, ειδικά σε περίοδο κάμψης των μαζικών αγώνων και κυριαρχίας αισθημάτων ανημπόριας και απελπισίας σε πλατιά κοινωνικά στρώματα. Περιττό να πούμε ότι κάτι τέτοιο θα έφερνε, όπως και στην ιταλική περίπτωση, το αντίθετο του προσδοκώμενου αποτελέσματος: την αποδοχή της κρατικής βίας ως αναγκαίας και την ενίσχυση των τάσεων παθητικοποίησης της κοινωνίας. Για την Αριστερά και τα ριζοσπαστικά κινήματα που βρίσκονται σήμερα στο στόχαστρο, είναι ζωτικής σημασίας να μην υποκύψουν στον εκβιασμό. Η απάντησή τους δεν μπορεί να είναι ούτε η φυγή προς τα εμπρός σε μειοψηφικές λογικές ούτε όμως και η ένταξη σε «συνταγματικά τόξα» και η επίδειξη νομιμοφροσύνης στο σύστημα.

Απάντηση είναι η υπεράσπιση της δημοκρατίας, που, στις παρούσες συνθήκες, ξεκινάει από την υπεράσπιση του δικαιώματος της μαζικής λαϊκής δράσης και προϋποθέτει την προσήλωση σε μια γνήσια ανατρεπτική και δυνάμει νικηφόρα πολιτική προοπτική.

Via : www.enet.gr