Το 2002 ο κεντροδεξιός Ζακ Σιράκ είχε νικήσει άνετα τον ακροδεξιό/νεοφασίστα Ζαν Μαρί Λεπέν στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών της Γαλλίας. Είχε αποσπάσει το 82,2% των ψήφων, αφήνοντας το 17,8% στον αντίπαλό του, που δεν κατάφερε να προσθέσει στις ψήφους του ούτε καν ολόκληρη ποσοστιαία μονάδα στις επαναληπτικές. Και μάλλον δεν τον είχε στενοχωρήσει ιδιαίτερα τον Σιράκ το γεγονός ότι στο μεσοδιάστημα από τον πρώτο γύρο στον δεύτερο πολλοί Γάλλοι, παρακάμπτοντας με αυτοσαρκαστικό χιούμορ την παγίδα του ψευτοδιλήμματος, διαδήλωναν στους δρόμους με τα συνθήματα «Ψηφίστε με μανταλάκι στη μύτη» ή «Ψηφίστε τον απατεώνα, όχι τον φασίστα». Περίπου μια δεκαετία αργότερα, άλλωστε, ο Σιράκ καταδικάστηκε για διασπάθιση δημοσίου χρήματος, τον καιρό που ήταν δήμαρχος του Παρισιού. Δεν έχουν δα οι Ελληνες πολιτικοί την αποκλειστικότητα της διαφθοράς, όπως θέλουμε να πιστεύουμε τις στιγμές (όλο και περισσότερες) που μηδενίζουμε οτιδήποτε το ελληνικό. Σαν να μη μας αρκούν όσα αρνητικά πρωτεία κατέχουμε διεθνώς, επινοούμε κι άλλα, ωθούμενοι από κάποιον παράδοξο εθνικό μαζοχισμό.
Την επόμενη Κυριακή, στις 7 Μαΐου, τα πράγματα για τον κεντρώο Εμμανουέλ Μακρόν δεν θα είναι τόσο εύκολα όσο ήταν για τον Ζακ Σιράκ. Η Μαρίν Λεπέν, ακροδεξιά εξ ακροδεξιού, κατάφερε να αυξήσει την προίκα που πήρε από τον πατέρα της (έχουν πάντα έναν οικογενειακό χαρακτήρα οι ακροδεξιές επιχειρήσεις, το ξέρουμε και από τα δικά μας), φρόντισε δε να γυαλίσει κάπως την επιφάνειά της και να λειάνει τη ρητορική που κληρονόμησε. Προχώρησε ακόμα και σε συμβολική πατροκτονία, το 2011, όταν ο ιδρυτής-ιδιοκτήτης του κόμματος επέμενε να υβρίζει το Ολοκαύτωμα, χαρακτηρίζοντας ασήμαντη λεπτομέρεια της ιστορίας τους θαλάμους αερίων των ναζιστών.
Αυτοπροβάλλεται μάλιστα η διάδοχος σε πόζες νέας Ζαν ντ’ Αρκ, που υποτίθεται πως ο Θεός τής ανέθεσε να πολεμήσει τα θεριά του «κατεστημένου» και της «παγκοσμιοποίησης» (εξαιρετικά βολικοί όροι και οι δύο, αφού παίρνουν το σχήμα και το περιεχόμενο που επιλέγεις εσύ να τους δώσεις). Γι’ αυτό και χρησιμοποιεί τη «Μασσαλιώτιδα» με επιθετικότατο σωβινιστικό τρόπο, σαν να ουρλιάζει, ίδια κι όμοια όπως κάνουν οι χρυσαυγίτες με τον δικό μας εθνικό ύμνο. Τον αρπάζει έτσι από τα χείλη των πολιτών του κόσμου, που έχουν εννοήσει κι έχουν τραγουδήσει τον συγκεκριμένο εθνικό ύμνο ως διεθνικότερο οποιουδήποτε άλλου, και τους φιμώνει. Ποιος αλήθεια, διεθνώς αλλά και στην ίδια τη Γαλλία, μπορεί πια να τραγουδήσει τη «Μασσαλιώτιδα» χωρίς να κομπιάζει στη σκέψη της αλλοτριωτικής κατάχρησής της, της μειωτικής ενσωμάτωσής της από τους λεπενιστές σε δημόσιες παραστάσεις εχθρότητας, μίσους και κακότητας; Ποιος μπορεί να συνεχίσει να αναγνωρίζεται στους στίχους και στον ρυθμό της, όπως αναγνωριζόταν πριν τη σφετεριστεί το ρατσιστικό «Εθνικό Μέτωπο»; Δεν ανατριχιάζουμε κι εμείς εδώ στην Ελλάδα όταν ακούμε τον σολωμικό «Υμνο εις την Ελευθερίαν» να καταντάει ουρλιαχτό και υλακή στο στόμα αγελαίων νεοναζιστών, που ορμούν φονικοί εναντίον αδυνάμων ή ακαθάρτων, Ελλήνων και ξένων; Και, μια και ξανάγινε το Πάσχα, για πολλοστή φορά, δεν νιώθουμε να εξυβρίζεται ο οικουμενικός Χριστός, αλλά και να προσβάλλεται ο Σολωμός, που δόξασε τη Λαμπρή, όταν εντεταλμένα στρατιωτικά αγήματα ουρλιάζουν τον εθνικό μας ύμνο έξω από τη Μητρόπολη, πριν καν προλάβουν ιερείς και ψαλτάδες, μαζί κι ο κόσμος, να πουν δεύτερη φορά το «Χριστός ανέστη»;
