Του Ιωάννη Παπαδόπουλου*
Οι αυτόματοι σταθεροποιητές επιτελούν δύο σημαντικότατες λειτουργίες στην οικονομία: πρώτον, σταθεροποιούν το επίπεδο της συνολικής ζήτησης μέσω της διατήρησης του εισοδήματος των ατόμων και των νοικοκυριών σε περιόδους απότομης καθοδικής διακύμανσης στον οικονομικό κύκλο και δεύτερον, δεν αφήνουν το ανθρώπινο δυναμικό να απαξιωθεί (hysteresis) ως αποτέλεσμα της ανεργίας ή της ασθένειας.
Όταν είναι «αυτόματοι», δηλαδή έχουν νομοθετηθεί και ενεργοποιούνται αυτομάτως κάθε φορά που συντρέχουν ορισμένοι αντικειμενικοί οικονομικοί λόγοι (για παράδειγμα, το διαθέσιμο εισόδημα ενός ανθρώπου μειώνεται κάτω από ένα καθορισμένο κατώφλι ή ένας εργαζόμενος απομακρύνεται από την αγορά εργασίας), οι σταθεροποιητές αποτελούν βοηθήματα που συγκρατούν την πτώση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών, προστατεύουν τους ανθρώπους από τις αντιξοότητες της ζωής ή τους καλλιεργούν δεξιότητες προκειμένου να επανέλθουν με αξιώσεις στην αγορά εργασίας.
Έτσι, για παράδειγμα, ένα επίδομα ανεργίας ταυτόχρονα παρέχει ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο και δεν αφήνει την εγχώρια ζήτηση να κατακρημνισθεί, βυθίζοντας την οικονομία σε παρατεταμένη ύφεση. Επίσης, ένα επίδομα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης των απόρων ή των ανασφάλιστων δεν αφήνει το ανθρώπινο δυναμικό να απωλέσει την παραγωγικότητά του. Τέλος, ένα κουπόνι (voucher) για την επιχορήγηση των δαπανών εκπαίδευσης ή κατάρτισης φτωχών, ανέργων ή ειδικών κατηγοριών του πληθυσμού (παιδιά μονογονεϊκών οικογενειών, εκπροσώπους κοινωνικά περιθωριοποιημένων μειονοτήτων κ.λπ.) αποκαθιστά, έστω και εν μέρει, την ισότητα ευκαιριών, οικοδομώντας ανθρώπινο κεφάλαιο, το οποίο αλλιώς θα σπαταλιόταν, μέσω της καλλιέργειας γνώσης και δεξιοτήτων.
Το σύνολο των δημόσιων δαπανών που αντιπροσωπεύουν οι σταθεροποιητές εισέρχονται στον κύκλο της πραγματικής οικονομίας ή σε επιμέρους οικονομικούς τομείς (υγεία, παιδεία), αναπληρώνοντας έτσι εν μέρει την απολεσθείσα λόγω κρίσης αγοραστική δύναμη των καταναλωτών και των νοικοκυριών και ωθεί τις επιχειρήσεις να σχεδιάσουν επενδύσεις προκειμένου να εξυπηρετήσουν τη ζήτηση που οι σταθεροποιητές γεννούν.
Παραδοσιακά, οι ευρωπαϊκές οικονομίες έχουν ενσωματώσει πολύ ισχυρότερους αυτόματους σταθεροποιητές από ό,τι η αμερικανική οικονομία λόγω της θέσης που έχουν η κοινωνική συνοχή και η αλληλεγγύη στο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Μοντέλο. Ωστόσο, το δομικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ε.Ε. είναι η πολύ υψηλή διαφοροποίηση μεταξύ του επιπέδου των αυτόματων σταθεροποιητών των κρατών-μελών της, η οποία οδηγεί σε σημαντικές ασυμμετρίες και κατακερματίζει την ενιαία αγορά εργασίας. Οι αποκλίσεις οφείλονται σε βαθύτερες διαφορές εργασιακής και πολιτικής κουλτούρας καθώς και στις διαρκείς περικοπές δαπανών που φέρνουν τα προγράμματα λιτότητας.
