του Νίκου Γραικούση
Δημοσιονομική πολιτική είναι η πολιτική που απαντά στο ερώτημα από ποια πηγή, με ποιόν τρόπο και μέχρι ποιο ποσό βρίσκει ένα κράτος τα έσοδα τα οποία απαιτούνται για να καλύψει τα έξοδα του.
Ταυτόχρονα το ίδιο ερώτημα αφορά και τα έξοδα που πραγματοποιούνται από το κράτος.
Το χρονικό διάστημα που λαμβάνεται ως μονάδα μέτρησης των εσόδων – εξόδων είναι συνήθως αυτό του ενός έτους.
Η δημοσιονομική πολιτική μιας Αριστερής αντίληψης των πραγμάτων, οφείλει να βασίζεται πάνω σε δύο αξιώματα τα οποία έχουν σοβαρές μετενέργειες σχεδόν σε όλα τα επίπεδα της εφαρμοσμένης δημοσιονομικής πολιτικής και χαρακτηρίζονται από μια άλλη πολιτική φιλοσοφία που δεν έχουμε γνωρίσει μέχρι σήμερα:
1.- Δεν δανείζομαι από τις επόμενες γενιές για να χρηματοδοτήσω τις ανάγκες της σημερινής γενιάς και
2.- Χρηματοδοτώ με σταθερή αναλογία ως προς το σύνολο των δαπανών, κάθε δημόσια δαπάνη που απευθύνεται στην κοινωνία, ασχέτως του συνολικού ποσού που διαθέτω για τις δαπάνες αυτές.
Η δημιουργία μιας δημοσιονομικής πολιτικής βασισμένης πάνω σε αυτές τις δύο αρχές, βάζει σε νέες βάσεις όλη τη δομή της δημόσιας διοίκησης, τη φιλοσοφία και την αποτελεσματικότητα της και καθορίζει την αρχή της διαδικασίας για την μετάβαση από το προνοιακό – φιλανθρωπικό κράτος, στο κράτος της κοινωνίας και των πολιτών.
Ας τα πάρουμε από την αρχή. Ο δημόσιος δανεισμός με σκοπό την ενίσχυση της κατανάλωσης (μισθοί, συντάξεις, πρόνοια κλπ), με την ελπίδα της ανάπτυξης και της συλλογής φόρων μέσα από την αύξηση της ζήτησης, έχει αποδειχτεί ότι είναι μια καταστροφική πολιτική. Όχι τόσο για την προσπάθεια επέκτασης της ζήτησης, αλλά για τον τρόπο που αυτή ενισχύεται μέσω του δανεισμού. Ουδέποτε θα ανακτήσεις τα δανεικά, με αποτέλεσμα να επιβαρύνεις (φορολογικά) το μέλλον σε σχέση με το παρών.
Ο δημόσιος δανεισμός, όπως και κάθε δανεισμός μπορεί να περιγραφεί σαν ένα μακρύ χέρι που μπαίνει στο μέλλον και απομυζά πόρους από αυτό, φέρνοντάς τους στο παρών, δημιουργώντας ταυτόχρονα την υποχρέωση στις επόμενες γενιές να ξεπληρώσουν τους πόρους που χρησιμοποιήσαμε εμείς σήμερα.
Οι πόροι αυτοί δεν είναι μόνο χρηματικοί αλλά και φυσικοί. Γιατί αποκτούμε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουμε φυσικούς πόρους από έναν πεπερασμένο πλανήτη χωρίς να υπολογίσουμε τις ανάγκες των επόμενων γενεών.
Η κοινή αντίληψη όμως δεν έχει κανένα λόγο να αμφισβητεί το δημόσιο δανεισμό όταν πρόκειται να κατευθυνθεί σε δημόσιες επενδύσεις.
Θεωρούμε σχεδόν όλοι ότι το να δημιουργείς υποδομές που επενεργούν θετικά στην οικονομία δημιουργώντας συνθήκες οικονομιών κλίμακας, είναι ένας έξυπνος τρόπος να αναπτύσσουμε το σήμερα, αποκτώντας έσοδα – κεφάλαιο με το οποίο θα αποπληρώσουμε το δανεισμό αύριο.
Με τον τρόπο αυτό θεωρούν μερικοί ότι έχουν και το σκύλο χορτάτο και την πίτα ολόκληρη.
Μάλιστα υπάρχουν και ‘’πολλαπλασιαστές’’ που μετράνε την ανάπτυξη με βάση το επενδεδυμένο κεφάλαιο.
Αυτού του είδους οι πολλαπλασιαστές, είναι πια γενική ομολογία, ότι είναι εντελώς αυθαίρετοι, δεν έχουν επαληθευτεί πουθενά και το κυριότερο είναι ότι έχει αποδειχτεί η αναποτελεσματικότητα τους με καλύτερο παράδειγμα τη χώρα μας την εποχή της κρίσης.
