ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ Αλεσάντρο Λεογκράντε για τον Ενρίκο Μπερλινγκουέρ
Από τον Θανάση Γιαλκέτση
Συμπληρώθηκαν φέτος τριάντα χρόνια από τον θάνατο του Ιταλού κομμουνιστή ηγέτη Ενρίκο Μπερλινγκουέρ (1922-1984). Από την πολιτική κληρονομιά που άφησε είναι περισσότερο γνωστή η συμβολή του στη συμφιλίωση της κομμουνιστικής παράδοσης με την πολιτική δημοκρατία και τον πλουραλισμό. Θυμόμαστε επίσης τις προσπάθειές του για τη θεμελίωση του ευρωκομμουνισμού, τη στρατηγική του ιστορικού συμβιβασμού, τους προβληματισμούς του για το «ηθικό ζήτημα» κ.ά. Λιγότερο γνωστή είναι η πρόταση της «δίκαιης λιτότητας» που διατύπωσε, στην οποία αναφέρεται το ακόλουθο άρθρο του Ιταλού συγγραφέα Αλεσάντρο Λεογκράντε. Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Lo Straniero».
Τον Ιανουάριο του 1977, ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ έβαλε στην ημερήσια διάταξη της ιταλικής πολιτικής συζήτησης την ιδέα της λιτότητας. Το έκανε με δύο περίφημες ομιλίες του, που έγιναν με χρονική απόσταση λίγων ημερών, στη Ρώμη και στο Μιλάνο. Πρόκειται για δύο ομιλίες μεγάλης σημασίας, που τότε δέχτηκαν περισσότερες επικρίσεις παρά επιδοκιμασίες. Αξίζει όμως να τις ξαναδιαβάσουμε και να τις αναλύσουμε, επειδή περισσότερο από τη σύλληψη του ευρωκομμουνισμού και από τη ρήξη με τη Σοβιετική Ενωση (η οποία άλλωστε έγινε με μεγάλη καθυστέρηση) ή την κριτική στην κομματοκρατική διαφθορά, η πρόταση της λιτότητας ως μοναδικής διεξόδου φανέρωνε μια πιο διαυγή αντίληψη της μελλοντικής κρίσης, που ήταν κρίση του συστήματος, κρίση ολόκληρης της ιταλικής κοινωνίας και όχι μόνον του κομματικού συστήματος.
Τι έλεγε ο Μπερλινγκουέρ; Με το τωρινό μοντέλο ανάπτυξης, που έχει μπει σε μια φάση ύφεσης και βαδίζει προς την κατάρρευση (σήμερα αυτό γίνεται πλήρως αντιληπτό, τότε μόλις που μπορούσε να το διανοηθεί κανείς), τα κόστη της παρακμής, της αποσύνθεσης, της ανεργίας θα τα πληρώσουν αναπόφευκτα οι πιο αδύναμοι τομείς της κοινωνίας.
Η μοναδική λύση επομένως ήταν να επιδιώξουμε μια ριζική αλλαγή ολόκληρου του συστήματος στον δρόμο της λιτότητας. «Για μας η λιτότητα –έλεγε ο Μπερλινγκουέρ– είναι το μέσο για να αντιταχθούμε ριζικά και να θέσουμε τις βάσεις της υπέρβασης ενός συστήματος το οποίο έχει μπει σε μια βαθιά δομική, και όχι συγκυριακή, κρίση, εκείνου του συστήματος του οποίου τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά είναι η σπατάλη και η διασπάθιση, η έξαρση της ιδιοτέλειας και του πιο ξέφρενου ατομικισμού, του πιο παράλογου καταναλωτισμού».
Ελεγε επίσης: «Ετσι νοούμενη η λιτότητα γίνεται όπλο σύγχρονης πάλης», σε μια κοινωνία η οποία διαφορετικά προορίζεται να μείνει καθυστερημένη, υπανάπτυκτη και με όλο και μεγαλύτερες ανισορροπίες. Το ενδιαφέρον για τα λόγια του Μπερλινγκουέρ δεν πηγάζει μόνον από το γεγονός ότι διατυπώθηκαν στις αρχές του 1977 (επομένως πολύ πριν γεννηθεί στην Ιταλία το οικολογικό κίνημα και αρχίσει να γίνεται λόγος για κριτική των μοντέλων ανάπτυξης), αλλά κυρίως επειδή εκείνος που τα διατύπωσε ήταν ο γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος σε μια ταραχώδη φάση της ιταλικής ιστορίας. Το θέμα των θυσιών (της αναγκαιότητας των θυσιών για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης), στις οποίες εναντιωνόταν έντονα η νέα Αριστερά, είχε γίνει αντικείμενο συζήτησης στις γραμμές του Κομμουνιστικού Κόμματος. Μιλούσαν γι’ αυτό ο Ναπολιτάνο και ο Αμέντολα καθώς και ο γραμματέας του συνδικάτου Cgil Λάμα. Επιλέγοντας τη λέξη «λιτότητα» αντί για «θυσίες», ο Μπερλινγκουέρ δεν ήθελε μόνο να αποφύγει την ταύτιση μαζί τους, αλλά και να υποστηρίξει κάτι πολύ συγκεκριμένο. Συνοψίζοντάς τον και υπεραπλουστεύοντάς τον, ο λόγος του ήταν αυτός: εδώ το ζητούμενο δεν είναι να παραμείνουμε σε μιαν αμυντική θέση και να υποχρεώσουμε τους εργαζομένους και τις λιγότερο εύπορες τάξεις να μετάσχουν στην κατανομή του κόστους της κρίσης σήμερα, για να δοθεί νέα ώθηση στο ίδιο μοντέλο ανάπτυξης και στην ίδια κοινωνικοοικονομική διάταξη αύριο.