Έτσι, η συζήτηση γύρω από ευρωπαϊκούς αυτόματους σταθεροποιητές έχει αναζωπυρωθεί τα τελευταία χρόνια. Μια βασική λειτουργία που καλείται να επιτελέσει ένας ισχυρός προϋπολογισμός της Ευρωζώνης, κατά την πρόταση Μακρόν, είναι ακριβώς η σταδιακή εξομάλυνση των αποκλίσεων μεταξύ των κρατών-μελών μιας ενιαίας οικονομικής και νομισματικής ζώνης (ΟΝΕ) μέσω της θεσμοθέτησης αυτόματων σταθεροποιητών αλλά και θεσμών, όπως ο υπουργός Οικονομικών της Ευρωζώνης, που θα επιτηρούν την απρόσκοπτη και ορθολογική λειτουργία τους.
Στη δεσμίδα προτάσεων που κατέθεσε προς συζήτηση την Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Χάρτης πορείας για την εμβάθυνση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης της Ευρώπης) υπάρχουν ψήγματα ευρωπαϊκών αυτόματων σταθεροποιητών, τα οποία όμως υπολείπονται από το ιδανικό. Ναι μεν προτείνεται η ενίσχυση των χρηματοδοτικών εργαλείων της Ευρωζώνης για την υποστήριξη διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στα κράτη-μέλη της, πλην όμως δεν φαίνεται να εκπληρώνεται η προσδοκία για τη δημιουργία μιας πραγματικής «δημοσιονομικής ικανότητας» (δηλαδή ενός προϋπολογισμού).
Όμως χωρίς ένα σημαντικό προϋπολογισμό με νομοθετημένους πόρους, οι άμεσες μεταβιβάσεις των αυτόματων σταθεροποιητών απλώς δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν. Ναι μεν η Επιτροπή προανήγγειλε την παρουσίαση, τον Μάιο του 2018, μιας πρότασης για «σταθεροποιητική λειτουργία» ως μέρος του επόμενου πολυετούς προϋπολογισμού 2021-2027, πλην όμως οι Γερμανοί, οι Ολλανδοί και οι Αυστριακοί δεν φαίνεται να μπορούν να αποδεχθούν πολιτικά οτιδήποτε υπερβαίνει το μέγεθος ενός μικρού προϋπολογισμού για την υποβοήθηση των δημόσιων επενδύσεων σε κράτη-μέλη που υιοθετούν πρόγραμμα οικονομικής σταθεροποίησης. Αυτός ο σταθεροποιητής θα είναι εξαιρετικά σημαντικός, καθώς σε μια χώρα σαν την Ελλάδα το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων υποφέρει πάρα πολύ επειδή αποτελεί μεταβλητή προσαρμογής, κοινώς περικόπτεται αγρίως προκειμένου να πιάσουμε τους δημοσιονομικούς μας στόχους στο δημόσιο έλλειμμα και το χρέος.
Όμως από μόνος του δεν θα αρκεί για τη γνήσια ολοκλήρωση της ΟΝΕ και, κυρίως, δεν θα δίνει απευθείας στα ίδια τα άτομα την αίσθηση αξιοπρέπειας που έρχεται μόνο με τη διεύρυνση της ελευθερίας επιλογής τους. Αυτήν τη διεύρυνση της ελευθερίας επιλογής την φέρνει το επιπλέον διαθέσιμο εισόδημα σε περιόδους καθοδικών προσδοκιών και κρίσης εμπιστοσύνης στις ικανότητες της ελεύθερης οικονομίας να εξασφαλίσει την αξιοπρεπή διαβίωση των ατόμων και των οικογενειών τους.
*Aναπληρωτής καθηγητής, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
Via : www.naftemporiki.gr