Οι θεωρίες των πολλαπλασιαστών είναι σύνθετα μαθηματικά υποδείγματα εργαστηρίου, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη, τους σύνθετους πολιτικούς και κυρίως ψυχολογικούς παράγοντες από τους οποίους κατευθύνεται μια οικονομία.
Είναι εργαλεία χειραγώγησης και επιβολής πολιτικών ανάλογα με τα συμφέροντα που εκπροσωπούν.
Ακόμα και στην περίπτωση που μια αναπτυξιακή διαδικασία μέσω του δημόσιου δανεισμού έβαινε καλώς και ‘’έβγαζε τα λεφτά της’’ τότε αυτό που θα είχε κερδίσει αυτή η οικονομία θα ήταν ότι θα βρίσκοντας 5 ως 10 χρόνια μπροστά σε υποδομές, ενώ θα ζούσε με τον εφιάλτη του δημόσιου χρέους, τον οποίο θα έπρεπε να λαμβάνει υπόψη σε όλες τις δημοσιονομικές και νομισματικές αποφάσεις της.
Πολύ κακό για το τίποτα δηλαδή.
Η εξόφληση ενός δημόσιου χρέους γίνεται αποκλειστικά με έναν από τους παρακάτω τρόπους ή με κάποιον συνδυασμό τους.
Με φορολογία του κεφαλαίου, με πληθωρισμό ή με λιτότητα (φορολογία μικρού και μεσαίου εισοδήματος).
Η απλή σκέψη που θα μπορούσε να κάνει ο καθένας είναι:
Γιατί να εξοφλούμε δημόσιο χρέος με κάποιον από τους παραπάνω τρόπους, το οποίο δημιουργήθηκε από δανεισμό για δημόσιες επενδύσεις και δεν χρησιμοποιούμαι τους ίδιους τρόπους για να χρηματοδοτήσουμε απευθείας τις δημόσιες επενδύσεις.
Έτσι κι αλλιώς οι απορροφήσεις μεγάλων ποσών σε έργα υποδομής δεν γίνονται αυτόματα, αλλά σε βάθος χρόνου και έτσι δεν απαιτούνται άμεσα μεγάλοι χρηματικοί πόροι που μπορείς να βρεις μόνο από τις αγορές.
Ούτε και είναι σίγουρο ότι όλες οι δημόσιες επενδύσεις έχουν χρηματικό όφελος με το οποίο να μπορείς να τις αποπληρώσεις.
Τα παραπάνω έχουν εφαρμογή και στον αναπτυσσόμενο κόσμο, με τη διαφορά ότι αν επιθυμούμε ακαριαία μετάβαση στον αναπτυγμένο κόσμο αυτό δεν γίνεται με δανεικά αλλά με δωρεάν μεταφορά πόρων από τους αναπτυγμένους στους αναπτυσσόμενους.
Όπως ακριβώς και με τη φιλοσοφία των ευρωπαϊκών προγραμμάτων στήριξης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία στηρίζονται είτε σε γεωγραφικές είτε σε κλαδικές παραδοχές ανισότητας.
Και όπως έχει αποδείξει περίτρανα ο Thoma Piketty, το αποτέλεσμα της ανάπτυξης δεν κατευθύνεται ισομερώς στην κοινωνία, αλλά δημιουργεί όλο και περισσότερες και βαθύτερες ανισότητες μεταξύ των ανθρώπων, ακόμα και μέσα στις αναπτυγμένες κοινωνίες.
Τέλος ο δανεισμός ενός κράτους από τις ‘’αγορές’’ εμπεριέχει και έναν άλλο πολύ σοβαρό κίνδυνο που ο νεοφιλελευθερισμός κάνει ότι δεν βλέπει.
Η φιλοσοφία του ‘’δανείσου ελεύθερα για να αναπτυχθείς’’ είναι πολύ επικίνδυνη και πολιτικά.
Το συσσωρευμένο χρηματοπιστωτικό κυρίως κεφάλαιο που δεν προλαβαίνει και δεν μπορεί να επενδυθεί στην πραγματική οικονομία, κυκλοφορεί σαν κεφάλαιο ελεύθερο προς δανεισμό στις εθνικές οικονομίες.
Με τον τρόπο αυτό αποδίδει και έντοκα και ταυτόχρονα εξασφαλίζει την αποπληρωμή του μέσω της φορολογίας των εισοδημάτων της πραγματικής οικονομίας.
Ταυτόχρονα απαιτεί και τον πολιτικό έλεγχο του δανειζόμενου κράτους – κοινωνίας και μέσω αυτής της διαδικασίας το μεγάλο κεφάλαιο, που πλέον είναι συγκεντρωμένο σε ελάχιστα χέρια, χειραγωγεί και στην ουσία ελέγχει την πολιτική εξουσία κάθε εθνικής ή και υπερεθνικής πολιτικής οντότητας..
Καλύτερο παράδειγμα από τη χώρα μας και τις χώρες όπου επενέβει το ΔΤΝ δεν υπάρχει!