Στη δεκαπενταετία που διέρρευσε μετά το 2002 έχουν γίνει πολλά, τόσο στη Γαλλία όσο και στον στενό και τον ευρύτερο περίγυρό της, τα οποία θα μπορούσαν να φουσκώσουν τα πανιά και τα μυαλά της Μαρίν Λεπέν και να δυσκολέψουν την επικράτηση του κοινού πια, αυτονοήτως, υποψηφίου των δημοκρατών. Το γαλλικό πολιτικό σύστημα, που παρακολουθούσε επί δεκαετίες τις κινήσεις του εκκρεμούς Δεξιά – Σοσιαλδημοκρατία, ώσπου ζαλίστηκε κι έπεσε σε λήθαργο, φαίνεται ότι εξεμέτρησε το ζην· ο Φρανσουά Φιγιόν, υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών, και ο Μπενουά Αμόν, των Σοσιαλιστών, δεν κατάφεραν καν να περάσουν στον δεύτερο γύρο, ηττημένοι από τον μετεωρίτη-Μακρόν· ένα στέλεχος της ελίτ των τραπεζών που κανέναν δεν είχε θαμπώσει με τη θητεία του στο υπουργείο Οικονομίας. Η Γαλλία, επί Φρανσουά Ολάντ, δεν κατόρθωσε να πείσει ότι διαθέτει την πολιτική ισχύ και την πνευματική αίγλη που θα της επέτρεπαν να λειτουργήσει σαν αντίβαρο στη γερμανική ηγεμονία. Η ανεργία και η φτώχεια διεύρυναν το χάσμα ανάμεσα στις μεγαλουπόλεις και στην αγροτική περιφέρεια, ανάμεσα στους γηγενείς εκ γηγενών και στους Γάλλους εξ επιλογής ή εξ ανάγκης, μετανάστες κάθε γενιάς. Πρωτίστως, τα τελευταία χρόνια πολλαπλασιάστηκαν στη γαλλική επικράτεια οι τρομοκρατικές επιθέσεις (και τα θύματά τους), ισλαμικού μεν χαρακτήρα πλην όχι με εισαγόμενους, αλλοδαπούς δράστες. Επιθέσεις που ευνοούν τους κήρυκες της τάξης, της ασφάλειας και των κλειστών συνόρων.
Ολα αυτά θα μπορούσαν να δυσκολέψουν την εκλογή του Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος άλλωστε αδυνατεί –λόγω και της εργασιακής του καταγωγής, του προγράμματός του, ακόμα και του νεοπλουτίστικου στυλ του– να συγκινήσει τις μάζες της ανέχειας και του θυμού. Ενα τμήμα του κόσμου που είναι ή αισθάνεται αδικημένο και απόβλητο, ίσως επιλέξει μια ψευδεπίγραφα «αντισυστημική» ψήφο. Εγινε και στις Ηνωμένες Πολιτείες αυτό, με τη μαζική υποστήριξη από τους εκτός συστήματος ενός Ντόναλντ Τραμπ τόσο «αντισυστημικού», ώστε να συγκροτήσει μια κυβέρνηση («ευαίσθητων» φαίνεται) δισεκατομμυριούχων, μάλλον την πρώτη αυτού του χαρακτήρα σε δημοκρατική χώρα.
Οπως δεν υπήρξε δίλημμα για τους δημοκράτες το 2002, με το δίδυμο Σιράκ – Λεπέν, έτσι δεν υπάρχει και τώρα, με το δίδυμο Μακρόν – Λεπέν, όποιες επιφυλάξεις κι αν είχε κανείς τότε, όποιες κι αν έχει τώρα. Εδώ δεν χωράει αδιαφορία ή τάχα ουδετερότητα. Δεν χωράνε επίσης οι βαθυνούστατες διαγνώσεις του τύπου «τι Παπάγος, τι Πλαστήρας», μεταφρασμένες και προσαρμοσμένες στα γαλλικά. Η νοοτροπία και η θεωρία του εθελότυφλου παπαγοπλαστηρισμού παραμένει εφιαλτικά απλοϊκή και ουσιαστικά καλλιεργεί τον αναχωρητισμό και την παραίτηση.
Ας το φανταστούμε έστω και για μια στιγμή. Ας φανταστούμε την εθνικίστρια, μισαλλόδοξη, ξενοφοβική, ρατσίστρια Μαρίν Λεπέν πρόεδρο μιας χώρας η οποία στον οικουμενικό χάρτη των συμβολισμών, και χάρη στις επαναστάσεις της, ταυτίζεται με τη δημοκρατία των νέων χρόνων, τη μετααθηναϊκή. Ποιο παράδειγμα για τον κόσμο τότε. Ποια Ευρώπη. Και ποια δημοκρατία.
Via : www.kathimerini.gr