Το ζητούμενο είναι, αντίθετα, να επιδιώξουμε τη ριζική αλλαγή του ίδιου του μοντέλου καπιταλιστικής ανάπτυξης και της ιταλικής του εκδοχής. Και τότε, όπως και σήμερα, πολλοί θεωρούσαν ότι η μοναδική συνταγή για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης –χωρίς να αλλάξει ούτε ένα κόμμα στις πελώριες διαφορές μεταξύ πλούσιων και φτωχών, τη διάδοση της ανασφάλειας, τη δίνη του πληθωρισμού και του δημόσιου χρέους, το δίκτυο των φέουδων στο οποίο ήταν και είναι διαιρεμένη η οικονομία- ήταν να αναζωογονηθεί η κατανάλωση και να δοθεί ώθηση σε εκείνους τους πολιτιστικούς μοχλούς, κυρίως στον ατομικισμό α λα ιταλικά, που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την ανάκαμψη. Κατά τον Μπερλινγκουέρ, έτσι θα οδηγούμασταν στην καταστροφή και γι’ αυτό χρειαζόταν να βγούμε από τη δίνη και να μιλήσουμε για νέες βάσεις. Σήμερα η ανισορροπία είναι ακόμη μεγαλύτερη, αλλά μεγαλύτερο είναι και το κενό στο οποίο θα έπεφταν συλλογισμοί τέτοιου είδους. Ακόμη και τότε όμως αυτές οι ομιλίες του Μπερλινγκουέρ δεν βρήκαν ανταπόκριση. Αντίθετα μάλιστα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η μοναξιά του Μπερλινγκουέρ (που θα γίνει πολύ πιο φανερή μετά την απαγωγή και τη δολοφονία του Μόρο και τον θρίαμβο του κραξισμού) άρχισε ακριβώς τότε, λίγους μήνες –παράδοξα– μετά την πιο μεγάλη εκλογική επιτυχία που είχε κατορθώσει ποτέ κομμουνιστικό κόμμα σε δυτική χώρα. Στην Αριστερά ο Μπερλινγκουέρ πολεμήθηκε από δύο μέτωπα.
Από τη μια μεριά, από τη νέα Αριστερά (ιδίως εκείνη που βγήκε από το κίνημα του Μάη του 1968 και ανακάλυπτε ξανά την υποκειμενικότητα και τη θεωρία των αναγκών), η οποία έβλεπε στη λιτότητα ένα συνώνυμο ενδοτικότητας απέναντι στη Χριστιανοδημοκρατία, την άλλη όψη του νομίσματος του ιστορικού συμβιβασμού. Από την άλλη μεριά, από τους σοσιαλιστές, οι οποίοι άρχιζαν να υποστηρίζουν και να εφαρμόζουν την απελευθέρωση του ατομικού ηδονισμού. […] Η λέξη που αναφερόταν περισσότερο στις δύο ομιλίες του Μπερλινγκουέρ, περισσότερο ακόμη και από τη «λιτότητα», είναι η λέξη «σπατάλη». Η σπατάλη είναι ο καρκίνος και η καταδίκη του δικού μας μοντέλου παραγωγής και ανάπτυξης. Σπατάλη των πόρων, σπατάλη της ενέργειας, σπατάλη του πλούτου… κι έπειτα σπατάλη της κατανάλωσης, σπατάλη των απορριμμάτων, σπατάλη ζωής. Η κατανάλωση που παράγει σπατάλη είναι ο καλύτερος σύμμαχος της αδικίας. Δεν πρόκειται όμως μόνον γι’ αυτό. Ο Μπερλινγκουέρ αντιλαμβανόταν –και ήταν μεταξύ των πρώτων που το αντιλήφθηκαν– ότι το ευρωπαϊκό και το αμερικανικό μοντέλο ανάπτυξης δεν μπορούσαν να επεκταθούν σε ολόκληρο τον πλανήτη, παρά μόνο με τίμημα την καταστροφή του μέσα σε λίγες δεκαετίες.
Και καθώς με την πτώση της αποικιοκρατίας η ένταξη των χωρών του Νότου του κόσμου στην παγκόσμια οικογένεια ήταν ήδη ασυγκράτητη, η αντιμετώπιση του θέματος της παγκόσμιας δικαιοσύνης (και της δίκαιης κατανομής των πόρων) ήταν αναπόφευκτη. Διαφορετικά (δεν το έλεγε με τόση σαφήνεια, αλλά σίγουρα το σκεφτόταν), το να υπερασπίζουμε την κατανάλωση της ιταλικής μεσαίας τάξης μέσα σε αυτό το παγκόσμιο πλαίσιο θα σήμαινε να νομιμοποιούμε την απάνθρωπη εξαθλίωση των εργατών της Σανγκάης, της Βομβάης ή της Κινσάσα. Οπως θα έλεγε πολλά χρόνια αργότερα ο Βόλφγκανγκ Ζαξ, παραφράζοντας τον Μαρξ, υπάρχει σίγουρα ένα επίπεδο ανάπτυξης κάτω από το οποίο δεν μπορεί να υπάρξει δικαιοσύνη. Υπάρχει όμως και ένα επίπεδο ανάπτυξης πάνω από το οποίο επίσης δεν μπορεί να υπάρξει δικαιοσύνη. Ο Μπερλινγκουέρ τα προαισθανόταν όλα αυτά, χωρίς να βρίσκει συντρόφους που να συμμερίζονται ώς το βάθος τη σκέψη του. […]
Via : www.efsyn.gr