Σε περίπτωση που μια κοινωνία αποφασίσει ότι δεν έχει κανένα λόγο να δανειστεί από τις αγορές, το πλεονάζων κεφάλαιο που δεν αντιστοιχεί στην πραγματική οικονομία χάνει μεμιάς την αξία του και το λόγο ύπαρξής του.
Φυσικά μια τέτοια πολιτική δεν μπορεί να εφαρμοστεί αυτόματα ούτε και σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή.
Οι ιδιαιτερότητες κάθε οικονομίας είναι διαφορετικές και αν επιλέξουμε έναν συμβατικό τρόπο για να κάνουμε εφαρμοσμένη πολιτική, τότε απαιτείται ιδιαίτερη ευελιξία και υπομονή. Και πάλι κύριο παράδειγμα η χώρα μας.
Η αποπληρωμή των δημόσιων συσσωρευμένων χρεών μόνο με νέο δανεισμό μπορεί να ικανοποιηθεί.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι εντάσσουμε την φιλοσοφία του δανεισμού στην ημερήσια διάταξη των πολιτικών μας επιλογών.
Η δεύτερη βασική αρχή μιας αριστερής δημοσιονομικής πολιτικής έχει να κάνει με τον τρόπο που διαχέονται στην κοινωνία οι πόροι που αναδιανέμονται, προκειμένου να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των πολιτών που συνέβαλαν στην παραγωγή του εθνικού πλούτου.
Το κύριο χαρακτηριστικό μιας αριστερής πολιτικής δεν έχει να κάνει με την υπέρμετρη ανάπτυξη και μεγέθυνση μιας οικονομίας, παραβλέποντας τις κοινωνικές ανισότητες και οικολογικές καταστροφές που αυτή η διαδικασία δημιουργεί, αλλά με τη διάχυση σε όλο το φάσμα της κοινωνίας του όποιου πλούτου (υλικού και πνευματικού) μπορεί να παράγει η εν λόγο οικονομία χωρίς να διαταράξει τη συνοχή της και τη φυσική ισορροπία.
Το δημοσιονομικό εργαλείο με το οποίο μπορεί να αποδοθεί τέτοιου είδους οικολογική, κοινωνική και οικονομική δικαιοσύνη, μέσω της αναδιανομής, είναι η σταθερή αναλογία των δημόσιων δαπανών για κάθε κατηγορία δαπανών που κρίνεται αναγκαία.
Οι ποσοστιαίες αναλογίες και οι κατηγορίες των δαπανών όπως: η Παιδεία, η Υγεία, η Δικαιοσύνη, η Ασφάλεια, η Άμυνα, οι Δημόσιες επενδύσεις, η Διοίκηση, ο Πολιτισμός, η Εξωτερική πολιτική και οποιαδήποτε άλλη κατηγορία, αποφασίζονται με ευρεία πολιτική συναίνεση και εντάσσονται σε ένα εθνικό πλαίσιο αναφοράς δημόσιων αναγκών προς ικανοποίηση.
Η σταθερότητα της αναλογίας οφείλει να είναι διαχρονική και δεν αλλάζει από προϋπολογισμό σε προϋπολογισμό κάθε έτος.
Ο προϋπολογισμός των εκάστοτε Υπουργείων κτίζεται με βάση τον προϋπολογισμό των κατηγοριών των δημόσιων αναγκών προς ικανοποίηση.
Με τον τρόπο αυτό μια κοινωνία αναδιανέμει τον όποιο πλούτο της με προκαθορισμένα, σαφώς προσδιορισμένα και κοινωνικά ελεγμένα όρια και δεν αφήνεται έρμαιο στα όποια συμφέροντα κάθε στιγμής.
Αυτή η κατηγοριοποίηση περιλαμβάνει ακόμα και το ποσοστό των δαπανών για την απόσβεση του δημόσιου χρέους, η οποία σε συνδυασμό με τη μη χρεία νέου δημόσιου δανεισμού μπορεί να οδηγήσει υπερχρεωμένες χώρες σαν τη δική μας σε μία καλυμμένη επιλεκτική χρεοκοπία, χωρίς ουσιαστικές συνέπειες.
Η κατηγοριοποίηση και η αναγκαία ποσοστιαία αναλογία προβλέπονται από νόμο αυξημένης τυπικής ισχύος και αυξημένης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, αν δεν μπορεί να προβλεφτεί από το ίδιο το Σύνταγμα.
Όπως είναι αυτονόητο η δημοσιονομική πολιτική μιας Νέας Αριστεράς δεν μπορεί να εξαντληθεί στα παραπάνω, αλλά κτίζεται με βάση τις αρχές και τις αξίες που περιγράφθηκαν.
Ο συνδυασμός της με κοινωνικό έλεγχο, μέσω της αυτοδιοίκησης και των οργανώσεων της Κοινωνίας των πολιτών, μπορεί να μας περάσει από το κοινωνικό – φιλανθρωπικό κράτος της νεοφιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας στο Κράτος των Πολιτών του Σοσιαλισμού και της ευημερίας.